Ο κατά Θεόν διχασμός Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου «Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένε...
Ο κατά Θεόν διχασμός
Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου
«Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾽ αὐτόν» (Ἰωάν. 7,43)
Η Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν εἶνε ἔργο ἀνθρώπων· εἶνε θεοκατασκεύαστο ἵδρυμα. Καὶ σήμερα πανηγυρίζει τὰ γενέθλιά της.
Στὴν πρόσοψι τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῆς Φλωρίνης, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ὑπάρχει ἕνα ψηφιδωτό. Εἰκονίζει τὴν Ἐκκλησία ὡς ἕνα πλοῖο. Κυβερνήτης του εἶνε ὁ Χριστός· βοηθοὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ κληρικοί· ἐπιβάται ὅλοι οἱ Χριστιανοί· καὶ ἄνεμος οὔριος, ποὺ κολπώνει τὰ πανιά του, εἶνε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.
Τὸ πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας ὅμως διὰ μέσου τῶν αἰώνων συχνὰ πλέει σὲ τρικυμία, ποὺ σηκώνουν τὰ κύματα τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀπιστίας. Ἐσωτερικοὶ διχασμοὶ αἱρέσεων καὶ σχισμάτων, ἐξωτερικοὶ διωγμοὶ εἰδωλολατρῶν καὶ ἀπίστων, ἀλλὰ καὶ ἐπεμβάσεις τοῦ ―χριστιανικοῦ θεωρουμένου― κράτους δημιουργοῦν κατὰ καιροὺς σάλο. Μικρὸ δεῖγμα τέτοιου σάλου ἔζησαν οἱ πιστοὶ στὴν πατρίδα μας λ.χ. στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽80. Ἔγινε τότε ἀπόπειρα ν᾽ ἀποδυναμωθῇ ἡ Ἐκκλησία μὲ μιὰ νέα ἀφαίρεσι τῆς κτηματικῆς της περιουσίας. Μεγαλύτερος κίνδυνος ὅμως ἦταν ἡ ἀπειλὴ κατὰ τῆς πνευματικῆς της αὐτοτελείας. Οἱ κομματικὲς συμπάθειες καὶ ἀντιπάθειες προκάλεσαν τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἀντιθέσεις καὶ διαίρεσι.
Καὶ μόνο τότε; Πολλὲς φορὲς δημιουργοῦνται παρόμοιες καταστάσεις. Καὶ ὡρισμένοι, ποὺ ἔχουν τὴ γνώμη ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ᾽νε πάντα ὑποταγμένη στὴν πολιτεία, μᾶς λένε· Σεῖς εἶστε οἱ αἴτιοι τῆς ὀξύτητος ποὺ δημιουργεῖται στὶς σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ πολιτείας.
Κατηγοροῦν ἐμᾶς, ὅτι εἴμεθα ὑπαίτιοι τοῦ διχασμοῦ. Τί ἔχουμε ν᾽ ἀπαντήσουμε; Ἀλλὰ δὲ χρειάζεται ν᾽ ἀπαντήσουμε ἐμεῖς. Σήμερα ἀπαντᾷ τὸ εὐαγγέλιο. ―Μὰ τὸ Εὐαγγέλιο γράφτηκε πρὸ 20 αἰώνων· πῶς ἀπαντᾷ σ᾽ ἕνα σημερινὸ ζήτημα;… Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε βιβλίο αἰώνιο, εἶνε γιὰ ὅλες τὶς ἐποχές. Δίνει ἀπάντησι σὲ ὅλα τὰ προβλήματα, δίνει καὶ στὸ ζήτημα τοῦτο. Τί ἀπαντᾷ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο;
Τὸ πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας ὅμως διὰ μέσου τῶν αἰώνων συχνὰ πλέει σὲ τρικυμία, ποὺ σηκώνουν τὰ κύματα τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀπιστίας. Ἐσωτερικοὶ διχασμοὶ αἱρέσεων καὶ σχισμάτων, ἐξωτερικοὶ διωγμοὶ εἰδωλολατρῶν καὶ ἀπίστων, ἀλλὰ καὶ ἐπεμβάσεις τοῦ ―χριστιανικοῦ θεωρουμένου― κράτους δημιουργοῦν κατὰ καιροὺς σάλο. Μικρὸ δεῖγμα τέτοιου σάλου ἔζησαν οἱ πιστοὶ στὴν πατρίδα μας λ.χ. στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽80. Ἔγινε τότε ἀπόπειρα ν᾽ ἀποδυναμωθῇ ἡ Ἐκκλησία μὲ μιὰ νέα ἀφαίρεσι τῆς κτηματικῆς της περιουσίας. Μεγαλύτερος κίνδυνος ὅμως ἦταν ἡ ἀπειλὴ κατὰ τῆς πνευματικῆς της αὐτοτελείας. Οἱ κομματικὲς συμπάθειες καὶ ἀντιπάθειες προκάλεσαν τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἀντιθέσεις καὶ διαίρεσι.
Καὶ μόνο τότε; Πολλὲς φορὲς δημιουργοῦνται παρόμοιες καταστάσεις. Καὶ ὡρισμένοι, ποὺ ἔχουν τὴ γνώμη ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ᾽νε πάντα ὑποταγμένη στὴν πολιτεία, μᾶς λένε· Σεῖς εἶστε οἱ αἴτιοι τῆς ὀξύτητος ποὺ δημιουργεῖται στὶς σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ πολιτείας.
Κατηγοροῦν ἐμᾶς, ὅτι εἴμεθα ὑπαίτιοι τοῦ διχασμοῦ. Τί ἔχουμε ν᾽ ἀπαντήσουμε; Ἀλλὰ δὲ χρειάζεται ν᾽ ἀπαντήσουμε ἐμεῖς. Σήμερα ἀπαντᾷ τὸ εὐαγγέλιο. ―Μὰ τὸ Εὐαγγέλιο γράφτηκε πρὸ 20 αἰώνων· πῶς ἀπαντᾷ σ᾽ ἕνα σημερινὸ ζήτημα;… Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε βιβλίο αἰώνιο, εἶνε γιὰ ὅλες τὶς ἐποχές. Δίνει ἀπάντησι σὲ ὅλα τὰ προβλήματα, δίνει καὶ στὸ ζήτημα τοῦτο. Τί ἀπαντᾷ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο;
* * *
Ὁ Χριστὸς ἦταν στὰ Ἰεροσόλυμα τὶς ἡμέρες τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς σκηνοπηγίας (οἱ ἄλλες δύο μεγάλες ἑορτὲς τῶν Ἑβραίων ἦταν τὸ πάσχα καὶ ἡ πεντηκοστή). Τὴν σκηνοπηγία τὴν ἑώρταζαν γιὰ νὰ θυμοῦνται ὅτι, 40 χρόνια στὴν ἔρημο, ἔζησαν κάτω ἀπὸ σκηνές. Τὴν τελευταία λοιπὸν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς ὁ Χριστὸς στάθηκε σ᾽ ἕνα σημεῖο καὶ μίλησε στὸ λαό.
Μίλησε; Προσέξατε τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Ὅλες οἱ λέξεις ἔχουν σημασία. Δὲν λέει «ὡμίλησε» ἁπλῶς. Τί λέει· «ἔκραξε» (Ἰωάν. 7,37). Τί θὰ πῇ «ἔκραξε»· φώναξε μὲ ὅλη τὴ δύναμί του. Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ μερικοί, ποὺ σκανδαλίζονται ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ ἱεροκῆρυξ ὑψώσῃ τὴ φωνή του. Ὅπως ἡ μάνα φωνάζει δυνατὰ ὅταν τὸ παιδί της κινδυνεύῃ· ὅπως ἡ ὄρνιθα ὅταν βλέπῃ τὸ γεράκι νὰ ὁρμᾷ ἐναντίον τῶν νεοσσῶν της βγάζει σπαρακτικὴ φωνή, ἔτσι καὶ ὁ ποιμὴν ποὺ πονεῖ τὸ ποίμνιό του κραυγάζει, φωνάζει. Ὄχι γιὰ μικρὰ πράγματα, ἀλλὰ γιὰ τὰ αἰώνια συμφέροντα τῶν ψυχῶν.
Καὶ τί ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς; Λόγια χρυσᾶ, τὸ μυστικὸ τῆς ἀνθρωπίνης εὐτυχίας· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (ἔ.ἀ.). Ἂν κάποιος διψᾷ… Τί δίψα ἐννοεῖ; Τὴ φυσικὴ δίψα, τοῦ σώματος, ποὺ εὔκολα σβήνει σὲ μιὰ πηγή; Ὄχι αὐτήν. Ἐννοεῖ μιὰ ἄλλη δίψα· τὴ δίψα ποὺ αἰσθάνονται εὐγενεῖς ψυχές, τὴ δίψα τοῦ οὐρανοῦ· τὴ δίψα τῆς ἀλήθειας, τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης, τῆς λυτρώσεως ἀπὸ τὰ πάθη. Ποιός ἄνθρωπος δὲν ἀναστενάζει γιὰ τὰ δεσμὰ ποὺ τὸν σκλαβώνουν; Ὅποιος λοιπὸν αἰσθάνεται αὐτὴ τὴ δίψα, αὐτὸς ἂς ἔρχεται κοντά μου κ᾽ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω τὸ νερὸ τὸ ἀθάνατο, ποὺ θὰ ἱκανοποιῇ ὅλους τοὺς εὐγενεῖς πόθους τῆς ψυχῆς του.
Θὰ περίμενε κανείς, ὅλοι ὅσοι ἄκουγαν τὸ Χριστὸ νὰ πιστέψουν. Πίστεψαν; Ὄχι. Μόνο μιὰ μικρὴ μερίδα. Οἱ ἄλλοι ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ διετέθησαν δυσμενῶς ἀπέναντί του. Ἄλλοι ἐπέκριναν τὸ κήρυγμα ἢ ἀμφισβητοῦσαν τὴν προέλευσι τοῦ ὁμιλητοῦ. Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ φαρισαῖοι μάλιστα διέταξαν τοὺς ὑπηρέτες τους νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τοὺς τὸν φέρουν. Ἀλλὰ οἱ ὑπηρέτες, ποὺ πῆγαν καὶ ἄκουσαν τὸ Χριστό, ὅταν γύρισαν εἶπαν στ᾽ ἀφεντικά τους· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (ἔ.ἀ. 7,46).
Τί βλέπουμε λοιπὸν στὸ εὐαγγέλιο; Ἔγινε διχασμός· «σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾽ αὐτόν» (ἔ.ἀ. 7,43). Διαιρέθηκαν οἱ ἄνθρωποι σὲ δύο παρατάξεις· σ᾽ ἐκείνους ποὺ πίστεψαν καὶ σ᾽ ἐκείνους ποὺ δὲν πίστεψαν στὸ Χριστό.
Μίλησε; Προσέξατε τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Ὅλες οἱ λέξεις ἔχουν σημασία. Δὲν λέει «ὡμίλησε» ἁπλῶς. Τί λέει· «ἔκραξε» (Ἰωάν. 7,37). Τί θὰ πῇ «ἔκραξε»· φώναξε μὲ ὅλη τὴ δύναμί του. Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ μερικοί, ποὺ σκανδαλίζονται ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ ἱεροκῆρυξ ὑψώσῃ τὴ φωνή του. Ὅπως ἡ μάνα φωνάζει δυνατὰ ὅταν τὸ παιδί της κινδυνεύῃ· ὅπως ἡ ὄρνιθα ὅταν βλέπῃ τὸ γεράκι νὰ ὁρμᾷ ἐναντίον τῶν νεοσσῶν της βγάζει σπαρακτικὴ φωνή, ἔτσι καὶ ὁ ποιμὴν ποὺ πονεῖ τὸ ποίμνιό του κραυγάζει, φωνάζει. Ὄχι γιὰ μικρὰ πράγματα, ἀλλὰ γιὰ τὰ αἰώνια συμφέροντα τῶν ψυχῶν.
Καὶ τί ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς; Λόγια χρυσᾶ, τὸ μυστικὸ τῆς ἀνθρωπίνης εὐτυχίας· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (ἔ.ἀ.). Ἂν κάποιος διψᾷ… Τί δίψα ἐννοεῖ; Τὴ φυσικὴ δίψα, τοῦ σώματος, ποὺ εὔκολα σβήνει σὲ μιὰ πηγή; Ὄχι αὐτήν. Ἐννοεῖ μιὰ ἄλλη δίψα· τὴ δίψα ποὺ αἰσθάνονται εὐγενεῖς ψυχές, τὴ δίψα τοῦ οὐρανοῦ· τὴ δίψα τῆς ἀλήθειας, τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης, τῆς λυτρώσεως ἀπὸ τὰ πάθη. Ποιός ἄνθρωπος δὲν ἀναστενάζει γιὰ τὰ δεσμὰ ποὺ τὸν σκλαβώνουν; Ὅποιος λοιπὸν αἰσθάνεται αὐτὴ τὴ δίψα, αὐτὸς ἂς ἔρχεται κοντά μου κ᾽ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω τὸ νερὸ τὸ ἀθάνατο, ποὺ θὰ ἱκανοποιῇ ὅλους τοὺς εὐγενεῖς πόθους τῆς ψυχῆς του.
Θὰ περίμενε κανείς, ὅλοι ὅσοι ἄκουγαν τὸ Χριστὸ νὰ πιστέψουν. Πίστεψαν; Ὄχι. Μόνο μιὰ μικρὴ μερίδα. Οἱ ἄλλοι ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ διετέθησαν δυσμενῶς ἀπέναντί του. Ἄλλοι ἐπέκριναν τὸ κήρυγμα ἢ ἀμφισβητοῦσαν τὴν προέλευσι τοῦ ὁμιλητοῦ. Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ φαρισαῖοι μάλιστα διέταξαν τοὺς ὑπηρέτες τους νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τοὺς τὸν φέρουν. Ἀλλὰ οἱ ὑπηρέτες, ποὺ πῆγαν καὶ ἄκουσαν τὸ Χριστό, ὅταν γύρισαν εἶπαν στ᾽ ἀφεντικά τους· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (ἔ.ἀ. 7,46).
Τί βλέπουμε λοιπὸν στὸ εὐαγγέλιο; Ἔγινε διχασμός· «σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾽ αὐτόν» (ἔ.ἀ. 7,43). Διαιρέθηκαν οἱ ἄνθρωποι σὲ δύο παρατάξεις· σ᾽ ἐκείνους ποὺ πίστεψαν καὶ σ᾽ ἐκείνους ποὺ δὲν πίστεψαν στὸ Χριστό.
* * *
Αὐτὸ ποὺ συνέβη τότε, ἀγαπητοί μου, ἐπαναλαμβάνεται στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπάρχει πάντοτε διχασμός.
Καὶ αἰτία ποιός, ὁ Χριστός; Ὄχι. Τότε ποιός; Ἡ κακὴ προαίρεσι τῶν ἀνθρώπων. Ὅσοι ἔχουν καλὴ προαίρεσι, ἀκοῦνε τὸ Χριστὸ κ᾽ εὐχαριστοῦνται καὶ δοξάζουν τὸ Θεό· ὅσοι δὲν ἔχουν καλὴ προαίρεσι, οὔτε τὸν καταλαβαίνουν οὔτε θέλουν ν᾽ ἀκούσουν τὰ λόγια του.
Ξέρετε πῶς μοιάζουν αὐτοί; Σὰν ἐκείνους ποὺ ἔχουν ὀφθαλμίασι. Γιὰ ὅσους ἔχουν μάτια γερὰ δὲν ὑπάρχει πιὸ εὐχάριστο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου· γιὰ ᾽κείνους ὅμως ποὺ πάσχουν ἀπὸ ὀφθαλμίασι, τὸ φῶς τοὺς ἐνοχλεῖ καὶ κλείνονται σὲ σκοτεινοὺς θαλάμους. Ὅπως λοιπὸν σ᾽ αὐτοὺς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου εἶνε ἐνοχλητικό, ἔτσι γιὰ ᾽κείνους ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὰ διάφορα πάθη ἐνοχλητικὸ εἶνε τὸ φῶς τῆς ἀληθείας. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· Ἦρθε τὸ φῶς στὸν κόσμο, κ᾽ οἱ ἄνθρωποι μίσησαν τὸ φῶς, διότι ἦταν πονηρὰ τὰ ἔργα τους (βλ. Ἰωάν. 3,19). Ὑπάρχει ἑπομένως διχασμός, αἰτία ὅμως δὲν εἶνε ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἡ κακὴ διάθεσι τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ κήρυγμα διχάζει. Ὅπου δὲν ἀκούγεται λόγος Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι μένουν ἀνενόχλητοι· μπορεῖ νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, ἀλλ᾽ ὅπως μπαίνουν ἔτσι καὶ βγαίνουν. Ὅπου ὅμως ἀκούγεται κήρυγμα ζωντανό, ῥιζοσπαστικό, ἐλεγκτικὸ τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν, ἐλαττωμάτων καὶ κακιῶν, ἐκεῖ ὁ κόσμος ἀμέσως διχάζεται. Ἄλλοι δέχονται, ἄλλοι δὲν δέχονται· ἄλλοι εὐλογοῦν τὴν ὥρα ποὺ ἦρθε ὁ ἱεροκήρυκας, καὶ ἄλλοι τὴ βλαστημοῦν.
Βλέπετε τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου; «Σχίσμα», λέει, «ἐγένετο». Ὅπου κήρυγμα, ὅπου κατήχησις, ὅπου ἐξομολόγησις, ὅπου ζωντανὴ Ἐκκλησία, ἐκεῖ διαίρεσις. Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ κατηγορία γι᾽ αὐτήν. Στὸ νεκροταφεῖο ὑπάρχει ἡσυχία, ἄκρα ἡσυχία· ὅπου ὑπάρχει ζωή, πνευματικὴ ζωή, ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι διχάζονται.
Ἐπὶ 20 αἰῶνες ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἡ παγκόσμιος ἱστορία, ὅπως εἶπε ἕνας φιλόσοφος, εἶνε ἱστορία δύο παρατάξεων· μία εἶνε οἱ πιστοί, καὶ ἡ ἄλλη οἱ ἄπιστοι. Ἡ μία λατρεύει, προσκυνεῖ εὐλογεῖ τὸ Χριστό, ἡ ἄλλη ἀσεβεῖ, βλασφημεῖ, πολεμεῖ τὸ Χριστό· ἡ μία εἶνε ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἄλλη εἶνε ὁ κόσμος. Καὶ ὅλη ἡ ἱστορία εἶνε μία σύγκρουσι μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας, μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους, μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ κόσμου, μεταξὺ Χριστοῦ καὶ σατανᾶ. «Ἡ ἀλήθεια εἶνε μαλώτρα» δὲ λέει ὁ λαός;
Ν᾽ ἀναφέρω κ᾽ ἕνα ἄλλο παράδειγμα; Γιὰ ὅλους τὸ μύρο – τὸ ἄρωμα εἶνε εὐχάριστο. Ἀλλ᾽ ἂν στάξῃ κανεὶς λίγο μύρο ἐκεῖ ποὺ φωλιάζουν οἱ γῦπες, τὰ ἀκάθαρτα ὄρνεα ποὺ τρῶνε πτώματα, οἱ γῦπες ψοφοῦν! Τὸ ἄρωμα, ποὺ ζωογονεῖ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τοὺς γῦπες εἶνε θάνατος. Ἔτσι καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ· εἶνε εὐάρεστη σὲ ὅσους ἔχουν ἀγαθὴ προαίρεσι, μὰ γιὰ τοὺς ἄλλους εἶνε ὅ,τι πιὸ μισητό.
Καὶ αἰτία ποιός, ὁ Χριστός; Ὄχι. Τότε ποιός; Ἡ κακὴ προαίρεσι τῶν ἀνθρώπων. Ὅσοι ἔχουν καλὴ προαίρεσι, ἀκοῦνε τὸ Χριστὸ κ᾽ εὐχαριστοῦνται καὶ δοξάζουν τὸ Θεό· ὅσοι δὲν ἔχουν καλὴ προαίρεσι, οὔτε τὸν καταλαβαίνουν οὔτε θέλουν ν᾽ ἀκούσουν τὰ λόγια του.
Ξέρετε πῶς μοιάζουν αὐτοί; Σὰν ἐκείνους ποὺ ἔχουν ὀφθαλμίασι. Γιὰ ὅσους ἔχουν μάτια γερὰ δὲν ὑπάρχει πιὸ εὐχάριστο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου· γιὰ ᾽κείνους ὅμως ποὺ πάσχουν ἀπὸ ὀφθαλμίασι, τὸ φῶς τοὺς ἐνοχλεῖ καὶ κλείνονται σὲ σκοτεινοὺς θαλάμους. Ὅπως λοιπὸν σ᾽ αὐτοὺς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου εἶνε ἐνοχλητικό, ἔτσι γιὰ ᾽κείνους ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὰ διάφορα πάθη ἐνοχλητικὸ εἶνε τὸ φῶς τῆς ἀληθείας. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· Ἦρθε τὸ φῶς στὸν κόσμο, κ᾽ οἱ ἄνθρωποι μίσησαν τὸ φῶς, διότι ἦταν πονηρὰ τὰ ἔργα τους (βλ. Ἰωάν. 3,19). Ὑπάρχει ἑπομένως διχασμός, αἰτία ὅμως δὲν εἶνε ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἡ κακὴ διάθεσι τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ κήρυγμα διχάζει. Ὅπου δὲν ἀκούγεται λόγος Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι μένουν ἀνενόχλητοι· μπορεῖ νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, ἀλλ᾽ ὅπως μπαίνουν ἔτσι καὶ βγαίνουν. Ὅπου ὅμως ἀκούγεται κήρυγμα ζωντανό, ῥιζοσπαστικό, ἐλεγκτικὸ τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν, ἐλαττωμάτων καὶ κακιῶν, ἐκεῖ ὁ κόσμος ἀμέσως διχάζεται. Ἄλλοι δέχονται, ἄλλοι δὲν δέχονται· ἄλλοι εὐλογοῦν τὴν ὥρα ποὺ ἦρθε ὁ ἱεροκήρυκας, καὶ ἄλλοι τὴ βλαστημοῦν.
Βλέπετε τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου; «Σχίσμα», λέει, «ἐγένετο». Ὅπου κήρυγμα, ὅπου κατήχησις, ὅπου ἐξομολόγησις, ὅπου ζωντανὴ Ἐκκλησία, ἐκεῖ διαίρεσις. Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ κατηγορία γι᾽ αὐτήν. Στὸ νεκροταφεῖο ὑπάρχει ἡσυχία, ἄκρα ἡσυχία· ὅπου ὑπάρχει ζωή, πνευματικὴ ζωή, ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι διχάζονται.
Ἐπὶ 20 αἰῶνες ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἡ παγκόσμιος ἱστορία, ὅπως εἶπε ἕνας φιλόσοφος, εἶνε ἱστορία δύο παρατάξεων· μία εἶνε οἱ πιστοί, καὶ ἡ ἄλλη οἱ ἄπιστοι. Ἡ μία λατρεύει, προσκυνεῖ εὐλογεῖ τὸ Χριστό, ἡ ἄλλη ἀσεβεῖ, βλασφημεῖ, πολεμεῖ τὸ Χριστό· ἡ μία εἶνε ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἄλλη εἶνε ὁ κόσμος. Καὶ ὅλη ἡ ἱστορία εἶνε μία σύγκρουσι μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας, μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους, μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ κόσμου, μεταξὺ Χριστοῦ καὶ σατανᾶ. «Ἡ ἀλήθεια εἶνε μαλώτρα» δὲ λέει ὁ λαός;
Ν᾽ ἀναφέρω κ᾽ ἕνα ἄλλο παράδειγμα; Γιὰ ὅλους τὸ μύρο – τὸ ἄρωμα εἶνε εὐχάριστο. Ἀλλ᾽ ἂν στάξῃ κανεὶς λίγο μύρο ἐκεῖ ποὺ φωλιάζουν οἱ γῦπες, τὰ ἀκάθαρτα ὄρνεα ποὺ τρῶνε πτώματα, οἱ γῦπες ψοφοῦν! Τὸ ἄρωμα, ποὺ ζωογονεῖ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τοὺς γῦπες εἶνε θάνατος. Ἔτσι καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ· εἶνε εὐάρεστη σὲ ὅσους ἔχουν ἀγαθὴ προαίρεσι, μὰ γιὰ τοὺς ἄλλους εἶνε ὅ,τι πιὸ μισητό.
* * *
Ὁ διχασμὸς παρατηρεῖται καὶ στὶς ἡμέρες μας. Ἡ τελικὴ νίκη ὅμως ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀναφέρω 2 παραδείγματα.
Σπεῖρα ὑλιστῶν καὶ ἀθέων στὴν ἁγία ῾Ρωσία τὸ 1917 εἶπαν· Θὰ διαλύσουμε τὴν Ἐκκλησία. Κ᾽ ἔβαλαν τὰ δυνατά τους. Τελικῶς τὴ διέλυσαν; Ὄχι. Ὁ διωγμός, ὄχι μόνο δὲν ἔβλαψε, ἀλλὰ καὶ θέρμανε τὴν πίστι τῶν ῾Ρώσων.
Καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἕνας ἄθεος ὑπουργὸς ἔλεγε· Τί εἶνε Ἐκκλησία; μιὰ σακκούλα ἀνοιχτή· ὅποτε θέλουμε βάζουμε τὸ χέρι καὶ παίρνουμε ὅ,τι μᾶς ἀρέσει. Ἦρθε ὅμως ὥρα ποὺ ἀπεδείχθη, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε ἔτσι. Στὴν Πάτρα, σὲ μία πρωτοφανῆ κοσμοσυρροὴ στὶς 3 Ἰουνίου 1987, ἐπάνω σὲ πανὼ ἔγραφαν· «Ζητοῦμε ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία», «Κάτω τὰ χέρια ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία», «Πατέρες, προχωρεῖτε· μὴ ὀπισθοχωρεῖτε»…
Ἀγαπητοί μου, τὰ σχέδια τῶν πολεμίων θ᾽ ἀποτύχουν. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε δένδρο ποὺ τὸ φύτευσε ὁ Θεὸς καὶ τὸ πότισαν μὲ τὸ αἷμα τους μυριάδες μάρτυρες. Δὲ μπορεῖ νὰ τὸ ξερριζώσῃ ποτέ κανείς! Ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ τὸ χτυποῦν, τὰ τσεκούρια τους θὰ σπάσουν, μὰ αὐτὸ θὰ αὐξάνῃ. Διότι κυβερνήτης τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστάς· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Σπεῖρα ὑλιστῶν καὶ ἀθέων στὴν ἁγία ῾Ρωσία τὸ 1917 εἶπαν· Θὰ διαλύσουμε τὴν Ἐκκλησία. Κ᾽ ἔβαλαν τὰ δυνατά τους. Τελικῶς τὴ διέλυσαν; Ὄχι. Ὁ διωγμός, ὄχι μόνο δὲν ἔβλαψε, ἀλλὰ καὶ θέρμανε τὴν πίστι τῶν ῾Ρώσων.
Καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἕνας ἄθεος ὑπουργὸς ἔλεγε· Τί εἶνε Ἐκκλησία; μιὰ σακκούλα ἀνοιχτή· ὅποτε θέλουμε βάζουμε τὸ χέρι καὶ παίρνουμε ὅ,τι μᾶς ἀρέσει. Ἦρθε ὅμως ὥρα ποὺ ἀπεδείχθη, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε ἔτσι. Στὴν Πάτρα, σὲ μία πρωτοφανῆ κοσμοσυρροὴ στὶς 3 Ἰουνίου 1987, ἐπάνω σὲ πανὼ ἔγραφαν· «Ζητοῦμε ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία», «Κάτω τὰ χέρια ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία», «Πατέρες, προχωρεῖτε· μὴ ὀπισθοχωρεῖτε»…
Ἀγαπητοί μου, τὰ σχέδια τῶν πολεμίων θ᾽ ἀποτύχουν. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε δένδρο ποὺ τὸ φύτευσε ὁ Θεὸς καὶ τὸ πότισαν μὲ τὸ αἷμα τους μυριάδες μάρτυρες. Δὲ μπορεῖ νὰ τὸ ξερριζώσῃ ποτέ κανείς! Ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ τὸ χτυποῦν, τὰ τσεκούρια τους θὰ σπάσουν, μὰ αὐτὸ θὰ αὐξάνῃ. Διότι κυβερνήτης τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστάς· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ;
Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτου.
«Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (Ἰω. 7,37)
• Ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας
Τὸ εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς ὁμιλεῖ ἐν ἀρχῇ διὰ κάποιαν ἑορτήν. Ποία εἶνε αὐτή; Εἶνε μία ἑβραϊκὴ ἑορτή.
Οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν ἑορτάς, ὅπως ἔχουν ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ λαοί. Ἡ κυριωτέρα ἑορτὴ τῶν Ἑβραίων, τακτική, ἑβδομαδιαία, εἶνε τὸ Σάββατον, τὸ ὁποῖον εἶνε ἡμέρα ἀναπαύσεως. «Ἕξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10). Τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου οἱ Ἑβραῖοι τηροῦν μέχρι σήμερον αὐστηρότατα. Κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν οὐδείς ἐργάζεται. Ὅλοι πηγαίνουν εἰς τὰς θρησκευτικάς των συνάξεις, ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου. Ἐὰν ἐπισκεφθῆτε τὰ Ἰεροσόλυμα τὴν πρωτεύουσαν τοῦ Ἰσραήλ, θὰ ἰδῆτε ὅτι τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἰς τοὺς δρόμους δὲν κυκλοφοροῦν αὐτοκίνητα, ἐκτὸς μόνον τῶν αὐτοκινήτων τοῦ ἰατροῦ καὶ τῆς ἀστυνομίας.
Ἐδῶ εἰς τὴν πατρίδα μας ἀντίστοιχος ἡμέρα εἶνε ἡ Κυριακή. Καὶ ὅμως κατὰ τὴν Κυριακὴν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ δὲν τηροῦμεν τὴν ἀργίαν. Οἱ δρόμοι εἶνε γεμᾶτοι ἀπὸ αὐτοκίνητα. Συνωστισμὸς παρατηρεῖται ἐν ἡμέρᾳ ἀναπαύσεως, λατρείας καὶ δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἔγινεν ἡμέρα ἐκδρομῶν, ἡμέρα διασκεδάσεων, ἡμέρα μέθης, ἡμέρα ὀργίων καὶ ἐγκλημάτων… Οἱ Ἑβραῖοι, συνεπῶς, μᾶς διδάσκουν μὲ τὰς ἑορτάς των πῶς θὰ ἔπρεπε νὰ ἑορτάζωμεν ἡμεῖς τὰς χριστιανικὰς ἑορτάς.
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς τοῦ Σαββάτου οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν καὶ ἄλλας ἑορτάς. Μία δὲ ἀπὸ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ Ἑβραϊκοῦ ἔθνους, ἡ ὁποία τελεῖται καὶ μέχρι σήμερον, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας. Αὐτὴ δὲ εἶνε ἡ ἑορτὴ διὰ τὴν ὁποίαν ὁμιλεῖ ἐν ἀρχῇ τὸ εὐαγγέλιον τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς.
Ποία ἦτο ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας; Ὅπως ὅλοι γνωρίζομεν ἀπὸ τὸ δημοτικὸν σχολεῖον, οἱ Ἑβραῖοι ὑπεδουλώθησαν ἐπὶ τετρακόσια ἔτη εἰς τὴν τυραννίαν τῶν φαραὼ τῆς Αἰγύπτου. Ἀλλ᾿ ἐπὶ τέλους ὁ Θεὸς τοὺς ἠλέησε καὶ ὁ λαός των ἠλευθερώθη διὰ τοῦ προφήτου Μωυσέως, ἐπέστρεψαν δὲ εἰς τὴν γῆν τὴν «ῥέουσαν μέλι καὶ γάλα» (ἔ.ἀ. 3,8,17 κ.ἀ.
Οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν ἑορτάς, ὅπως ἔχουν ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ λαοί. Ἡ κυριωτέρα ἑορτὴ τῶν Ἑβραίων, τακτική, ἑβδομαδιαία, εἶνε τὸ Σάββατον, τὸ ὁποῖον εἶνε ἡμέρα ἀναπαύσεως. «Ἕξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10). Τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου οἱ Ἑβραῖοι τηροῦν μέχρι σήμερον αὐστηρότατα. Κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν οὐδείς ἐργάζεται. Ὅλοι πηγαίνουν εἰς τὰς θρησκευτικάς των συνάξεις, ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου. Ἐὰν ἐπισκεφθῆτε τὰ Ἰεροσόλυμα τὴν πρωτεύουσαν τοῦ Ἰσραήλ, θὰ ἰδῆτε ὅτι τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἰς τοὺς δρόμους δὲν κυκλοφοροῦν αὐτοκίνητα, ἐκτὸς μόνον τῶν αὐτοκινήτων τοῦ ἰατροῦ καὶ τῆς ἀστυνομίας.
Ἐδῶ εἰς τὴν πατρίδα μας ἀντίστοιχος ἡμέρα εἶνε ἡ Κυριακή. Καὶ ὅμως κατὰ τὴν Κυριακὴν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ δὲν τηροῦμεν τὴν ἀργίαν. Οἱ δρόμοι εἶνε γεμᾶτοι ἀπὸ αὐτοκίνητα. Συνωστισμὸς παρατηρεῖται ἐν ἡμέρᾳ ἀναπαύσεως, λατρείας καὶ δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἔγινεν ἡμέρα ἐκδρομῶν, ἡμέρα διασκεδάσεων, ἡμέρα μέθης, ἡμέρα ὀργίων καὶ ἐγκλημάτων… Οἱ Ἑβραῖοι, συνεπῶς, μᾶς διδάσκουν μὲ τὰς ἑορτάς των πῶς θὰ ἔπρεπε νὰ ἑορτάζωμεν ἡμεῖς τὰς χριστιανικὰς ἑορτάς.
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς τοῦ Σαββάτου οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν καὶ ἄλλας ἑορτάς. Μία δὲ ἀπὸ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ Ἑβραϊκοῦ ἔθνους, ἡ ὁποία τελεῖται καὶ μέχρι σήμερον, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας. Αὐτὴ δὲ εἶνε ἡ ἑορτὴ διὰ τὴν ὁποίαν ὁμιλεῖ ἐν ἀρχῇ τὸ εὐαγγέλιον τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς.
Ποία ἦτο ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας; Ὅπως ὅλοι γνωρίζομεν ἀπὸ τὸ δημοτικὸν σχολεῖον, οἱ Ἑβραῖοι ὑπεδουλώθησαν ἐπὶ τετρακόσια ἔτη εἰς τὴν τυραννίαν τῶν φαραὼ τῆς Αἰγύπτου. Ἀλλ᾿ ἐπὶ τέλους ὁ Θεὸς τοὺς ἠλέησε καὶ ὁ λαός των ἠλευθερώθη διὰ τοῦ προφήτου Μωυσέως, ἐπέστρεψαν δὲ εἰς τὴν γῆν τὴν «ῥέουσαν μέλι καὶ γάλα» (ἔ.ἀ. 3,8,17 κ.ἀ.
Ἕως ὅτου ὅμως ἐπιστρέψουν, διὰ τὰς ἁμαρτίας των περιεπλανήθησαν τεσσαράκοντα ἔτη εἰς τὴν ἔρημον. Κατὰ τὴν διάρκειαν δὲ τῆς περιπλανήσεως αὐτῆς δὲν εἶχον βεβαίως μονίμους ἐγκαταστάσεις, ἀλλ᾿ ὡς στρατιῶται ἔμενον κάτω ἀπὸ σκηνάς. Ἐπὶ σαράντα χρόνια δὲν ἔκτισαν σπίτι οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλ᾿ ἔζησαν σκηνῖται.
Τοῦτο λοιπὸν τὸ γεγονὸς τῆς ἱστορίας των ἐνθυμοῦνται κατ᾿ ἔτος οἱ Ἑβραῖοι μὲ τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας, ποὺ διαρκεῖ ὀκτὼ ἡμέρας. Ἡ ἐπισημοτέρα ἡμέρα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς εἶνε ἡ τελευταία, ἡ ὀγδόη ἡμέρα. Κατ᾿ αὐτὴν ὁ ἀρχιερεύς, ἐνδεδυμένος τὰ ἄμφιά του μεταβαίνει εἰς τὴν περίφημον πηγὴν τοῦ Σιλωὰμ καὶ μὲ χρυσοῦν δοχεῖον παίρνει νερὸ ἀπὸ τὴν πηγήν, μὲ τὸ ὁποῖον ῥαντίζει κατόπιν τὸ θυσιαστήριον καὶ τὸν ναόν, ἐνῷ αἱ σάλπιγγες σαλπίζουν νικητήρια σαλπίσματα καὶ ὁ λαὸς ψάλλει τὸ ἀλληλούϊα.
Τοῦτο λοιπὸν τὸ γεγονὸς τῆς ἱστορίας των ἐνθυμοῦνται κατ᾿ ἔτος οἱ Ἑβραῖοι μὲ τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας, ποὺ διαρκεῖ ὀκτὼ ἡμέρας. Ἡ ἐπισημοτέρα ἡμέρα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς εἶνε ἡ τελευταία, ἡ ὀγδόη ἡμέρα. Κατ᾿ αὐτὴν ὁ ἀρχιερεύς, ἐνδεδυμένος τὰ ἄμφιά του μεταβαίνει εἰς τὴν περίφημον πηγὴν τοῦ Σιλωὰμ καὶ μὲ χρυσοῦν δοχεῖον παίρνει νερὸ ἀπὸ τὴν πηγήν, μὲ τὸ ὁποῖον ῥαντίζει κατόπιν τὸ θυσιαστήριον καὶ τὸν ναόν, ἐνῷ αἱ σάλπιγγες σαλπίζουν νικητήρια σαλπίσματα καὶ ὁ λαὸς ψάλλει τὸ ἀλληλούϊα.
• Ἡ δίψα τοῦ ὕδατος
Αὐτὴν δὲ ἀκριβῶς τὴν ὥραν, ποὺ ὁ ἀρχιερεὺς ἐῥῤάντιζε μὲ τὸ χρυσοῦν δοχεῖον τὸ θυσιαστήριον, ὁ Χριστὸς «ἔκραξε», δηλαδὴ ἐφώναξε μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του (Ἰω. 7,37).
Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ ὡρισμένοι, οἱ ὁποῖοι δυσανασχετοῦν ὅταν ὁ κῆρυξ τοῦ εὐαγγελίου ὑψώνῃ ἐνίοτε τὴν φωνήν. Ὁ Κύριος «ἔκραξε», καὶ ἡμεῖς εἶνε ἀνάγκη πολλὰς φορὰς νὰ κράζωμεν. Εἴδατε τὴν ὄρνιθα; Μὲ ἠπίαν φωνὴν καλεῖ πλησίον τοὺς νεοσσούς της. Ἀλλ᾿ ὅταν ἰδῇ νὰ ὑπερίπταται τὸ γεράκι καὶ τὰ μικρά της νὰ κινδυνεύουν, τότε κράζει, φωνάζει μὲ ὅλην τὴν δύναμίν της. Ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία· διὰ τῶν ποιμένων της, ἐπισκόπων καὶ κηρύκων, κραυγάζει ὡς ἡ ὄρνις, ὅταν βλέπῃ κίνδυνον νὰ ἀπειλῇ τὰς ψυχάς. Κραυγάζει, διὰ νὰ ἐξυπνήσουν καὶ οἱ πλέον ῥάθυμοι καὶ ἀμέριμνοι.
Ἔκραξε, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς. Καὶ τί εἶπεν; Εἶπε λόγια ἀθάνατα· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (ἔ.ἀ.). Ἁπλᾶ εἶνε τὰ λόγια αὐτά· Ὅποιος διψᾷ, νὰ ἔρχεται εἰς ἐμένα καὶ νὰ πίνῃ νερό. Τί ἆραγε νὰ σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ἂς ἴδωμεν κάπως ἀναλυτικώτερον τὴν διδασκαλίαν αὐτὴν τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ ὡρισμένοι, οἱ ὁποῖοι δυσανασχετοῦν ὅταν ὁ κῆρυξ τοῦ εὐαγγελίου ὑψώνῃ ἐνίοτε τὴν φωνήν. Ὁ Κύριος «ἔκραξε», καὶ ἡμεῖς εἶνε ἀνάγκη πολλὰς φορὰς νὰ κράζωμεν. Εἴδατε τὴν ὄρνιθα; Μὲ ἠπίαν φωνὴν καλεῖ πλησίον τοὺς νεοσσούς της. Ἀλλ᾿ ὅταν ἰδῇ νὰ ὑπερίπταται τὸ γεράκι καὶ τὰ μικρά της νὰ κινδυνεύουν, τότε κράζει, φωνάζει μὲ ὅλην τὴν δύναμίν της. Ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία· διὰ τῶν ποιμένων της, ἐπισκόπων καὶ κηρύκων, κραυγάζει ὡς ἡ ὄρνις, ὅταν βλέπῃ κίνδυνον νὰ ἀπειλῇ τὰς ψυχάς. Κραυγάζει, διὰ νὰ ἐξυπνήσουν καὶ οἱ πλέον ῥάθυμοι καὶ ἀμέριμνοι.
Ἔκραξε, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς. Καὶ τί εἶπεν; Εἶπε λόγια ἀθάνατα· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (ἔ.ἀ.). Ἁπλᾶ εἶνε τὰ λόγια αὐτά· Ὅποιος διψᾷ, νὰ ἔρχεται εἰς ἐμένα καὶ νὰ πίνῃ νερό. Τί ἆραγε νὰ σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ἂς ἴδωμεν κάπως ἀναλυτικώτερον τὴν διδασκαλίαν αὐτὴν τοῦ Χριστοῦ μας.
* * *
Ὁ Χριστὸς παίρνει ἀφορμὴν ἀπὸ τὸ νερό, μὲ τὸ ὁποῖον γίνεται ὁ ῥαντισμός. Τί εἶνε τὸ νερό; Δωρεὰ μεγάλη τοῦ Θεοῦ, στοιχεῖον ἀπαραίτητον, ἐκ τῶν ἀναγκαιοτέρων διὰ τὴν ἀνθρωπίνην ζωήν. Ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς Σελήνης δὲν ὑπάρχει οὐδὲ σταγὼν ὕδατος. Ξηρασία ἐκεῖ, ὅπως εἰς τὴν Σαχάραν. Οἱ ἀστροναῦται δὲν ἔβλεπον τὴν ὥραν, πότε νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν γῆν. Εἰς τὴν γῆν ἄφθονον τὸ νερό. Ἐν τούτοις πόσον ἀχάριστοι εἴμεθα! Τὸ μικρὸ πουλὶ πίνει νερὸ εἰς τὸ ῥυάκι καὶ κατόπιν ὑψώνει τὴν κεφαλὴν μὲ εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Θεόν. Πρέπει νὰ ἔλθῃ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ στειρεύσουν οἱ ποταμοὶ καὶ αἱ λίμναι, διὰ νὰ ἐκτιμήσῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ δῶρον τοῦτο τοῦ Θεοῦ, τὸ τόσον ἀπαραίτητον δι᾿ αὐτόν. Καὶ εἶνε ἀπολύτως ἀπαραίτητον στοιχεῖον διὰ τὸν ἄνθρωπον τὸ νερό, διότι χωρὶς ψωμὶ ἠμπορεῖς νὰ ζήσῃς ἐπὶ ἀρκετὰς ἡμέρας, ἐνῷ χωρὶς νερὸ δὲν ἠμπορεῖς. Καὶ οἱ μεγαλύτεροι ἀσκηταὶ πίνουν νερό.
Τὸ νερό, ἀκόμη, πλύνει καὶ καθαρίζει. Τὸ νερὸ ποτίζει τὴν γῆν· καὶ ἀλλοῦ μὲν τὸ νερὸ γίνεται τριαντάφυλλον, ἀλλοῦ γίνεται κρίνον, ἀλλοῦ γίνεται βασιλικός, ἀλλοῦ γίνεται δένδρον πελώριον, καὶ ἀλλοῦ γίνεται στάχυς καὶ κάνει τὰς πεδιάδας νὰ κυματίζουν εἰς τὴν πνοὴν τοῦ ἀνέμου.
Τὸ νερό, ἀκόμη, πλύνει καὶ καθαρίζει. Τὸ νερὸ ποτίζει τὴν γῆν· καὶ ἀλλοῦ μὲν τὸ νερὸ γίνεται τριαντάφυλλον, ἀλλοῦ γίνεται κρίνον, ἀλλοῦ γίνεται βασιλικός, ἀλλοῦ γίνεται δένδρον πελώριον, καὶ ἀλλοῦ γίνεται στάχυς καὶ κάνει τὰς πεδιάδας νὰ κυματίζουν εἰς τὴν πνοὴν τοῦ ἀνέμου.
• Ὁ πόθος τῆς εὐτυχίας
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ φυσικὸν καὶ ὑλικὸν αὐτὸ νερὸ ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο νερό, νοητὸν καὶ ὑπερφυσικόν, τὸ ὁποῖον ὀλίγοι γνωρίζουν. Τὸ φυσικὸν νερὸ καὶ τὰς ἰδιότητάς του γνωρίζουν ὅλοι ἀνεξαιρέτως, τὸ νοητὸν ὅμως καὶ ὑπερφυσικὸν νερὸ εἰς τοὺς χιλίους ἕνας γνωρίζει. Ποῖον εἶνε τὸ νερὸ αὐτὸ καὶ τί ἰδιότητας ἔχει;
Διψᾷ ὁ ἄνθρωπος, διψᾷ τὸ σῶμα, τὸ στόμα, ἡ γλῶσσα του. Ἀλλὰ περισσότερον ἀπὸ τὸ σῶμα διψᾷ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τί διψᾷ ἡ ψυχή; Ἕνα πόθον ἔχει εἰς τὰ βάθη του ὁ ἄνθρωπος, πᾶς ἄνθρωπος. Εἴτε κατοικεῖ εἰς τὸν Βόρειον Πόλον ἢ εἰς τὸν Νότιον Πόλον ἢ εἰς τὴν Κίναν καὶ τὴν Ἰαπωνίαν ἤ εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ τὴν Ἀμερικήν, εἴτε εἶνε λευκὸς ἢ μαῦρος ἢ κίτρινος ἢ οἱουδήποτε χρώματος, εἴτε ζῇ εἰς οἰανδήποτε ἐποχήν, εἴτε εὑρίσκεται εἰς οἱανδήποτε κατάστασιν ὁ ἄνθρωπος, ἕνα πόθον ἔχει ἡ καρδία του· ζητεῖ τὴν εὐτυχίαν, κυνηγᾷ τὴν εὐτυχίαν, διψᾷ τὴν εὐτυχίαν.
Καὶ ὡς πρὸς μὲν τὸ ἀντικείμενον ποὺ διψοῦν, δηλαδὴ τὴν εὐτυχίαν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι συμφωνοῦν. Ὡς πρὸς τὸ μέσον ὅμως, ποῖον δηλαδὴ εἶνε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον κάνει τὸν ἄνθρωπον εὐτυχῆ, ἐδῶ διαφωνοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἄλλοι φωνάζουν ὅτι εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔχει χρήματα· ὅποιος ἔχει λεπτά, λέγουν, κάνει ὅ,τι θέλει. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ κατώρθωσε ν᾿ ἀνέλθῃ εἰς ὑψηλὰ καὶ μεγάλα ἀξιώματα καὶ τιμᾶται καὶ δοξάζεται. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κυλίεται εἰς τὰς ἡδονὰς καὶ διασκεδάσεις. Ἄλλοι δὲ διατείνονται ὅτι τὴν εὐτυχίαν ἐξασφαλίζει ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐπιστήμη, καὶ ἄλλοι ἄλλα. Τί ἔχομεν νὰ ἀπαντήσωμεν;
Διψᾷ ὁ ἄνθρωπος, διψᾷ τὸ σῶμα, τὸ στόμα, ἡ γλῶσσα του. Ἀλλὰ περισσότερον ἀπὸ τὸ σῶμα διψᾷ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τί διψᾷ ἡ ψυχή; Ἕνα πόθον ἔχει εἰς τὰ βάθη του ὁ ἄνθρωπος, πᾶς ἄνθρωπος. Εἴτε κατοικεῖ εἰς τὸν Βόρειον Πόλον ἢ εἰς τὸν Νότιον Πόλον ἢ εἰς τὴν Κίναν καὶ τὴν Ἰαπωνίαν ἤ εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ τὴν Ἀμερικήν, εἴτε εἶνε λευκὸς ἢ μαῦρος ἢ κίτρινος ἢ οἱουδήποτε χρώματος, εἴτε ζῇ εἰς οἰανδήποτε ἐποχήν, εἴτε εὑρίσκεται εἰς οἱανδήποτε κατάστασιν ὁ ἄνθρωπος, ἕνα πόθον ἔχει ἡ καρδία του· ζητεῖ τὴν εὐτυχίαν, κυνηγᾷ τὴν εὐτυχίαν, διψᾷ τὴν εὐτυχίαν.
Καὶ ὡς πρὸς μὲν τὸ ἀντικείμενον ποὺ διψοῦν, δηλαδὴ τὴν εὐτυχίαν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι συμφωνοῦν. Ὡς πρὸς τὸ μέσον ὅμως, ποῖον δηλαδὴ εἶνε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον κάνει τὸν ἄνθρωπον εὐτυχῆ, ἐδῶ διαφωνοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἄλλοι φωνάζουν ὅτι εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔχει χρήματα· ὅποιος ἔχει λεπτά, λέγουν, κάνει ὅ,τι θέλει. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ κατώρθωσε ν᾿ ἀνέλθῃ εἰς ὑψηλὰ καὶ μεγάλα ἀξιώματα καὶ τιμᾶται καὶ δοξάζεται. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κυλίεται εἰς τὰς ἡδονὰς καὶ διασκεδάσεις. Ἄλλοι δὲ διατείνονται ὅτι τὴν εὐτυχίαν ἐξασφαλίζει ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐπιστήμη, καὶ ἄλλοι ἄλλα. Τί ἔχομεν νὰ ἀπαντήσωμεν;
• Ἀνικανοποίητος δίψα
Δὲν περιφρονοῦμεν ὡρισμένα πράγματα, τὰ ὁποῖα ὁ κόσμος ἐκτιμᾷ. Ὡς πρὸς τὸ χρῆμα ἐν πρώτοις, ποὺ σήμερον ἑλκύει ὡς μαγνήτης τὰς καρδίας μικρῶν καὶ μεγάλων, οὐδεὶς ἀσφαλῶς ἀρνεῖται ὅτι εἶνε τοῦτο χρήσιμον διὰ τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλ᾿ ἔρχονται καὶ περιπτώσεις, κατὰ τὰς ὁποίας ὁ πλοῦτος ἀποδεικνύεται τελείως ἀνίσχυρος. Ἀποθνῄσκει λ.χ. ἡ μητέρα ἢ ὁ πατέρας. Κλαίει ὁ πτωχός, κλαίει καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ ἑκατομμυριοῦχος. Ποία ἡ διαφορὰ μεταξὺ πτωχοῦ καὶ πλουσίου πρὸ τοῦ θανάτου; Μόνον ὅτι ὁ μὲν πτωχὸς δὲν ἔχει μανδήλι νὰ σφογγίσῃ τὰ δάκρυά του, ἐνῷ ὁ πλούσιος σφογγίζει τὰ δάκρυά του μὲ ἕνα μανδήλι μεταξωτό. Ἀλλ᾿ εἴτε τὰ δάκρυα πίπτουν εἰς τὴν γῆν εἴτε σφογγίζονται μὲ μεταξωτὸν μανδήλι, εἶνε ἐξ ἴσου πικρά, καὶ ἑπομένως τὸ χρῆμα δὲν προσφέρει ἐν προκειμένῳ καμμίαν βοήθειαν. Πέρα τούτου τὸ χρῆμα αὐξάνει διαρκῶς τὴν δίψαν τοῦ ἀνθρώπου δι᾿ ἀπόκτησιν ὁλονὲν καὶ περισσοτέρου πλούτου καὶ τὸν καθιστᾷ ἀνικανοποίητον. Εἶνε ὡσὰν νὰ προσπαθῇς νὰ σβήσῃς τὴν δίψαν μὲ θαλασσινὸν νερό. Ὅπως ὅταν πίῃς νερὸ ἀπὸ τὴν θάλασσαν διψᾷς ἀκόμη περισσότερον, ἔτσι ὅποιος ζητεῖ νὰ σβήσῃ τὴν δίψαν τῆς εὐτυχίας εἰς τὰ πλούτη δὲν ἱκανοποιεῖται ποτέ ἀλλ᾿ αἰσθάνεται δυστυχής. Διὰ τοῦτο καὶ τὸ μεγαλύτερον ποσοστὸν αὐτοκτονιῶν, κατὰ τὰ πορίσματα τῆς στατιστικῆς, παρατηρεῖται εἰς τὰς πλουσιωτέρας χώρας· οἱ περισσότεροι ἐξ ἐκείνων ποὺ αὐτοκτονοῦν εἶνε ὄχι πτωχοὶ ἀλλὰ πλούσιοι.
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν πραγματικὴ εὐτυχία εἰς τὰ πλούτη. Ἀλλ᾿ οὔτε εἰς τὴν δόξαν καὶ τὰ ἀξιώματα ὑπάρχει ἡ εὐτυχία. Διότι οἱ θρόνοι ἔχουν ἀκάνθας ποὺ τρυποῦν, καὶ ὅσον ὑψηλότερον ἀνέρχεται ὁ ἄνθρωπος τόσον περισσότερον ὑποφέρει εἰς τὸν κόσμον τοῦτον.
Ὡς πρὸς δὲ τὰς ἡδονὰς τοῦτο μόνον λέγομεν. Ἐὰν ἐπισκεφθῇς τὰς κλινικάς, τὰ νοσοκομεῖα, τὰ φρενοκομεῖα καὶ τὰ ἄσυλα ἀνιάτων, θὰ ἰδῇς ἐκεῖ ἀνθρώπους εἰς τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας των νὰ εἶνε τώρα κατάκοιτοι ἢ καὶ παράλυτοι, νὰ ὑποφέρουν καὶ νὰ βογγοῦν, προσβεβλημένοι ἀπὸ ποικίλας ἀσθενείας, ἡ δὲ αἰτία πλείστων ἐκ τῶν ἀσθενειῶν αὐτῶν εἶνε ἡ ἄτακτος καὶ τρυφηλὴ ζωή, οἱ αἰσχροὶ ἔρωτες καὶ αἱ ἄνομοι ἡδοναί, ποὺ κατέστρεψαν τὴν ὑγείαν των.
Οὔτε λοιπὸν εἰς τὰ πλούτη, οὔτε εἰς τὴν ματαίαν δόξαν, οὔτε εἰς τὰς ἡδονὰς καὶ διασκεδάσεις εὑρίσκεται ἡ εὐτυχία. Καὶ Κροῖσος ὡς πρὸς τὰ πλούτη, καὶ Μ. Ἀλέξανδρος ὡς πρὸς τὴν δόξαν, καὶ Σαρδανάπαλος ὡς πρὸς τὰς ἡδονὰς ἐὰν γίνῃ κανείς, δὲν θὰ αἰσθανθῇ εὐτυχίαν πραγματικήν. Ἀλλὰ καὶ Σωκράτης καὶ Ἀϊνστάϊν ὡς πρὸς τὴν σοφίαν καὶ τὴν γνῶσιν ἐὰν φθάσῃ νὰ γίνῃ, καὶ ἐὰν ἀνέλθῃ εἰς αὐτὰς τὰς κορυφὰς τῆς ἀνθρωπίνης ἐπιστήμης, καὶ πάλιν δὲν θὰ ἔχῃ κατακτήσει τὴν εὐτυχίαν. Διότι τὸ πεδίον τῆς ἀνθρωπίνης γνώσεως εἶνε περιωρισμένον καὶ ὅσον καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος προχωρήσῃ εἰς τὴν σοφίαν καὶ ὅσον καὶ ἂν προοδεύσῃ εἰς τὴν ἐπιστήμην, πάντοτε θὰ μένῃ ἀνεξερεύνητος χῶρος καὶ πάντοτε τὰ ὅσα γνωρίζει θὰ εἶνε σταγὼν ἐνώπιον τοῦ ὠκεανοῦ ἐκείνων ποὺ ἀγνοεῖ. Ἡ δίψα τῆς σοφίας εἶνε ἀκόρεστος, διὰ τοῦτο καὶ ἡ ἐκ τῆς γνώσεως εὐτυχία εἶνε ἀπραγματοποίητος.
Ἐὰν τώρα ἐρευνήσωμεν νὰ εὕρωμεν ἕνα ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος νὰ συνεκέντρωσεν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν καὶ ἡδονὰς καὶ σοφίαν, τί λέγετε, αὐτὸς τοὐλάχιστον ᾐσθάνθη ἆραγε εὐτυχής; Ὑπῆρξε δὲ πράγματι πρόσωπον, τὸ ὁποῖον συνεκέντρωσεν ὅλας αὐτὰς τὰς προϋποθέσεις. Ποῖος εἶνε αὐτός; Εἶνε ὁ Σολομῶν, πρόσωπον μοναδικὸν εἰς τὴν ἱστορίαν. Καὶ πλούσιος ἦτο, καὶ ἔνδοξος ἦτο, καὶ φιλήδονος ἦτο, καὶ σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἦτο. Τὸ δὲ συμπέρασμα ποῖον; Τί θὰ ἀπήντα, ἐὰν κάποιος τὸν ἠρώτα νὰ εἴπῃ τί ἀπεκόμισεν ἐξ ὅλων ὅσων ἐδοκίμασε; Τὸ ἔγραψεν ὁ ἴδιος· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2).
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν πραγματικὴ εὐτυχία εἰς τὰ πλούτη. Ἀλλ᾿ οὔτε εἰς τὴν δόξαν καὶ τὰ ἀξιώματα ὑπάρχει ἡ εὐτυχία. Διότι οἱ θρόνοι ἔχουν ἀκάνθας ποὺ τρυποῦν, καὶ ὅσον ὑψηλότερον ἀνέρχεται ὁ ἄνθρωπος τόσον περισσότερον ὑποφέρει εἰς τὸν κόσμον τοῦτον.
Ὡς πρὸς δὲ τὰς ἡδονὰς τοῦτο μόνον λέγομεν. Ἐὰν ἐπισκεφθῇς τὰς κλινικάς, τὰ νοσοκομεῖα, τὰ φρενοκομεῖα καὶ τὰ ἄσυλα ἀνιάτων, θὰ ἰδῇς ἐκεῖ ἀνθρώπους εἰς τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας των νὰ εἶνε τώρα κατάκοιτοι ἢ καὶ παράλυτοι, νὰ ὑποφέρουν καὶ νὰ βογγοῦν, προσβεβλημένοι ἀπὸ ποικίλας ἀσθενείας, ἡ δὲ αἰτία πλείστων ἐκ τῶν ἀσθενειῶν αὐτῶν εἶνε ἡ ἄτακτος καὶ τρυφηλὴ ζωή, οἱ αἰσχροὶ ἔρωτες καὶ αἱ ἄνομοι ἡδοναί, ποὺ κατέστρεψαν τὴν ὑγείαν των.
Οὔτε λοιπὸν εἰς τὰ πλούτη, οὔτε εἰς τὴν ματαίαν δόξαν, οὔτε εἰς τὰς ἡδονὰς καὶ διασκεδάσεις εὑρίσκεται ἡ εὐτυχία. Καὶ Κροῖσος ὡς πρὸς τὰ πλούτη, καὶ Μ. Ἀλέξανδρος ὡς πρὸς τὴν δόξαν, καὶ Σαρδανάπαλος ὡς πρὸς τὰς ἡδονὰς ἐὰν γίνῃ κανείς, δὲν θὰ αἰσθανθῇ εὐτυχίαν πραγματικήν. Ἀλλὰ καὶ Σωκράτης καὶ Ἀϊνστάϊν ὡς πρὸς τὴν σοφίαν καὶ τὴν γνῶσιν ἐὰν φθάσῃ νὰ γίνῃ, καὶ ἐὰν ἀνέλθῃ εἰς αὐτὰς τὰς κορυφὰς τῆς ἀνθρωπίνης ἐπιστήμης, καὶ πάλιν δὲν θὰ ἔχῃ κατακτήσει τὴν εὐτυχίαν. Διότι τὸ πεδίον τῆς ἀνθρωπίνης γνώσεως εἶνε περιωρισμένον καὶ ὅσον καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος προχωρήσῃ εἰς τὴν σοφίαν καὶ ὅσον καὶ ἂν προοδεύσῃ εἰς τὴν ἐπιστήμην, πάντοτε θὰ μένῃ ἀνεξερεύνητος χῶρος καὶ πάντοτε τὰ ὅσα γνωρίζει θὰ εἶνε σταγὼν ἐνώπιον τοῦ ὠκεανοῦ ἐκείνων ποὺ ἀγνοεῖ. Ἡ δίψα τῆς σοφίας εἶνε ἀκόρεστος, διὰ τοῦτο καὶ ἡ ἐκ τῆς γνώσεως εὐτυχία εἶνε ἀπραγματοποίητος.
Ἐὰν τώρα ἐρευνήσωμεν νὰ εὕρωμεν ἕνα ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος νὰ συνεκέντρωσεν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν καὶ ἡδονὰς καὶ σοφίαν, τί λέγετε, αὐτὸς τοὐλάχιστον ᾐσθάνθη ἆραγε εὐτυχής; Ὑπῆρξε δὲ πράγματι πρόσωπον, τὸ ὁποῖον συνεκέντρωσεν ὅλας αὐτὰς τὰς προϋποθέσεις. Ποῖος εἶνε αὐτός; Εἶνε ὁ Σολομῶν, πρόσωπον μοναδικὸν εἰς τὴν ἱστορίαν. Καὶ πλούσιος ἦτο, καὶ ἔνδοξος ἦτο, καὶ φιλήδονος ἦτο, καὶ σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἦτο. Τὸ δὲ συμπέρασμα ποῖον; Τί θὰ ἀπήντα, ἐὰν κάποιος τὸν ἠρώτα νὰ εἴπῃ τί ἀπεκόμισεν ἐξ ὅλων ὅσων ἐδοκίμασε; Τὸ ἔγραψεν ὁ ἴδιος· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2).
• Ἀστείρευτος πηγὴ ὁ Χριστὸς
Εὐτυχία, λοιπόν, δὲν ὑπάρχει ἐκεῖ ὅπου τὴν ζητοῦμεν. Ποῦ τότε ὑπάρχει εὐτυχία; Εἶνε καταδικασμένος ὁ ἄνθρωπος αἰωνίως νὰ διψᾷ τὴν εὐτυχίαν; Θὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὸν Τάνταλον, τὸν ἥρωα τῆς ἀρχαίας μυθολογίας, ὁ ὁποῖος, ἐνῷ ἦτο ἐντὸς τῆς λίμνης, ὅταν ἐδίψα καὶ ἥπλωνε τὰς χεῖρας του, τὰ νερὰ τῆς λίμνης ἔφευγον μακράν του, καὶ αὐτὸς ἔμενε πάντοτε διψασμένος; Τάνταλοι λοιπὸν θὰ εἴμεθα αἰωνίως; Θὰ διψῶμεν αἰωνίως, ὡς νὰ κατοικοῦμεν «ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ»; (Ψαλμ. 62,2).
Ὑπάρχει, ὑπάρχει πηγή, μυστικὴ πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ πίῃ καὶ νὰ μείνῃ ἱκανοποιημένος. Δὲν τὴν ἀντελήφθη ὁ κόσμος. Καὶ ἐὰν κάποιος τοῦ τὴν ὑποδεικνύῃ, δὲν ἐκδηλώνει οὗτος ἐνδιαφέρον ἀλλ᾿ ἐξακολουθεῖ νὰ χασμᾶται. Ὁ νοῦς τῶν ἀνθρώπων εἶνε εἰς τὰ χρήματα, εἰς τὰς θέσεις, εἰς τὰς ἡδονάς, εἰς τὰς γυναῖκας, εἰς τὰ παιδιά, εἰς τὴν γῆν. Μένομεν προσκολλημένοι εἰς τὴν γῆν ὡς τὸ ὄστρακον τοῦ κοχλίου εἰς τὸν βράχον. Χαμηλοὶ καὶ ταπεινοὶ εἰς τὰ ἐνδιαφέροντά μας, εἴμεθα κλεισμένοι εἰς τὰ κελύφη μας καὶ δὲν βλέπομεν τίποτε περισσότερον. Δὲν βλέπομεν τὴν πηγήν, ἡ ὁποία ἀναβλύζει. Ἡ δὲ πηγὴ ἡ ῥέουσα ὕδωρ κρυστάλλινον, νερὸ ἀθάνατον, ποὺ ποτίζει, δροσίζει, ἀναπαύει τὸν ἄνθρωπον, λύει τὰ προβλήματά του, τὸν μεταφέρει ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν· ἡ ἀθάνατος, ἡ ἀστείρευτος πηγή, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ εἶπεν ὁ ἴδιος σαφῶς· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Δὲν πιέζει κανένα. Ἐλευθέρως καλεῖ. Καὶ εἰς ὅλους προσφέρει τὸ ζωογόνον ὕδωρ του. «Ὕδωρ ζῶν», τὸ ὁποῖον προσφέρει ὁ Κύριος, εἶνε ἡ διδασκαλία του, τὰ θαύματά του, ἡ ἁγιότης του, τὰ μυστήριά του, ἡ Ἐκκλησία του, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐλεύθεροι λοιπὸν εἴμεθα νὰ πλησιάσωμεν τὸν ποταμὸν αὐτὸν τῆς χάριτος καὶ νὰ πίωμεν καὶ νὰ ἀναπαυθῇ ἡ καρδία μας. Τὸ «ζῶν ὕδωρ» τοῦ Χριστοῦ ἔχομεν ἀνάγκην ὑπὲρ πᾶν ἄλλο πρᾶγμα.
Κάποιος κάποτε ἐβάδιζεν εἰς τὴν ἔρημον. Ἐδίψασε καὶ ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν δίψαν. Αἴφνης ἐκεῖ ποὺ ἐβάδιζε βλέπει ἕνα σωρὸν χρυσᾶ νομίσματα. Τὰ ἤγγισεν; Ὄχι! «Ὦ Θεέ μου», εἶπε, «δὲν θέλω χρυσάφι· νεράκι θέλω!». Τί νὰ τὰ κάνῃ τὰ χρήματα;…
Ἔτσι καὶ ἐμεῖς. Εἰς τὴν Σαχάραν τοῦ βίου τούτου ζητοῦμεν τὸ ἀθάνατον νερό. Καὶ τὸ νερὸ τὸ ἀθάνατον, ὡς εἴπομεν, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Θὰ τὸ αἰσθανθῶμεν, θὰ τὸ ἐννοήσωμεν; Δυστυχὴς ἐκεῖνος ποὺ ἀποθνῄσκει δι᾿ ἔλλειψιν ὕδατος εἰς τὴν ἄνυδρον Σαχάραν ἢ εἰς τὴν Σελήνην· ἀλλὰ μυριάκις δυστυχέστερος αὐτὸς ποὺ ἀποθνῄσκει ἐκ δίψης πλησίον ἑνὸς ποταμοῦ. Πλησίον μας λοιπὸν ῥέει ὁ ποταμὸς τῆς χάριτος, ὁ ποταμὸς τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου. Ἕνα βῆμα ἀρκεῖ διὰ νὰ τὸν ἐγγίσωμεν καὶ νὰ ξεδιψάσωμεν. Εἶνε τὸ βῆμα τῆς μετανοίας.
Ἂς πιστεύσωμεν, ἂς μετανοήσωμεν, ἂς αἰσθανθῶμεν τὸ μεγαλεῖον τῆς πίστεώς μας, ἂς ζήσωμεν ὡς ἄνθρωποι πνευματικοί, ἂς ποθήσωμεν τὴν ἁγιότητα, καὶ τότε θὰ πεισθῶμεν ὅτι ὑπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, τὸ ὁποῖον νὰ ἱκανοποιῇ τοὺς μεγαλυτέρους πόθους τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, παρὰ μόνον τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Ὑπάρχει, ὑπάρχει πηγή, μυστικὴ πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ πίῃ καὶ νὰ μείνῃ ἱκανοποιημένος. Δὲν τὴν ἀντελήφθη ὁ κόσμος. Καὶ ἐὰν κάποιος τοῦ τὴν ὑποδεικνύῃ, δὲν ἐκδηλώνει οὗτος ἐνδιαφέρον ἀλλ᾿ ἐξακολουθεῖ νὰ χασμᾶται. Ὁ νοῦς τῶν ἀνθρώπων εἶνε εἰς τὰ χρήματα, εἰς τὰς θέσεις, εἰς τὰς ἡδονάς, εἰς τὰς γυναῖκας, εἰς τὰ παιδιά, εἰς τὴν γῆν. Μένομεν προσκολλημένοι εἰς τὴν γῆν ὡς τὸ ὄστρακον τοῦ κοχλίου εἰς τὸν βράχον. Χαμηλοὶ καὶ ταπεινοὶ εἰς τὰ ἐνδιαφέροντά μας, εἴμεθα κλεισμένοι εἰς τὰ κελύφη μας καὶ δὲν βλέπομεν τίποτε περισσότερον. Δὲν βλέπομεν τὴν πηγήν, ἡ ὁποία ἀναβλύζει. Ἡ δὲ πηγὴ ἡ ῥέουσα ὕδωρ κρυστάλλινον, νερὸ ἀθάνατον, ποὺ ποτίζει, δροσίζει, ἀναπαύει τὸν ἄνθρωπον, λύει τὰ προβλήματά του, τὸν μεταφέρει ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν· ἡ ἀθάνατος, ἡ ἀστείρευτος πηγή, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ εἶπεν ὁ ἴδιος σαφῶς· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Δὲν πιέζει κανένα. Ἐλευθέρως καλεῖ. Καὶ εἰς ὅλους προσφέρει τὸ ζωογόνον ὕδωρ του. «Ὕδωρ ζῶν», τὸ ὁποῖον προσφέρει ὁ Κύριος, εἶνε ἡ διδασκαλία του, τὰ θαύματά του, ἡ ἁγιότης του, τὰ μυστήριά του, ἡ Ἐκκλησία του, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐλεύθεροι λοιπὸν εἴμεθα νὰ πλησιάσωμεν τὸν ποταμὸν αὐτὸν τῆς χάριτος καὶ νὰ πίωμεν καὶ νὰ ἀναπαυθῇ ἡ καρδία μας. Τὸ «ζῶν ὕδωρ» τοῦ Χριστοῦ ἔχομεν ἀνάγκην ὑπὲρ πᾶν ἄλλο πρᾶγμα.
Κάποιος κάποτε ἐβάδιζεν εἰς τὴν ἔρημον. Ἐδίψασε καὶ ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν δίψαν. Αἴφνης ἐκεῖ ποὺ ἐβάδιζε βλέπει ἕνα σωρὸν χρυσᾶ νομίσματα. Τὰ ἤγγισεν; Ὄχι! «Ὦ Θεέ μου», εἶπε, «δὲν θέλω χρυσάφι· νεράκι θέλω!». Τί νὰ τὰ κάνῃ τὰ χρήματα;…
Ἔτσι καὶ ἐμεῖς. Εἰς τὴν Σαχάραν τοῦ βίου τούτου ζητοῦμεν τὸ ἀθάνατον νερό. Καὶ τὸ νερὸ τὸ ἀθάνατον, ὡς εἴπομεν, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Θὰ τὸ αἰσθανθῶμεν, θὰ τὸ ἐννοήσωμεν; Δυστυχὴς ἐκεῖνος ποὺ ἀποθνῄσκει δι᾿ ἔλλειψιν ὕδατος εἰς τὴν ἄνυδρον Σαχάραν ἢ εἰς τὴν Σελήνην· ἀλλὰ μυριάκις δυστυχέστερος αὐτὸς ποὺ ἀποθνῄσκει ἐκ δίψης πλησίον ἑνὸς ποταμοῦ. Πλησίον μας λοιπὸν ῥέει ὁ ποταμὸς τῆς χάριτος, ὁ ποταμὸς τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου. Ἕνα βῆμα ἀρκεῖ διὰ νὰ τὸν ἐγγίσωμεν καὶ νὰ ξεδιψάσωμεν. Εἶνε τὸ βῆμα τῆς μετανοίας.
Ἂς πιστεύσωμεν, ἂς μετανοήσωμεν, ἂς αἰσθανθῶμεν τὸ μεγαλεῖον τῆς πίστεώς μας, ἂς ζήσωμεν ὡς ἄνθρωποι πνευματικοί, ἂς ποθήσωμεν τὴν ἁγιότητα, καὶ τότε θὰ πεισθῶμεν ὅτι ὑπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, τὸ ὁποῖον νὰ ἱκανοποιῇ τοὺς μεγαλυτέρους πόθους τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, παρὰ μόνον τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
† Ὁ Φλωρίνης ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ
Λόγος εις την Πεντηκοστήν (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)
Όταν συμπληρωνόταν η πεντηκοστή ημέρα μετά την Ανάσταση, της οποίας έφθασε τώρα η μνήμη, ενώ όλοι οι μαθητές ήσαν συγκεντρωμένοι μαζί και ευρίσκονταν ομόψυχοι στο υπερώο (οίκος) εκείνου του ιερού, αλλά και στο προσωπικό του υπερώο, στο νου του, συναγμένος ο καθένας τους (διότι ήσαν σε ησυχία και αφιερωμένοι στη δέηση και στους ύμνους προς το Θεό), ξαφνικά, λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς, «ακούσθηκε ήχος από τον ουρανό, σαν από ορμή βιαίου ανέμου και εγέμισε τον οίκο όπου κάθονταν».(Πραξ.2, 1-11). Είναι βίαιος γιατί νικά τα πάντα και ξεπερνά τα τείχη του πονηρού, γκρεμίζει κάθε οχύρωμα του εχθρού, ταπεινώνει τους υπερήφανους, ανυψώνει τους ταπεινούς στη καρδιά και διασπά τους συνδέσμους των αμαρτημάτων. Γέμισε δε ο οίκος εκείνος στον οποίο κάθονταν, καθιστώντας τον, κολυμβήθρα πνευματική και εκπληρώνοντας την επαγγελία του Σωτήρα, που τους έλεγε, πριν αναληφθεί: «Ο μεν Ιωάννης βάπτισε με νερό, εσείς δε θα βαπτισθήτε με άγιο Πνεύμα, όχι έπειτα από πολλές μέρες». Αλλά και το όνομα που έδωσε σ’ αυτούς το έδειξε να αληθεύει. Διότι δια του ήχου αυτού από τους ουρανούς οι Απόστολοι έγιναν πραγματικά υιοί βροντής. «Και φάνηκαν σ’ αυτούς γλώσσες διαμεριζόμενες ωσάν πυρός και στον καθένα τους κάθισε από μια κι’ εγέμισαν όλοι άγιο Πνεύμα και μιλούσαν άλλες γλώσσες, όπως τους έδιδε το Πνεύμα να μιλούν».
Αλλά για ποιό λόγο φάνηκε το Πνεύμα σε σχήμα γλωσσών;
Αφ’ ενός για να επιδείξει τη συμφυϊα του, τη σχέση του με το Λόγο του Θεού, γιατί τίποτε δεν είναι συγγενέστερο από τη γλώσσα προς το λόγο. Συγχρόνως δε και για τη χάρη της διδασκαλίας, γιατί ο κατά Χριστό διδάσκαλος χρειάζεται χαριτωμένη γλώσσα.
Γιατί δε φανερώθηκε το άγιο Πνεύμα με πύρινες γλώσσες;
Όχι μόνο για το ομοούσιο του Πνεύματος προς το Πατέρα και τον Υιό (γιατί πυρ είναι ο Θεός μας), αλλά και για τη διπλή ενέργεια του κηρύγματος των Αποστόλων. Γιατί μπορεί συγχρόνως να ευεργετεί και να τιμωρεί. Όπως το πυρ έχει διπλή ιδιότητα και να φωτίζει και να φλογίζει, έτσι και ο λόγος της διδασκαλίας, αυτούς που υπακούουν φωτίζει και αυτούς που απειθούν παραδίδει τελικά σε πυρ και κόλαση. Είπε δε γλώσσες, όχι πυρός, αλλά σαν πυρός, για να μη νομίσει κανείς ότι το πυρ εκείνο είναι αισθητό και υλικό, αλλά να αντιληφθούμε την επιφάνεια του Πνεύματος σαν με παράδειγμα.
Για ποιό λόγο δε οι γλώσσες φάνηκαν να διαμερίζονται σ’ αυτούς;
Γιατί μόνο στο Χριστό που ήλθε και αυτός από πάνω δεν δίδεται με μέτρο το Πνεύμα από το Πατέρα. Εκείνος και κατά σάρκα ακόμη είχε ολόκληρη τη θεία δύναμη και την ενέργεια, ενώ σε κανέναν άλλο δεν έγινε χωρητή όλη η χάρη του Πνεύματος, αλλά ατομικά ο καθένας αποκτά άλλος το ένα και άλλος το άλλο από τα χαρίσματα, για να μη νομίσει κανείς ότι η από το Πνεύμα διδόμενη στους αγίους χάρη είναι φύση.
Το δε εκάθισε δεν υποδηλώνει μόνο το δεσποτικό αξίωμα, αλλά και το ενιαίο του θείου Πνεύματος. Κάθισε πάνω στό καθένα τους και πληρώθηκαν όλοι άγιο Πνεύμα, γιατί και όταν μερίζεται κατά τις διάφορες δυνάμεις και ενέργειές του, δια της καθεμιάς ενέργειας παρευρίσκεται και ενεργεί ολόκληρο το άγιο Πνεύμα, αμερίστως μεριζόμενο και ολοκληρωτικά μετεχόμενο, κατά την εικόνα της ηλιακής ακτίνας. Λαλούσαν δε άλλες γλώσσες, δηλαδή διαλέκτους, διότι έγιναν όργανα του θείου Πνεύματος, ενεργούντα και κινούμενα κατά τη θέληση και δύναμη εκείνου.
Αυτά προαναγγέλθηκαν και μέσω των προφητών του, όπως δια του Ιεζεκιήλ: «θα σας δώσω καρδιά νέα και Πνεύμα νέο θα βάλω μέσα σας, το Πνεύμα μου». (Ιεζ. 36,26). Δια του Ιωήλ: «και κατά τις έσχατες μέρες θα εκχύσω από το Πνεύμα μου επάνω σε κάθε σάρκα». (Ιωήλ 2,28). Δια του Μωυσή: «ποιός θα καταστήσει προφήτες όλο το λαό του Κυρίου, όταν δώσει ο Κύριος σ’ αυτούς το Πνεύμα του;».
Ο ίδιος δε ο Κύριος έλεγε: «όποιος πιστεύει σε μένα, θα ρεύσουν ποτάμια ζωντανού ύδατος από την κοιλιά του» το οποίο ερμηνεύοντας ο ευαγγελιστής: «τούτο το έλεγε περί του Πνεύματος που επρόκειτο να λαμβάνουν οι πιστεύοντες σ’ αυτόν». (Ιω. 17,39). Έλεγε επίσης στους μαθητές του: «εάν με αγαπάτε, θα τηρήσετε τις εντολές μου, κι’ εγώ θα ζητήσω από τον Πατέρα να σας στείλει άλλο Παράκλητο, για να μείνει μαζί σας αιωνίως, το Πνεύμα της αληθείας» και «ο δε Παράκλητος, το άγιο Πνεύμα, που θα στείλει ο Πατέρας στο όνομά μου, εκείνος θα σας διδάξει τα πάντα» και «θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια». (Ιω.14,15 – 14,26 – 15,26 – 17,39).
Τώρα λοιπόν εκπληρώθηκε η επαγγελία και κατήλθε το άγιο Πνεύμα, σταλμένο και δοσμένο από το Πατέρα και τον Υιό και αφού περιέλαμψε τους αγίους μαθητές και τους άναψε θείως ως πραγματικές λαμπάδες και τους ανέδειξε σε φωστήρες υπερκοσμίους και παγκοσμίους. Όπως δε, αν κανείς ανάψει από τη φωσφόρο λαμπάδα άλλη και από ‘κείνη άλλη και ούτω καθεξής, κρατώντας το με τη διαδοχή, έχει πάντοτε το φως μόνιμα, έτσι δια της χειροτονίας των Αποστόλων επί τους διαδόχους των διαδίδεται η χάρη του θείου Πνεύματος δι’ όλων των γενεών και φωτίζει όλους τους υπακούοντας στους ποιμένες και διδασκάλους.
Το άγιο Πνεύμα που δεν αποστέλλεται μόνο, αλλά και αποστέλλει τον από τον Πατέρα Υιό πάνω στη γη και μας δίδαξε τα θαυμαστά και μεγάλα. Διότι το άγιο Πνεύμα ήταν πάντοτε και συνυπήρχε με τον Υιό στον Πατέρα, συνδημιουργώντας στο καιρό τους τα δημιουργηθέντα και συνανακαινίζοντας τα φθαρέντα και συγκρατώντας τα διαμένοντα, πανταχού παρόν και τα πάντα πληρούν και διέπον και εφορών. Όχι μόνο παντού, αλλά και πάνω από το παν, ούτε σε όλο τον αιώνα και το χρόνο μόνο, αλλά και πριν από κάθε αιώνα και χρόνο».