TO ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Mητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου
«Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε» (᾿Ιωάν. 1,47)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ μεγάλη καὶ ἔνδοξος. Δὲν ἑορτάζει ἕνας ἢ δύο ἅγιοι, ὅπως τὶς ἄλλες ἡμέρες· ἑορτάζει ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας.
Ποιός μπορεῖ νὰ ἐκφωνήσῃ λόγο ἀντάξιο τῆς μεγάλης ἑορτῆς; Θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκεται ἐδῶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους ἢ τοὺς πατέρας καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας ἢ τοὺς μάρτυρες ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐμεῖς λίγες σκέψεις θὰ διατυπώσουμε ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου.
* * *
Ὁμιλεῖ τὸ εὐαγγέλιο γιὰ κάποιο Ναθαναήλ, ποὺ εἶχε μικρὰ ἰδέα γιὰ τὸ Χριστό. Ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς καταγόταν ἀπὸ ἄσημο χωριὸ (τὴ Ναζαρέτ), ἐπειδὴ γεννήθηκε ἀπὸ πτωχὴ μητέρα καὶ ὑπὸ ταπεινὲς συνθῆκες, κρίνοντας ἀπ’ αὐτὰ εἶπε· «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;» (᾿Ιωάν. 1,47), εἶνε δυνατὸν ἀπ’ τὸ χωριὸ αὐτὸ νὰ βγῇ κάτι καλό, νὰ βγῇ ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου;
Ἀλλ’ ὅπως τότε ὁ Ναθαναὴλ εἶπε τὸν περιφρονητικὸ αὐτὸ λόγο, ἔτσι καὶ σήμερα ὑπάρχουν «Ναθαναήλ», ποὺ μιλοῦν περιφρονητικὰ γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ τὸ ἔργο του. Λένε κι αὐτοί, κατ᾿ ἄλλο τρόπο βέβαια· «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;», καὶ θεωροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε πλέον κάτι ξεπερασμένο, ἕνας θεσμὸς χρεωκοπημένος, ἀνάξιος λόγου, ποὺ πρέπει νὰ μπῇ στὸ μουσεῖο. Τί ἔχουμε νὰ ποῦμε σ’ αὐτοὺς τοὺς «Ναθαναήλ»; Θ’ ἀπαντήσουμε μὲ τὰ λόγια τοῦ Φιλίππου· «Ἔρχου καὶ ἴδε» (ἔ.ἀ.). Ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, ἐλᾶτε νὰ θαυμάσετε σήμερα, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, πολλὰ ἀξιοθαύμαστα. Γιὰ παράδειγμα, στὸν ἀρχαῖο κόσμο ἦταν οἱ κρεμαστοὶ κῆποι τῆς Βαβυλῶνος, οἱ πυραμίδες τοῦ Χέοπος, ὁ Κολοσσὸς τῆς ῾Ρόδου, ἡ Ἀκρόπολις τῶν Ἀθηνῶν· καὶ σήμερα πολλὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνικῆς εἶνε θαυμαστά. Ἀλλὰ τὸ ἀνώτερο ἀπὸ ὅλα, ἐκεῖνο ποὺ προκαλεῖ τὸ θάμβος τῶν αἰώνων, εἶνε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία.
Ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ τί εἶνε Ἐκκλησία; Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ· ὄχι. Τοὺς ναοὺς μπορεῖ μιὰ μέρα ἕνα ἄθεο καθεστὼς νὰ τοὺς γκρεμίσῃ, ὅπως ἔγινε στὴ Βόρειο Ἤπειρο ἐπὶ Ἐμβὲρ Χότζα. Ὁ ναὸς γκρεμίζεται, ἡ Ἐκκλησία δὲ γκρεμίζεται· ἐδῶ εἶνε ἡ μεγάλη διαφορά. Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὰ ντουβάρια· ἡ Ἐκκλησία εἶνε κάτι βαθύτερο καὶ ὑψηλότερο, κάτι ἅγιο καὶ πνευματικὸ καὶ ἀθάνατο. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ σύνολο τῶν ψυχῶν ποὺ πιστεύουν. Τί πιστεύουν· ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας φιλόσοφος ἢ κοινωνιολόγος, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς ἱστορίας· ὁ Χριστὸς εἶνε παραπάνω ἀπὸ ἀγγέλους, ἀρχαγγέλους, ἁγίους, παραπάνω ἀπ’ ὅλο τὸν οὐράνιο κόσμο· εἶνε αὐτὸς ὁ Θεός. Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας, τὴν ὁποία διακηρύττει σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Καὶ ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστὸ ὡς Θεό, αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας του.
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ βασίλειο – ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33 καὶ Σύμβ. πίστ.).
Ποιά ἦταν ἡ ἀρχή της; Ξεκίνησε ἀπὸ δώδεκα ψαρᾶδες. Σ’ αὐτοὺς εἶπε ὁ Χριστός· Σᾶς στέλνω νὰ σαλπίσετε τὸ κήρυγμά μου σὲ ὅλο τὸν κόσμο· ἕνα κήρυγμα ἀντίθετο μὲ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ ὄχλου, συγκρουόμενο μὲ ὅλο τὸν ἀρχαῖο εἰδωλολατρικὸ κόσμο, ἀνατρεπτικὸ τοῦ κατεστημένου.
Πῶς ἔγινε ἡ ἐξάπλωσι τῆς Ἐκκλησίας; Ἐὰν ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὴν ἱστορία, θὰ δοῦμε ὅτι ὡρισμένοι ἵδρυσαν βασιλεῖες καὶ αὐτοκρατορίες μεγάλες, ὅπως εἶνε λόγου χάριν τὸ Μακεδονικὸ κράτος τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ἡ ῾Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὸ κράτος τοῦ Μ. Ναπολέοντος, ποὺ ἔφθασαν ὣς τὰ πέρατα τῆς γῆς. Ἔφθασαν· ἀλλὰ πῶς ἔφθασαν; Ὁ μὲν Ἀλέξανδρος μὲ τὶς περίφημες φάλαγγες ποὺ ἐξώπλισε, ὁ Καῖσαρ μὲ τὶς λεγεῶνες του, ὁ Ναπολέων μὲ τὶς στρατιές του. Ἡ βασιλεία ὅμως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐπεβλήθη μὲ ὅπλα. Πῶς ἁπλώθηκε; Ἐδῶ εἶνε τὸ θαυμαστό. Ποῦ εἶνε οἱ φάλαγγες, οἱ λεγεῶνες, τὰ στρατεύματά της; Ποῦ εἶνε τὰ ὅπλα καὶ τὰ πυροβόλα της;
Τί μέσα μεταχειρίστηκε λοιπόν; Χρῆμα; Οἱ ἀπόστολοι δὲν εἶχαν στὶς τσέπες τους τίποτα. Ὅπλα; Ἕνα σουγιᾶ εἶχε ὁ Πέτρος, καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπηγόρευσε νὰ τὸν ἔχῃ κι αὐτόν. Σοφία καὶ γνῶσι; Ἀγράμματοι ἦταν. Καὶ ὅμως, χωρὶς λεφτά, χωρὶς ὅπλα, χωρὶς γνώσεις καὶ ἐπιστῆμες, ξεκίνησαν οἱ δώδεκα ψαρᾶδες καὶ ἐξέτειναν στὸν κόσμο τὴν μεγαλυτέρα βασιλεία, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.
Τὶς δυσκολίες αὐτὲς τὶς γνώριζε ὁ Χριστός, γι᾿ αὐτὸ τοὺς εἶπε· «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων»· σᾶς στέλνω σὰν πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους (Ματθ. 10,16). Πρόβατα οἱ ἀπόστολοι, λύκοι ὁ κόσμος τῶν αὐτοκρατόρων, τῶν διωκτῶν, τῶν Νερώνων. Γιά φανταστῆτε τώρα τὸ χειμῶνα νὰ πάρῃς δώδεκα πρόβατα καὶ νὰ τὰ σπρώξῃς μέσα σ’ ἕνα ἄγριο δάσος γεμᾶτο λύκους. Τί περιμένετε, ποιό θὰ εἶνε τὸ ἀποτέλεσμα; Ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ τὰ πρόβατα θὰ γίνουν βορὰ τῶν λύκων. Καὶ ὅμως ἐδῶ τὰ πρόβατα δὲν ἐξωλοθρεύθηκαν, ἀλλὰ καὶ νίκησαν τοὺς λύκους! Καὶ μόνο αὐτό; ἔκαναν καὶ τοὺς λύκους πρόβατα! Εἶνε ποτὲ δυνατὸν ὁ λύκος νὰ γίνῃ πρόβατο; Ἐν τούτοις ἔγινε· οἱ ἀπόστολοι κατώρθωσαν νὰ κάνουν Χριστιανοὺς καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς διῶκτες των.
Ποιά ἡ δύναμι τῆς Ἐκκλησίας; Φαίνεται, ὅτι παραπάνω ἀπὸ τὰ ὅπλα, τὰ χρήματα, τὴ σοφία, ὑπάρχει μιὰ ἄλλη δύναμι, ἀόρατη. Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· δὲ νικοῦν τὰ ὑλικὰ μέσα. Μιὰ χούφτα ἀνθρώπων κατώρθωσε νὰ νικήσῃ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76,11). Ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο ἐκπορεύεται μία ἀήττητος δύναμις, ποὺ νικᾷ τὰ πάντα.
Ἐὰν λοιπὸν ἀποβλέψουμε στὴν ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐὰν ἀποβλέψουμε στὴν ἐξάπλωσί της, ἐὰν δοῦμε τοὺς ἐχθροὺς ποὺ ἀντιμετώπισε, παντοῦ βλέπουμε τὸ θαῦμα. Ἀξιοθαύμαστη ἡ Ἐκκλησία μας, ἀήττητη. Κανείς δὲν μπόρεσε νὰ τὴν καταβάλῃ. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ἱστορία ἀλλεπαλλήλων θαυμάτων. Ἀναφέρω δύο μόνο.
Τί ἑορτάζουμε στὶς 25 Μαρτίου; Πῶς σώθηκε ἕνας λαὸς ποὺ ἦταν 400 χρόνια σκλάβος. Πῶς σώθηκε; Ἐρώτημα μεγάλο. Ἄλλα ἔθνη, μέσα σὲ 50 – 60 χρόνια δουλείας, ἀφωμοιώθηκαν καὶ ἔσβησαν. Πῶς ἐδῶ τέσσερις ὁλόκληροι αἰῶνες δὲν κατώρθωσαν νὰ διακόψουν τὴν ἱστορία τοῦ ἔθνους μας; Τί ἀπαντᾷ ἡ ἱστορία; ὄχι οἱ πλαστογράφοι τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ ἱστορία; Καὶ οἱ λίθοι ἀκόμα καὶ οἱ πέτρες φωνάζουν, ὅτι τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων ἀνωρθώθηκε καὶ σώθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ στάθηκε ἡ κιβωτός, μέσα στὴν ὁποία διατηρήθηκε. Αὐτὴ τὸ κράτησε στὶς ἀγκάλες της ὅπως ἡ μάνα τὸ νήπιο. Αὐτὸ ἔκανε τὸν ποιητὴ Κώστα Κρυστάλλη νὰ γράψῃ·
Ὦ Ἐκκλησία – «Θρησκεία! γλυκειὰ μάνα,
τί ὄμορφη δίνεις ἐσὺ λαλιὰ καὶ στὴν καμπάνα,
καὶ πόσο ἐκείνη ἡ λαλιὰ σαλεύει τὴν καρδιά μας!
Πόσες, ἐκεῖνος ὁ σταυρὸς ἀπ’ τὰ καμπαναριά μας,
στὴν ἀντηλιάδα χύνοντας τόσες χρυσὲς ἀχτῖδες,
χύνει βαθειά μας, στὴν ψυχή, γλυκὲς χρυσὲς ἐλπίδες!».
Θέλετε ἄλλο θαῦμα; ῾Ρίξτε ἕνα βλέμμα στὴ ῾Ρωσία. Τὸ 1917 ἔγινε τὸ πείραμα. Ἄθεο καθεστὼς ἔβαλε μπροστὰ νὰ ξεῤῥιζώσῃ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Κάψανε, γκρεμίσανε, καταστρέψανε· ἔστειλαν σὲ στρατόπεδα, βασάνισαν, θανάτωσαν. Τελικὰ τί κατώρθωσαν; Στὸ Στάλινγκραντ καὶ στὴ Μόσχα λαὸς πολύς, καὶ ἄντρες καὶ παιδιὰ καὶ γέροντες, καὶ ἐπιστήμονες καὶ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, πηγαίνουν στὶς ἐκκλησίες καὶ πιστεύουν περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι πιστεύουμε ἐμεῖς. Ὦ Ἐκκλησία ἀήττητος! κανείς μὰ κανείς δὲ θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ σὲ κλονίσῃ.
* * *
Ἀγαπητοί μου!
Εἴμεθα παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν εἴμεθα χιλιασταί, δὲν εἴμεθα μασόνοι, δὲν εἴμεθα ῥοταριανοί, δὲν εἴμεθα ὀπαδοὶ τοῦ ἀθέου ὑλισμοῦ, δὲ λατρεύουμε τὰ εἴδωλα. Ἀνήκουμε στὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, στὴ μητέρα Ἐκκλησία.
Τὸ συμπέρασμα ποιό εἶνε; Γράψατέ το· Ὅποιος τὰ βάζει μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, θὰ γίνῃ στάχτη. Θὰ ὁμολογήσῃ καὶ αὐτός· «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε». Τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ ὁ λόγος του εἶνε ἀληθινός· «Πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18). Ὅλοι οἱ δαίμονες δὲ μποροῦν νὰ κλονίσουν τὴν Ἐκκλησία.
Σ᾿ αὐτὴν ἀνήκουμε, καὶ εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀναδεικνύῃ πάντοτε πιστὰ καὶ ἀφωσιωμένα τέκνα της, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Κυριακή της Ορθοδοξίας: Τι γιορτάζουμε;
Την προσεχή Κυριακή, 5 Μαρτίου, Α’ Κυριακή των Νηστειών, εορτάζεται πανορθοδόξως η αναστήλωση των Ιερών Εικόνων, η οποία καθιερώθηκε το 843 από την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα, τον υιό αυτής Μιχαήλ τον Γ’ και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιο τον Ομολογητή.
Την Κυριακή της Ορθοδοξίας εορτάζουμε την ανάμνηση του κορυφαίου γεγονότος της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, το οποίο επισυνέβη το 843 μ.Χ. στο Βυζάντιο, χάρις στην αποφασιστική συμβολή της βασιλίσσης και μετέπειτα αγίας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεοφίλου (840 – 843 μ.Χ.).
Αναφερόμαστε στη μεγάλη εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε κυριολεκτικά την Εκκλησία μας για περισσότερα από εκατό χρόνια.
Το 726 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ’ ο Ίσαυρος (717 – 741 μ.Χ.) αποφάσισε να επιφέρει στο κράτος ριζικές μεταρρυθμίσεις. Μια από αυτές ήταν η απαγόρευση προσκύνησης των ιερών εικόνων, επειδή, παίρνοντας αφορμή από ορισμένα ακραία φαινόμενα εικονολατρίας, πίστευε πως η χριστιανική πίστη παρέκλινε στην ειδωλολατρία. Στην ουσία όμως εξέφραζε δικές του ανεικονικές απόψεις, οι οποίες ήταν βαθύτατα επηρεασμένες από την ανεικονική ιουδαϊκή και ισλαμική πίστη. Η αναταραχή ήταν αφάνταστη. Η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο φοβερά αντιμαχόμενες ομάδες, τους εικονομάχους και τους εικονολάτρες. Οι διώξεις φοβερές. Μεγάλες πατερικές μορφές ανάλαβαν να υπερασπίσουν την ορθόδοξη πίστη. Στα 787 μ.Χ. συγκλήθηκε η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία διατύπωσε με ακρίβεια την οφειλόμενη τιμή στις ιερές εικόνες. Σε αυτή επίσης διευκρινίστηκαν και άλλα δυσνόητα σημεία της χριστιανικής πίστεως, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη αποκρυστάλλωση του ορθοδόξου δόγματος και να ομιλούμε για θρίαμβο της Ορθοδοξίας μας.
Η εικόνα στην Ορθοδοξία μας δεν αποτελεί αντικείμενο λατρείας, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσον τιμής του εικονιζόμενου προσώπου. Ακόμα και ο Χριστός μπορεί να εικονισθεί, διότι έγινε άνθρωπος. Μάλιστα όποιος αρνείται τον εικονισμό του Χριστού αρνείται ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση Του! Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια.
Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, διότι η τιμή δεν απευθύνεται στην ύλη, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P . G . 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P . G .94 1356). Η ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.
Η εικόνα έχει τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείον.
Βεβαίως η ηρεμία δεν αποκαταστάθηκε, διότι εξακολουθούσαν να βασιλεύουν εικονομάχοι αυτοκράτορες. Στα 843 η ευσεβής αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επίτροπος του ανήλικου γιου της Μιχαήλ του Γ΄, έθεσε τέρμα στην εικονομαχική έριδα και συνετέλεσε στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας.
Οι Πατέρες όρισαν να εορτάζεται ο θρίαμβος του ορθοδόξου δόγματος την πρώτη Κυριακή των Νηστειών για να δείξει στους πιστούς πως ο πνευματικός μας αγώνας θα πρέπει να συνδυάζεται με την ορθή πίστη για να είναι πραγματικά αποτελεσματικός. Νηστεία και ασκητική ζωή έχουν και άλλες αιρέσεις ή θρησκείες, και μάλιστα με πολύ αυστηρότερους κανόνες άσκησης. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να σωθούν και να ενωθούν με το Θεό. Η σωτηρία είναι συνώνυμη με την αλήθεια, αντίθετα η πλάνη και το ψεύδος οδηγούν σε αδιέξοδα και εν τέλει στην απώλεια.
Δείτε βίντεο από τον περυσινό εορτασμό της Κυριακής της Ορθοδοξίας στην Ι.Μ. Δοχειαρίου Αγίου Όρους
Ποιός μπορεῖ νὰ ἐκφωνήσῃ λόγο ἀντάξιο τῆς μεγάλης ἑορτῆς; Θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκεται ἐδῶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους ἢ τοὺς πατέρας καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας ἢ τοὺς μάρτυρες ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐμεῖς λίγες σκέψεις θὰ διατυπώσουμε ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου.
Ἀλλ’ ὅπως τότε ὁ Ναθαναὴλ εἶπε τὸν περιφρονητικὸ αὐτὸ λόγο, ἔτσι καὶ σήμερα ὑπάρχουν «Ναθαναήλ», ποὺ μιλοῦν περιφρονητικὰ γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ τὸ ἔργο του. Λένε κι αὐτοί, κατ᾿ ἄλλο τρόπο βέβαια· «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;», καὶ θεωροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε πλέον κάτι ξεπερασμένο, ἕνας θεσμὸς χρεωκοπημένος, ἀνάξιος λόγου, ποὺ πρέπει νὰ μπῇ στὸ μουσεῖο. Τί ἔχουμε νὰ ποῦμε σ’ αὐτοὺς τοὺς «Ναθαναήλ»; Θ’ ἀπαντήσουμε μὲ τὰ λόγια τοῦ Φιλίππου· «Ἔρχου καὶ ἴδε» (ἔ.ἀ.). Ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, ἐλᾶτε νὰ θαυμάσετε σήμερα, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ τί εἶνε Ἐκκλησία; Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ· ὄχι. Τοὺς ναοὺς μπορεῖ μιὰ μέρα ἕνα ἄθεο καθεστὼς νὰ τοὺς γκρεμίσῃ, ὅπως ἔγινε στὴ Βόρειο Ἤπειρο ἐπὶ Ἐμβὲρ Χότζα. Ὁ ναὸς γκρεμίζεται, ἡ Ἐκκλησία δὲ γκρεμίζεται· ἐδῶ εἶνε ἡ μεγάλη διαφορά. Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὰ ντουβάρια· ἡ Ἐκκλησία εἶνε κάτι βαθύτερο καὶ ὑψηλότερο, κάτι ἅγιο καὶ πνευματικὸ καὶ ἀθάνατο. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ σύνολο τῶν ψυχῶν ποὺ πιστεύουν. Τί πιστεύουν· ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας φιλόσοφος ἢ κοινωνιολόγος, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς ἱστορίας· ὁ Χριστὸς εἶνε παραπάνω ἀπὸ ἀγγέλους, ἀρχαγγέλους, ἁγίους, παραπάνω ἀπ’ ὅλο τὸν οὐράνιο κόσμο· εἶνε αὐτὸς ὁ Θεός. Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας, τὴν ὁποία διακηρύττει σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Καὶ ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστὸ ὡς Θεό, αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας του.
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ βασίλειο – ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33 καὶ Σύμβ. πίστ.).
Ποιά ἦταν ἡ ἀρχή της; Ξεκίνησε ἀπὸ δώδεκα ψαρᾶδες. Σ’ αὐτοὺς εἶπε ὁ Χριστός· Σᾶς στέλνω νὰ σαλπίσετε τὸ κήρυγμά μου σὲ ὅλο τὸν κόσμο· ἕνα κήρυγμα ἀντίθετο μὲ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ ὄχλου, συγκρουόμενο μὲ ὅλο τὸν ἀρχαῖο εἰδωλολατρικὸ κόσμο, ἀνατρεπτικὸ τοῦ κατεστημένου.
Πῶς ἔγινε ἡ ἐξάπλωσι τῆς Ἐκκλησίας; Ἐὰν ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὴν ἱστορία, θὰ δοῦμε ὅτι ὡρισμένοι ἵδρυσαν βασιλεῖες καὶ αὐτοκρατορίες μεγάλες, ὅπως εἶνε λόγου χάριν τὸ Μακεδονικὸ κράτος τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ἡ ῾Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὸ κράτος τοῦ Μ. Ναπολέοντος, ποὺ ἔφθασαν ὣς τὰ πέρατα τῆς γῆς. Ἔφθασαν· ἀλλὰ πῶς ἔφθασαν; Ὁ μὲν Ἀλέξανδρος μὲ τὶς περίφημες φάλαγγες ποὺ ἐξώπλισε, ὁ Καῖσαρ μὲ τὶς λεγεῶνες του, ὁ Ναπολέων μὲ τὶς στρατιές του. Ἡ βασιλεία ὅμως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐπεβλήθη μὲ ὅπλα. Πῶς ἁπλώθηκε; Ἐδῶ εἶνε τὸ θαυμαστό. Ποῦ εἶνε οἱ φάλαγγες, οἱ λεγεῶνες, τὰ στρατεύματά της; Ποῦ εἶνε τὰ ὅπλα καὶ τὰ πυροβόλα της;
Τί μέσα μεταχειρίστηκε λοιπόν; Χρῆμα; Οἱ ἀπόστολοι δὲν εἶχαν στὶς τσέπες τους τίποτα. Ὅπλα; Ἕνα σουγιᾶ εἶχε ὁ Πέτρος, καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπηγόρευσε νὰ τὸν ἔχῃ κι αὐτόν. Σοφία καὶ γνῶσι; Ἀγράμματοι ἦταν. Καὶ ὅμως, χωρὶς λεφτά, χωρὶς ὅπλα, χωρὶς γνώσεις καὶ ἐπιστῆμες, ξεκίνησαν οἱ δώδεκα ψαρᾶδες καὶ ἐξέτειναν στὸν κόσμο τὴν μεγαλυτέρα βασιλεία, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.
Τὶς δυσκολίες αὐτὲς τὶς γνώριζε ὁ Χριστός, γι᾿ αὐτὸ τοὺς εἶπε· «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων»· σᾶς στέλνω σὰν πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους (Ματθ. 10,16). Πρόβατα οἱ ἀπόστολοι, λύκοι ὁ κόσμος τῶν αὐτοκρατόρων, τῶν διωκτῶν, τῶν Νερώνων. Γιά φανταστῆτε τώρα τὸ χειμῶνα νὰ πάρῃς δώδεκα πρόβατα καὶ νὰ τὰ σπρώξῃς μέσα σ’ ἕνα ἄγριο δάσος γεμᾶτο λύκους. Τί περιμένετε, ποιό θὰ εἶνε τὸ ἀποτέλεσμα; Ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ τὰ πρόβατα θὰ γίνουν βορὰ τῶν λύκων. Καὶ ὅμως ἐδῶ τὰ πρόβατα δὲν ἐξωλοθρεύθηκαν, ἀλλὰ καὶ νίκησαν τοὺς λύκους! Καὶ μόνο αὐτό; ἔκαναν καὶ τοὺς λύκους πρόβατα! Εἶνε ποτὲ δυνατὸν ὁ λύκος νὰ γίνῃ πρόβατο; Ἐν τούτοις ἔγινε· οἱ ἀπόστολοι κατώρθωσαν νὰ κάνουν Χριστιανοὺς καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς διῶκτες των.
Ποιά ἡ δύναμι τῆς Ἐκκλησίας; Φαίνεται, ὅτι παραπάνω ἀπὸ τὰ ὅπλα, τὰ χρήματα, τὴ σοφία, ὑπάρχει μιὰ ἄλλη δύναμι, ἀόρατη. Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· δὲ νικοῦν τὰ ὑλικὰ μέσα. Μιὰ χούφτα ἀνθρώπων κατώρθωσε νὰ νικήσῃ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76,11). Ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο ἐκπορεύεται μία ἀήττητος δύναμις, ποὺ νικᾷ τὰ πάντα.
Ἐὰν λοιπὸν ἀποβλέψουμε στὴν ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐὰν ἀποβλέψουμε στὴν ἐξάπλωσί της, ἐὰν δοῦμε τοὺς ἐχθροὺς ποὺ ἀντιμετώπισε, παντοῦ βλέπουμε τὸ θαῦμα. Ἀξιοθαύμαστη ἡ Ἐκκλησία μας, ἀήττητη. Κανείς δὲν μπόρεσε νὰ τὴν καταβάλῃ. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ἱστορία ἀλλεπαλλήλων θαυμάτων. Ἀναφέρω δύο μόνο.
Τί ἑορτάζουμε στὶς 25 Μαρτίου; Πῶς σώθηκε ἕνας λαὸς ποὺ ἦταν 400 χρόνια σκλάβος. Πῶς σώθηκε; Ἐρώτημα μεγάλο. Ἄλλα ἔθνη, μέσα σὲ 50 – 60 χρόνια δουλείας, ἀφωμοιώθηκαν καὶ ἔσβησαν. Πῶς ἐδῶ τέσσερις ὁλόκληροι αἰῶνες δὲν κατώρθωσαν νὰ διακόψουν τὴν ἱστορία τοῦ ἔθνους μας; Τί ἀπαντᾷ ἡ ἱστορία; ὄχι οἱ πλαστογράφοι τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ ἱστορία; Καὶ οἱ λίθοι ἀκόμα καὶ οἱ πέτρες φωνάζουν, ὅτι τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων ἀνωρθώθηκε καὶ σώθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ στάθηκε ἡ κιβωτός, μέσα στὴν ὁποία διατηρήθηκε. Αὐτὴ τὸ κράτησε στὶς ἀγκάλες της ὅπως ἡ μάνα τὸ νήπιο. Αὐτὸ ἔκανε τὸν ποιητὴ Κώστα Κρυστάλλη νὰ γράψῃ·
Ὦ Ἐκκλησία – «Θρησκεία! γλυκειὰ μάνα,
τί ὄμορφη δίνεις ἐσὺ λαλιὰ καὶ στὴν καμπάνα,
καὶ πόσο ἐκείνη ἡ λαλιὰ σαλεύει τὴν καρδιά μας!
Πόσες, ἐκεῖνος ὁ σταυρὸς ἀπ’ τὰ καμπαναριά μας,
στὴν ἀντηλιάδα χύνοντας τόσες χρυσὲς ἀχτῖδες,
χύνει βαθειά μας, στὴν ψυχή, γλυκὲς χρυσὲς ἐλπίδες!».
Θέλετε ἄλλο θαῦμα; ῾Ρίξτε ἕνα βλέμμα στὴ ῾Ρωσία. Τὸ 1917 ἔγινε τὸ πείραμα. Ἄθεο καθεστὼς ἔβαλε μπροστὰ νὰ ξεῤῥιζώσῃ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Κάψανε, γκρεμίσανε, καταστρέψανε· ἔστειλαν σὲ στρατόπεδα, βασάνισαν, θανάτωσαν. Τελικὰ τί κατώρθωσαν; Στὸ Στάλινγκραντ καὶ στὴ Μόσχα λαὸς πολύς, καὶ ἄντρες καὶ παιδιὰ καὶ γέροντες, καὶ ἐπιστήμονες καὶ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, πηγαίνουν στὶς ἐκκλησίες καὶ πιστεύουν περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι πιστεύουμε ἐμεῖς. Ὦ Ἐκκλησία ἀήττητος! κανείς μὰ κανείς δὲ θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ σὲ κλονίσῃ.
Εἴμεθα παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν εἴμεθα χιλιασταί, δὲν εἴμεθα μασόνοι, δὲν εἴμεθα ῥοταριανοί, δὲν εἴμεθα ὀπαδοὶ τοῦ ἀθέου ὑλισμοῦ, δὲ λατρεύουμε τὰ εἴδωλα. Ἀνήκουμε στὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, στὴ μητέρα Ἐκκλησία.
Τὸ συμπέρασμα ποιό εἶνε; Γράψατέ το· Ὅποιος τὰ βάζει μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, θὰ γίνῃ στάχτη. Θὰ ὁμολογήσῃ καὶ αὐτός· «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε». Τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ ὁ λόγος του εἶνε ἀληθινός· «Πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18). Ὅλοι οἱ δαίμονες δὲ μποροῦν νὰ κλονίσουν τὴν Ἐκκλησία.
Σ᾿ αὐτὴν ἀνήκουμε, καὶ εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀναδεικνύῃ πάντοτε πιστὰ καὶ ἀφωσιωμένα τέκνα της, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Κυριακή της Ορθοδοξίας: Τι γιορτάζουμε;
Την προσεχή Κυριακή, 5 Μαρτίου, Α’ Κυριακή των Νηστειών, εορτάζεται πανορθοδόξως η αναστήλωση των Ιερών Εικόνων, η οποία καθιερώθηκε το 843 από την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα, τον υιό αυτής Μιχαήλ τον Γ’ και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιο τον Ομολογητή.
Την Κυριακή της Ορθοδοξίας εορτάζουμε την ανάμνηση του κορυφαίου γεγονότος της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, το οποίο επισυνέβη το 843 μ.Χ. στο Βυζάντιο, χάρις στην αποφασιστική συμβολή της βασιλίσσης και μετέπειτα αγίας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεοφίλου (840 – 843 μ.Χ.).
Αναφερόμαστε στη μεγάλη εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε κυριολεκτικά την Εκκλησία μας για περισσότερα από εκατό χρόνια.
Το 726 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ’ ο Ίσαυρος (717 – 741 μ.Χ.) αποφάσισε να επιφέρει στο κράτος ριζικές μεταρρυθμίσεις. Μια από αυτές ήταν η απαγόρευση προσκύνησης των ιερών εικόνων, επειδή, παίρνοντας αφορμή από ορισμένα ακραία φαινόμενα εικονολατρίας, πίστευε πως η χριστιανική πίστη παρέκλινε στην ειδωλολατρία. Στην ουσία όμως εξέφραζε δικές του ανεικονικές απόψεις, οι οποίες ήταν βαθύτατα επηρεασμένες από την ανεικονική ιουδαϊκή και ισλαμική πίστη. Η αναταραχή ήταν αφάνταστη. Η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο φοβερά αντιμαχόμενες ομάδες, τους εικονομάχους και τους εικονολάτρες. Οι διώξεις φοβερές. Μεγάλες πατερικές μορφές ανάλαβαν να υπερασπίσουν την ορθόδοξη πίστη. Στα 787 μ.Χ. συγκλήθηκε η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία διατύπωσε με ακρίβεια την οφειλόμενη τιμή στις ιερές εικόνες. Σε αυτή επίσης διευκρινίστηκαν και άλλα δυσνόητα σημεία της χριστιανικής πίστεως, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη αποκρυστάλλωση του ορθοδόξου δόγματος και να ομιλούμε για θρίαμβο της Ορθοδοξίας μας.
Η εικόνα στην Ορθοδοξία μας δεν αποτελεί αντικείμενο λατρείας, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσον τιμής του εικονιζόμενου προσώπου. Ακόμα και ο Χριστός μπορεί να εικονισθεί, διότι έγινε άνθρωπος. Μάλιστα όποιος αρνείται τον εικονισμό του Χριστού αρνείται ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση Του! Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια.
Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, διότι η τιμή δεν απευθύνεται στην ύλη, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P . G . 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P . G .94 1356). Η ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.
Η εικόνα έχει τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείον.
Βεβαίως η ηρεμία δεν αποκαταστάθηκε, διότι εξακολουθούσαν να βασιλεύουν εικονομάχοι αυτοκράτορες. Στα 843 η ευσεβής αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επίτροπος του ανήλικου γιου της Μιχαήλ του Γ΄, έθεσε τέρμα στην εικονομαχική έριδα και συνετέλεσε στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας.
Οι Πατέρες όρισαν να εορτάζεται ο θρίαμβος του ορθοδόξου δόγματος την πρώτη Κυριακή των Νηστειών για να δείξει στους πιστούς πως ο πνευματικός μας αγώνας θα πρέπει να συνδυάζεται με την ορθή πίστη για να είναι πραγματικά αποτελεσματικός. Νηστεία και ασκητική ζωή έχουν και άλλες αιρέσεις ή θρησκείες, και μάλιστα με πολύ αυστηρότερους κανόνες άσκησης. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να σωθούν και να ενωθούν με το Θεό. Η σωτηρία είναι συνώνυμη με την αλήθεια, αντίθετα η πλάνη και το ψεύδος οδηγούν σε αδιέξοδα και εν τέλει στην απώλεια.
Δείτε βίντεο από τον περυσινό εορτασμό της Κυριακής της Ορθοδοξίας στην Ι.Μ. Δοχειαρίου Αγίου Όρους
Κυριακή της Ορθοδοξίας: Τι γιορτάζουμε;
Την προσεχή Κυριακή, 5 Μαρτίου, Α’ Κυριακή των Νηστειών, εορτάζεται πανορθοδόξως η αναστήλωση των Ιερών Εικόνων, η οποία καθιερώθηκε το 843 από την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα, τον υιό αυτής Μιχαήλ τον Γ’ και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιο τον Ομολογητή.
Την προσεχή Κυριακή, 5 Μαρτίου, Α’ Κυριακή των Νηστειών, εορτάζεται πανορθοδόξως η αναστήλωση των Ιερών Εικόνων, η οποία καθιερώθηκε το 843 από την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα, τον υιό αυτής Μιχαήλ τον Γ’ και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιο τον Ομολογητή.