ΜΑΧΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΤΟ 1974 (ΔΙΗΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΕΦΕΔΡΟΥ ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΑ) Πρωί – πρωί μας ανέφεραν πως δ...
ΜΑΧΕΣ ΣΤΟΝ
ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΤΟ 1974
(ΔΙΗΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΕΦΕΔΡΟΥ ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΑ)
(ΔΙΗΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΕΦΕΔΡΟΥ ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΑ)
Πρωί – πρωί μας ανέφεραν πως δυο
άρματα εμφανίστηκαν στον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας. Έπρεπε να τα καταστρέψουμε.
Συγκροτηθήκαμε σε τμήματα και ξεκινήσαμε σιγά – σιγά για τον Άγιο Γεώργιο,
απέναντι από το δρόμο που οδηγεί στις Καμάρες.
Λάβαμε τις θέσεις μας. Τοποθέτησα το
αντιαρματικό δίπλα από το δρόμο, επί του αναχώματος και περιμέναμε τα άρματα.
Με
εντυπωσίασε τόσο πολύ, που έμεινα και το έβλεπα. Ήταν υπέρογκο. Σαν κινούμενη
κατοικία. Στιγμιαίο δίλημμα: τι να σημαδέψω, τις ερπύστριες ή το πυροβόλο;
Τελικά σημάδεψα τις ερπύστριες. Το άρμα ακινητοποιήθηκε. Αμέσως άρχισε να
βάλλει το πυροβόλο του. Τα υπόλοιπα άρματα σκορπίστηκαν με τις πρώτες εκρήξεις
και άρχισαν να κινούνται προς τις θέσεις μας. Το πυροβόλο του πρώτου άρματος
συνέχισε να βάλλει. Στην κουφάλα ενός δένδρου πρόσεξα το Χρίστο Καρεφυλλίδη.
Καθόταν κάτω από το δένδρο. Βλέμμα απλανές προς τη θάλασσα. Έκτοτε αγνοείται. Η
οπισθοχώρηση ήταν πολύ δύσκολη. Περνούσαμε μέσα από τα περβόλια. Πέφταμε σε
συρματοπλέγματα. Καθοδόν συναντήσαμε αρκετούς τραυματίες. Καταλήξαμε στον Άγιο
Γεώργιο. Διασχίσαμε τον ποταμό, κάπου στο κέντρο του χωριού και ανασυγκροτηθήκαμε.
Έπρεπε το ταχύτερο να κινηθούμε προς την Κερύνεια. Να αμυνθούμε στην είσοδο της
πόλης. Ξεκινήσαμε πεζή. Οι δρόμοι ήταν ήδη κλειστοί γιατί είχαν κτυπηθεί από τα
άρματα. Δεν γνωρίζαμε μέχρι που είχαν προελάσει. Κατευθυνθήκαμε προς Κερύνεια μέσα
από τα χωράφια. Περάσαμε από το Τέμπλος, όπου υπήρχαν τούρκικα φυλάκια. Άρχισαν
να μας κτυπούν και απ’ εκεί. Γύρω στο μεσημέρι τερματίσαμε στο γήπεδο του
Γ.Σ.Πράξανδρος, στην είσοδο της πόλης της Κερύνειας. Οχυρωθήκαμε σε μια υπό
ανέγερση πολυκατοικία. Μετά από λίγο οι Τούρκοι εντόπισαν τη θέση μας,
περικύκλωσαν την οικοδομή κι άρχισαν να μας κτυπούν μέχρι το σούρουπο.
Οι απώλειές μας, όσο προχωρούσε ο
χρόνος γίνονταν τρομακτικές. Δεν είχαμε παρά ελάχιστα πυρομαχικά. Περιμέναμε
από στιγμή σε στιγμή να εκδηλώσουν την τελική επίθεσή τους. Ελπίδα δεν υπήρχε
πια. Ήταν όλα χαμένα. Ο αγώνας συμβολικός. Για την τιμή των όπλων. Ο Λοχαγός
Βασίλης Ροκκάς διέταξε επίθεση. Οι ευρισκόμενοι στους πάνω ορόφους δεν λάβαμε
γνώση της διαταγής. Οι καταδρομείς του πρώτου ορόφου, γύρω στα 15 – 20 άτομα,
όρμησαν προς τα έξω. Στην προσπάθεια για διάνοιξη του κλοιού κάποιοι έπεσαν. Ο
Λοχαγός τραυματίστηκε. Οι Τούρκοι συνέχισαν το σφυροκόπημα. Μας φώναζαν στα
ελληνικά: ‘‘Κομάντος παραδοθείτε. Ξέρουμε ότι είστε πάνω στην πολυκατοικία.’’
Με μηδενικές πιθανότητες σωτηρίας ανταποδίδαμε μερικώς το πυρ, λόγω έλλειψης
πυρομαχικών. Σε λίγο κτυπήθηκε δίπλα μου ένας σύντροφος. Δέχθηκε ριπή στο
στομάχι. Ο πόνος ανυπόφορος. Σε σημείο που να επιζητείς το θάνατο. Προσπαθούσα
να τον παρηγορήσω. ‘‘Περίμενε. Μόλις φύγουν θα σε μεταφέρω.’’ Έμεινε πεσμένος
για ένα περίπου τέταρτο. Από το σημείο που βρισκόμουν δεν μπορούσα να τον
πλησιάσω. Του έριχνα κάθε τόσο κομμάτια από τούβλο στα πόδια για να διαπιστώσω
αν είναι ζωντανός. Με κάθε κομμάτι που του έριχνα μετακινούσε ελαφρά κι ανεπαίσθητα
το σώμα του. Του μιλούσα συνεχώς. ‘‘Άντεξε ακόμα λίγο. Θα σε πάρω κάτω μόλις
νυχτώσει’’. Μετά από μισή περίπου ώρα, όταν του μίλησα και πάλι δεν μου
απάντησε. Παρέμεινε σιωπηλός κι ακίνητος.
Εκείνη τη στιγμή, στηριζόμενος με
την πλάτη στη δοκό, προσπάθησα να τον προσεγγίσω. Δέχθηκα μια σφαίρα στο
γόνατο. Πέρασαν 2 – 3 λεπτά για να νιώσω τον πόνο. Με κομμάτι από το χιτώνιό
μου έδεσα το τραύμα. Όπως ήμουν τώρα πλησίον του Δεκανέα διαπίστωσα πως ήταν
νεκρός. Έπλεε στο αίμα. Σύρθηκα αργά – αργά πίσω. Είχε ήδη νυχτώσει. Σταμάτησαν
οι πυροβολισμοί. Οι Τούρκοι υπέθεσαν πως ουδείς έμεινε ζωντανός κι έτσι άρχισαν
να προχωρούν προς την Κερύνεια. Δίπλα μου ήταν δυο νεκροί στρατιώτες. Άρχισα να
χάνω περισσότερο αίμα. Δοκίμασα να σηκωθώ, αλλά έπεσα χάμω. Εκεί που έπεσα,
όπως άπλωσα τα χέρια μου, ένιωσα το κορμί κάποιου που πρέπει να ήταν νεκρός.
Τραβήχτηκα ένα μέτρο πιο πέρα. Πλήρης ησυχία. Νεκρική. Δυο αδελφοί με βοήθησαν
να βαδίσω μέχρι το ισόγειο. Προσπάθησαν να με μεταφέρουν μαζί τους προς το
βουνό, μέσω Πέλλαπαϊς, για να μεταβούμε τελικά στη Λευκωσία. Δεν δέχθηκα, γιατί
θα τους έθετα κι αυτούς σε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο.
Μόλις έφυγαν, σύμπτυξα το
καλασνίκωφ, το χρησιμοποίησα ως υποστήριγμα και προχώρησα. Απομακρύνθηκα από
την πολυκατοικία, εισήλθα σ’ ένα σπίτι, αφού πέρασα από την αυλή. Ξάπλωσα στον
καναπέ. Αμέσως αποκοιμήθηκα. Σε λίγη ώρα ξύπνησα από κάποιες ομιλίες.
Εγκαταλείποντας το σπίτι στις 23 Ιουλίου, εξαφάνισα κάθε ίχνος της εκεί
παρουσίας μου και ιδιαίτερα τις κηλίδες αίματος από το τραύμα μου, που πιστά μ’
ακολουθούσαν. Πήγα σ’ ένα χωράφι πιο κάτω και χώθηκα στην κουφάλα μιας μεγάλης
ελιάς. Έμεινα εκεί σκεπτόμενος πώς να ενεργήσω. Επικρατούσε τόση ηρεμία και
ησυχία, που η Κερύνεια έμοιαζε με έρημη πόλη. Στην κουφάλα έμεινα για μια
περίπου ώρα. Σε κάποια στιγμή κοίταξα το πόδι μου. Είχε γεμίσει μυρμήγκια από
το αίμα που στέγνωσε στην πληγή. Η κάλτσα κόλλησε στο πόδι μου και στο άρβυλο.
Προχώρησα και είδα ένα σπίτι με χαμηλά παράθυρα. Για καλή μου τύχη ήταν τα
εξώφυλλα ανοικτά κι έτσι μπόρεσα να μπω μέσα.
Βρέθηκα στο υπνοδωμάτιο κι έπεσα στο
στρώμα. Αμέσως έπλυνα το πόδι μου. Αφού λούθηκα, τύλιξα τα στρατιωτικά ρούχα
μου σ’ ένα προσόψιο και τα έκρυψα στο ερμάρι του λουτρού, μαζί με τα άρβυλα. Το
όπλο το έβαλα στο κάτω μέρος. Φόρεσα ρούχα πολιτικά που ευτυχώς βρήκα στο
μέγεθός μου. Σε λίγο έσπαζε το γυαλί της εξώθυρας. Στη συνέχεια την άκουσα να
ανοίγει. Μπήκαν οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες και πρόταξαν τα όπλα τους κατά
πάνω μου…