Αληθινή αλλαγή; Μόνο ο Χριστός! Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐα...
Αληθινή αλλαγή; Μόνο ο Χριστός!
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο διηγεῖται ἕνα θαῦμα. Μὰ ἐμεῖς, θὰ πῆτε, δὲν ἀκούσαμε θαῦμα. Θαῦμα εἶνε ἕνας τυφλὸς νὰ δῇ τὸ φῶς, ἕνας κουφὸς νὰ ἀκούσῃ, ἕνας παράλυτος νὰ περπατήσῃ, ἕνας νεκρὸς ν᾽ ἀναστηθῇ. Τέτοιο πρᾶγμα δὲ λέει τὸ εὐαγγέλιο… Ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐπιμένω· διηγεῖται θαῦμα ἀνώτερο ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτά. Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ θαῦμα;
* * *
Στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ στὴν πόλι Συχὰρ τῆς Σαμαρείας τῆς Παλαιστίνης ζοῦσε μιὰ γυναίκα. Ἡ ζωή της δὲν ἦταν καλή. Ζοῦσε ἄτακτα. Εἶχε χωρίσει μὲ τὸν πρῶτο ἄντρα της καὶ πῆρε δεύτερο, ἔπειτα χώρισε μὲ τὸ δεύτερο καὶ πῆρε τρίτο, χώρισε μὲ τὸν τρίτο καὶ πῆρε τέταρτο, χώρισε καὶ μὲ τὸν τέταρτο καὶ πῆρε πέμπτο· τέλος χώρισε καὶ μ᾽ αὐτὸν καὶ συζοῦσε μ᾽ ἕναν ἕκτο παρανόμως. Τί νὰ ποῦμε; Ἡ γενεά μας δὲ μπορεῖ νὰ τὴν κατακρίνῃ· εἴμεθα κ᾽ ἐμεῖς σὲ μεγάλη διαφθορά.
Παλαιότερα τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο. Τώρα; ἀπ᾽ τὰ διαζύγια ζοῦνε οἱ δικηγόροι κι ἀπ᾽ τὶς ἐκτρώσεις οἱ γιατροί. Ποῦ καταντήσαμε· ἔφτειαξαν νέους νόμους, ποὺ κάνουν τὸ διαζύγιο ἀκόμα πιὸ εὔκολο. Εἶχε πεῖ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ ὁ ἄντρας θ᾽ ἀλλάζῃ γυναῖκα ὅπως ἀλλάζει πουκάμισο, καὶ ἡ γυναίκα θ᾽ ἀλλάζῃ ἄντρα ὅπως ἀλλάζει φουστάνι. Ἐκεῖ φτάσαμε. Ἡ μοιχεία δὲν θεωρεῖται τίποτα. Σπάνιο πρᾶγμα τώρα γυναίκα νὰ γνωρίσῃ ἕναν ἄντρα. Μία ἀπὸ τὶς νεοφώτιστες γυναῖκες, ποὺ ἔχω βαπτίσει στὴ Φλώρινα, συναντήθηκε μὲ κάποια ξένη, ἀπὸ ἄλλο μέρος, κ᾽ ἐκείνη τῆς μιλοῦσε περιφρονητικά. ―Ἐσεῖς εἶστε γύφτισσες, λέει. ―Ἄκουσε, τῆς ἀπαντᾷ ἡ νεοφώτιστη· ἐμένα ποὺ μὲ βλέπεις ἕναν ἄντρα γνώρισα, ἐσὺ πόσους ἔχεις γνωρίσει; Τότε ἡ ἄλλη κατέβασε τὸ κεφάλι…
Ἔτσι ζοῦσε καὶ ἡ Σαμαρείτισσα. Ἀλλὰ εἶχε κ᾽ ἕνα καλό. Διότι δὲν ὑπάρχει ἅγιος χωρὶς κάποιο ἐλάττωμα, καὶ δὲν ὑπάρχει ἁμαρτωλὸς ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ καὶ κάτι καλό. Καὶ ἡ ἁμαρτωλὴ αὐτὴ εἶχε κάτι ποὺ ταιριάζει στὴ γυναῖκα· εἶχε ντροπή. Ἀπὸ ποῦ τὸ συμπεραίνουμε; Τὸ χωριὸ εἶχε ἕνα πηγάδι, ὅπου πήγαιναν πρωὶ – βράδυ ὅλες οἱ γυναῖκες κ᾽ ἔπαιρναν νερό. Αὐτὴ λοιπὸν δὲν πήγαινε μαζί τους· πήγαινε τὸ μεσημέρι ποὺ ἔκαιγε ὁ ἥλιος. «Ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη», λέει τὸ εὐαγγέλιο (Ἰωάν. 4,6). Ντρεπόταν, καὶ πήγαινε μόνη. Σήμερα τέτοια ντροπὴ δὲ βλέπεις· οἱ γυναῖκες εἶνε ξετσίπωτες, περπατοῦν γυμνές, μὲ τὰ μέλη ἀκάλυπτα, σὰν κρέατα κρεμασμένα στὰ τσιγκέλια. Κι ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ γύμνια ἀρχίζει ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία. Ντροπὴ δὲν ὑπάρχει.
Ἡ Σαμαρείτισσα ὅμως εἶχε τοῦτο τὸ καλό. Γι᾽ αὐτό, ἐνῷ τὴν περιφρονοῦσαν ὅλοι, ἕνας τὴν πρόσεξε· ὁ Χριστός. Βάδισε χιλιόμετρα πεζῇ καὶ ἦρθε στὸ χωριό της. Ἐπίτηδες ἦρθε, γι᾽ αὐτὴ τὴν ψυχή. Καὶ δὲν τὴν εἶπε πόρνη, ἐλεεινή, τρισάθλια, ἀλλ᾽ ἄνοιξε συζήτησι μαζί της.
Διψασμένος ὅπως ἦταν, τῆς λέει· ―Δός μου νὰ πιῶ. Αὐτὴ παραξενεύτηκε, διότι ἦταν Ἰουδαῖος, καὶ οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες εἶχαν μῖσος. ―Πῶς ἐσύ, τοῦ λέει, ζητᾷς νερὸ ἀπὸ μένα, μιὰ Σαμαρείτισσα; Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ· ―Ἂν ἤξερες ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει νερό… Ὁ Χριστὸς φαινόταν ἄνθρωπος, μὲ ταπεινὸ σχῆμα, ἀλλὰ ἦταν Θεός. Καὶ τί ζητοῦσε; Ἕνα ποτήρι νερό. Νερὸ ζήτησε καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ στὸ σταυρό· ἀφυδατωμένος ἀπὸ τὴν αἱμορραγία εἶπε «Διψῶ» (Ἰωάν. 19,28), καὶ ἀντὶ νερὸ τὸν πότισαν χολή. Ποιός διψᾷ; Αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὰ σύννεφα, τὴ βροχή, τὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς· αὐτὸς πού, τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ, θὰ στερέψουν τὰ νερά.
Καὶ θὰ γίνῃ αὐτὸ κάποτε. Σᾶς τὸ λέω· εἴμεθα ἀχάριστοι. Ἄλλοτε ὑπῆρχε εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό. Θυμήθηκα τὴν ἐποχὴ πρὶν 80 χρόνια, ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔπιναν ἕνα ποτήρι νερὸ κ᾽ ἔκαναν τὸ σταυρό τους. Τώρα; τὴ μπουκιὰ ἔχουν στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶνε. Ἀγνώμων ἄνθρωπε, θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ στερέψουν οἱ πηγές, καὶ τότε θὰ τρέχῃς σὰν τρελλὸς νὰ βρῇς νερὸ καὶ θὰ γλείφῃς τὰ βράχια μέσ᾽ στὶς σπηλιὲς γιὰ νὰ δροσιστῇς. Γι᾽ αὐτὸ τώρα, ὅταν τρῶς καὶ πίνῃς στὸ σπίτι σου, λέγε «Δόξα σοι, ὁ Θεός».
―Δός μου νὰ πιῶ, λέει τώρα στὴ γυναῖκα· κι ἂν ἤξερες ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει, ἐσὺ θὰ τοῦ ζητοῦσες νὰ σοῦ δώσῃ τὸ ἀθάνατο νερό. Γιατὶ ἐγώ ἔχω τὸ ἀθάνατο νερό… ―Τὸ ἀθάνατο νερό; Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Δός μου το, Κύριε, νὰ μὴν ἔρχωμαι κάθε φορὰ ἐδῶ νὰ ἀντλῶ.
Ὁ Χριστὸς τῆς λέει· ―Φώναξε τὸν ἄντρα σου. ―Δὲν ἔχω ἄντρα. ―Καλὰ εἶπες· πέντε ἄντρες ἄλλαξες, κι οὔτε αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα εἶνε νόμιμος. Ἡ γυναίκα σκέφτηκε· Προφήτης θὰ εἶνε· ποῦ ξέρει τὰ μυστικά μου;… Ὤ τὰ μυστικά μας! Δὲν τὰ ξέρει ὁ ἄντρας σου – τὸν κοροϊδεύεις, δὲν τὰ ξέρει ἡ γυναίκα σου, δὲν τὰ ξέρουν τὰ παιδιά σου, δὲν τὰ ξέρει κανείς· τὰ ξέρει ὅμως ὁ Θεός, καὶ ἀλλοίμονό σου!…
―Βλέπω, Κύριε, λέει ἡ Σαμαρείτισσα, ὅτι εἶσαι προφήτης· λῦσε μου μιὰ ἀπορία γιὰ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ· ποῦ πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός, στὰ Ἰεροσόλυμα ποὺ λέτε σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι, ἢ στὸ ὄρος Γαριζὶν ὅπως ἔκαναν οἱ δικοί μας πρόγονοι; Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ· ―Οὔτε στὸ Γαριζίν, οὔτε στὰ Ἰεροσόλυμα· «πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. 4,24). Βαρυσήμαντα λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα κήρυξε μιὰ ἀλήθεια αἰώνια. Γι᾽ αὐτὸ ἡ πίστι μας δὲ συγκρίνεται μὲ καμμιά θρησκεία τοῦ κόσμου.
Κι ὅταν στὴ συνέχεια ὁ Χριστὸς τῆς ἀπεκάλυψε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Μεσσίας, τότε ἐκείνη ἀφήνει τὴ στάμνα της, τρέχει στὸ χωριὸ καὶ λέει σὲ ὅλους· Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα· μήπως αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός; Καὶ ἦρθαν ὅλοι, τὸν ἄκουσαν, καὶ πίστεψαν. Καὶ εἶπαν στὴ γυναῖκα· ―Δὲν πιστεύουμε πλέον ἐπειδὴ τὰ εἶπες ἐσύ· πιστεύουμε, γιατὶ μόνοι μας γνωρίσαμε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός.
Ἡ Σαμαρείτιδα πίστεψε ἡ ἴδια, πίστεψαν τὰ παιδιά της καὶ πολλοὶ συγγενεῖς της. Ἄλλαξε ὄνομα, ὠνομάστηκε Φωτεινή. Ἔγινε ἱεραπόστολος. Ἔφυγε ἀπ᾽ τὸ χωριό της, περιώδευσε πόλεις καὶ χωριά, κήρυξε Χριστὸν ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν. Ἔφτασε καὶ στὴν ἀλησμόνητο Σμύρνη κ᾽ ἐκεῖ μαρτύρησε. Ἐκεῖ οἱ Μικρασιᾶται πρόγονοί μας, μέσα σὲ 40 μέρες τῆς ἔχτισαν μεγάλο ναό, καὶ ἐκεῖ σὰν σήμερα τὴν ἑώρταζαν οἱ Σμυρνιοί, ἕως ὅτου ἦρθε ἡ καταστροφὴ τοῦ 1922. Στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης καὶ εἶπε· Ἕλληνες, μὴ χάνετε τὸ θάρρος σας· θὰ ξημερώσουν καλύτερες ἡμέρες γιὰ τὸ ἔθνος μας! Ὕστερα τὸν ἅρπαξε τὸ ἄλογο πλῆθος καὶ τὸν ἔκανε κομμάτια καὶ τὸ αἷμα του ῥάντισε τὰ καλντερίμια. Μετὰ ἀπὸ χρόνια τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ αὐτοῦ μεταφέρθηκε στὴν Ἑλλάδα καὶ τοποθετήθηκε σὲ καινούργιο ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς στὴ Νέα Σμύρνη Ἀθηνῶν, ποὺ ἔχτισαν οἱ πρόσφυγες, καὶ ἐκεῖ τὴν ἑορτάζουν.
Αὐτὴ εἶνε ἡ ἱστορία τῆς Σαμαρείτιδος, ποὺ ἦταν σκοτεινὴ καὶ ἔγινε ἁγία Φωτεινή.
Παλαιότερα τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο. Τώρα; ἀπ᾽ τὰ διαζύγια ζοῦνε οἱ δικηγόροι κι ἀπ᾽ τὶς ἐκτρώσεις οἱ γιατροί. Ποῦ καταντήσαμε· ἔφτειαξαν νέους νόμους, ποὺ κάνουν τὸ διαζύγιο ἀκόμα πιὸ εὔκολο. Εἶχε πεῖ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ ὁ ἄντρας θ᾽ ἀλλάζῃ γυναῖκα ὅπως ἀλλάζει πουκάμισο, καὶ ἡ γυναίκα θ᾽ ἀλλάζῃ ἄντρα ὅπως ἀλλάζει φουστάνι. Ἐκεῖ φτάσαμε. Ἡ μοιχεία δὲν θεωρεῖται τίποτα. Σπάνιο πρᾶγμα τώρα γυναίκα νὰ γνωρίσῃ ἕναν ἄντρα. Μία ἀπὸ τὶς νεοφώτιστες γυναῖκες, ποὺ ἔχω βαπτίσει στὴ Φλώρινα, συναντήθηκε μὲ κάποια ξένη, ἀπὸ ἄλλο μέρος, κ᾽ ἐκείνη τῆς μιλοῦσε περιφρονητικά. ―Ἐσεῖς εἶστε γύφτισσες, λέει. ―Ἄκουσε, τῆς ἀπαντᾷ ἡ νεοφώτιστη· ἐμένα ποὺ μὲ βλέπεις ἕναν ἄντρα γνώρισα, ἐσὺ πόσους ἔχεις γνωρίσει; Τότε ἡ ἄλλη κατέβασε τὸ κεφάλι…
Ἔτσι ζοῦσε καὶ ἡ Σαμαρείτισσα. Ἀλλὰ εἶχε κ᾽ ἕνα καλό. Διότι δὲν ὑπάρχει ἅγιος χωρὶς κάποιο ἐλάττωμα, καὶ δὲν ὑπάρχει ἁμαρτωλὸς ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ καὶ κάτι καλό. Καὶ ἡ ἁμαρτωλὴ αὐτὴ εἶχε κάτι ποὺ ταιριάζει στὴ γυναῖκα· εἶχε ντροπή. Ἀπὸ ποῦ τὸ συμπεραίνουμε; Τὸ χωριὸ εἶχε ἕνα πηγάδι, ὅπου πήγαιναν πρωὶ – βράδυ ὅλες οἱ γυναῖκες κ᾽ ἔπαιρναν νερό. Αὐτὴ λοιπὸν δὲν πήγαινε μαζί τους· πήγαινε τὸ μεσημέρι ποὺ ἔκαιγε ὁ ἥλιος. «Ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη», λέει τὸ εὐαγγέλιο (Ἰωάν. 4,6). Ντρεπόταν, καὶ πήγαινε μόνη. Σήμερα τέτοια ντροπὴ δὲ βλέπεις· οἱ γυναῖκες εἶνε ξετσίπωτες, περπατοῦν γυμνές, μὲ τὰ μέλη ἀκάλυπτα, σὰν κρέατα κρεμασμένα στὰ τσιγκέλια. Κι ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ γύμνια ἀρχίζει ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία. Ντροπὴ δὲν ὑπάρχει.
Ἡ Σαμαρείτισσα ὅμως εἶχε τοῦτο τὸ καλό. Γι᾽ αὐτό, ἐνῷ τὴν περιφρονοῦσαν ὅλοι, ἕνας τὴν πρόσεξε· ὁ Χριστός. Βάδισε χιλιόμετρα πεζῇ καὶ ἦρθε στὸ χωριό της. Ἐπίτηδες ἦρθε, γι᾽ αὐτὴ τὴν ψυχή. Καὶ δὲν τὴν εἶπε πόρνη, ἐλεεινή, τρισάθλια, ἀλλ᾽ ἄνοιξε συζήτησι μαζί της.
Διψασμένος ὅπως ἦταν, τῆς λέει· ―Δός μου νὰ πιῶ. Αὐτὴ παραξενεύτηκε, διότι ἦταν Ἰουδαῖος, καὶ οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες εἶχαν μῖσος. ―Πῶς ἐσύ, τοῦ λέει, ζητᾷς νερὸ ἀπὸ μένα, μιὰ Σαμαρείτισσα; Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ· ―Ἂν ἤξερες ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει νερό… Ὁ Χριστὸς φαινόταν ἄνθρωπος, μὲ ταπεινὸ σχῆμα, ἀλλὰ ἦταν Θεός. Καὶ τί ζητοῦσε; Ἕνα ποτήρι νερό. Νερὸ ζήτησε καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ στὸ σταυρό· ἀφυδατωμένος ἀπὸ τὴν αἱμορραγία εἶπε «Διψῶ» (Ἰωάν. 19,28), καὶ ἀντὶ νερὸ τὸν πότισαν χολή. Ποιός διψᾷ; Αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὰ σύννεφα, τὴ βροχή, τὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς· αὐτὸς πού, τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ, θὰ στερέψουν τὰ νερά.
Καὶ θὰ γίνῃ αὐτὸ κάποτε. Σᾶς τὸ λέω· εἴμεθα ἀχάριστοι. Ἄλλοτε ὑπῆρχε εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό. Θυμήθηκα τὴν ἐποχὴ πρὶν 80 χρόνια, ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔπιναν ἕνα ποτήρι νερὸ κ᾽ ἔκαναν τὸ σταυρό τους. Τώρα; τὴ μπουκιὰ ἔχουν στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶνε. Ἀγνώμων ἄνθρωπε, θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ στερέψουν οἱ πηγές, καὶ τότε θὰ τρέχῃς σὰν τρελλὸς νὰ βρῇς νερὸ καὶ θὰ γλείφῃς τὰ βράχια μέσ᾽ στὶς σπηλιὲς γιὰ νὰ δροσιστῇς. Γι᾽ αὐτὸ τώρα, ὅταν τρῶς καὶ πίνῃς στὸ σπίτι σου, λέγε «Δόξα σοι, ὁ Θεός».
―Δός μου νὰ πιῶ, λέει τώρα στὴ γυναῖκα· κι ἂν ἤξερες ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει, ἐσὺ θὰ τοῦ ζητοῦσες νὰ σοῦ δώσῃ τὸ ἀθάνατο νερό. Γιατὶ ἐγώ ἔχω τὸ ἀθάνατο νερό… ―Τὸ ἀθάνατο νερό; Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Δός μου το, Κύριε, νὰ μὴν ἔρχωμαι κάθε φορὰ ἐδῶ νὰ ἀντλῶ.
Ὁ Χριστὸς τῆς λέει· ―Φώναξε τὸν ἄντρα σου. ―Δὲν ἔχω ἄντρα. ―Καλὰ εἶπες· πέντε ἄντρες ἄλλαξες, κι οὔτε αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα εἶνε νόμιμος. Ἡ γυναίκα σκέφτηκε· Προφήτης θὰ εἶνε· ποῦ ξέρει τὰ μυστικά μου;… Ὤ τὰ μυστικά μας! Δὲν τὰ ξέρει ὁ ἄντρας σου – τὸν κοροϊδεύεις, δὲν τὰ ξέρει ἡ γυναίκα σου, δὲν τὰ ξέρουν τὰ παιδιά σου, δὲν τὰ ξέρει κανείς· τὰ ξέρει ὅμως ὁ Θεός, καὶ ἀλλοίμονό σου!…
―Βλέπω, Κύριε, λέει ἡ Σαμαρείτισσα, ὅτι εἶσαι προφήτης· λῦσε μου μιὰ ἀπορία γιὰ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ· ποῦ πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός, στὰ Ἰεροσόλυμα ποὺ λέτε σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι, ἢ στὸ ὄρος Γαριζὶν ὅπως ἔκαναν οἱ δικοί μας πρόγονοι; Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ· ―Οὔτε στὸ Γαριζίν, οὔτε στὰ Ἰεροσόλυμα· «πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. 4,24). Βαρυσήμαντα λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα κήρυξε μιὰ ἀλήθεια αἰώνια. Γι᾽ αὐτὸ ἡ πίστι μας δὲ συγκρίνεται μὲ καμμιά θρησκεία τοῦ κόσμου.
Κι ὅταν στὴ συνέχεια ὁ Χριστὸς τῆς ἀπεκάλυψε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Μεσσίας, τότε ἐκείνη ἀφήνει τὴ στάμνα της, τρέχει στὸ χωριὸ καὶ λέει σὲ ὅλους· Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα· μήπως αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός; Καὶ ἦρθαν ὅλοι, τὸν ἄκουσαν, καὶ πίστεψαν. Καὶ εἶπαν στὴ γυναῖκα· ―Δὲν πιστεύουμε πλέον ἐπειδὴ τὰ εἶπες ἐσύ· πιστεύουμε, γιατὶ μόνοι μας γνωρίσαμε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός.
Ἡ Σαμαρείτιδα πίστεψε ἡ ἴδια, πίστεψαν τὰ παιδιά της καὶ πολλοὶ συγγενεῖς της. Ἄλλαξε ὄνομα, ὠνομάστηκε Φωτεινή. Ἔγινε ἱεραπόστολος. Ἔφυγε ἀπ᾽ τὸ χωριό της, περιώδευσε πόλεις καὶ χωριά, κήρυξε Χριστὸν ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν. Ἔφτασε καὶ στὴν ἀλησμόνητο Σμύρνη κ᾽ ἐκεῖ μαρτύρησε. Ἐκεῖ οἱ Μικρασιᾶται πρόγονοί μας, μέσα σὲ 40 μέρες τῆς ἔχτισαν μεγάλο ναό, καὶ ἐκεῖ σὰν σήμερα τὴν ἑώρταζαν οἱ Σμυρνιοί, ἕως ὅτου ἦρθε ἡ καταστροφὴ τοῦ 1922. Στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης καὶ εἶπε· Ἕλληνες, μὴ χάνετε τὸ θάρρος σας· θὰ ξημερώσουν καλύτερες ἡμέρες γιὰ τὸ ἔθνος μας! Ὕστερα τὸν ἅρπαξε τὸ ἄλογο πλῆθος καὶ τὸν ἔκανε κομμάτια καὶ τὸ αἷμα του ῥάντισε τὰ καλντερίμια. Μετὰ ἀπὸ χρόνια τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ αὐτοῦ μεταφέρθηκε στὴν Ἑλλάδα καὶ τοποθετήθηκε σὲ καινούργιο ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς στὴ Νέα Σμύρνη Ἀθηνῶν, ποὺ ἔχτισαν οἱ πρόσφυγες, καὶ ἐκεῖ τὴν ἑορτάζουν.
Αὐτὴ εἶνε ἡ ἱστορία τῆς Σαμαρείτιδος, ποὺ ἦταν σκοτεινὴ καὶ ἔγινε ἁγία Φωτεινή.
* * *
Πολλοί, ἀγαπητοί μου, ἐμφανίστηκαν καὶ εἶπαν· Ἐμεῖς θ᾽ ἀλλάξουμε τὴν κοινωνία… Δὲν εἶνε εὔκολη ἡ ἀλλαγή. Ἡ κακία εἶνε ἄβυσσος. Παρ᾽ ὅλη τὴ μόρφωσι καὶ τὰ «φῶτα», ὁ ἄνθρωπος παραμένει μέσα του ἕνας ἄγριος, ἕνα θηρίο. Ποιός θὰ τὸν ἀλλάξῃ; Ὁ λύκος μαλλὶ ἀλλάζει, τὴ γνώμη του δὲν τὴν ἀλλάζει. Διάφορα συστήματα καὶ κόμματα ὑπόσχονται ἀλλαγή. Μὰ τὰ προγράμματά τους εἶνε ἀνεπαρκῆ. Μὲ ἀσπιρίνες καὶ ἔμπλαστρα δὲν θεραπεύεται ὁ καρκίνος. Αὐτοὶ δὲν ἄλλαξαν οὔτε τὸν ἑαυτό τους, καὶ θ᾽ ἀλλάξουν τοὺς ἄλλους;
Δὲν ἀλλάζει ἡ κοινωνία ἔτσι. Ἕνας μόνο εἶνε ἡ ῥιζικὴ ἀλλαγή· καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Ναζωραῖος. Αὐτὸς παίρνει τὸ λύκο καὶ τὸν κάνει ἀρνί, παίρνει τὸν κόρακα καὶ τὸν κάνει περιστέρι, παίρνει τὸ κάρβουνο καὶ τὸ κάνει διαμάντι, παίρνει τὸν κακοῦργο καὶ τὸν κάνει ἅγιο. Οἱ ἄλλοι κάνουν ἀλλαγὴ τοῦ δέρματος, ἀλλαγὴ ἐπιφανειακή. Μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ τὴ βαθειὰ ἀλλαγή.
Πότε ὅμως; Ὅταν ἐμεῖς πιστέψουμε καὶ τὸν ἀκολουθήσουμε ὅπως οἱ πρόγονοί μας. Δός μας, Κύριε, τὴν πίστι τῶν πατέρων μας! Ἀγράμματοι ἦταν, σὲ καλύβες κατοικοῦσαν, ἀλλ᾽ εἶχαν ἁγιωσύνη καὶ εὐπρέπεια. Δὲν ἀκουγόταν πορνεία, μοιχεία, ἄλλα ἐγκλήματα· ἦταν ἀφωσιωμένοι στὸ Θεό. Ἂς μετανοήσουμε κ᾽ ἐμεῖς. Ἂς ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας Φωτεινῆς. Ὅσο ἁμαρτωλοὶ κι ἂν εἴμαστε, ἂς πλησιάσουμε τὸ Χριστὸ καὶ ἂς πιστέψουμε. Τί νὰ πιστέψουμε;
Τὸ λέω ἐγὼ ὁ γέροντας ἐπίσκοπος. Πιστεύω, πιστεύω ἀκράδαντα. Ἂν δὲν πίστευα, θὰ προτιμοῦσα νὰ κάνω ἄλλο ἐπάγγελμα. Πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, πιστεύω στὴν Ἐκκλησία, πιστεύω τί; Ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλος σωτήρας, παρὰ μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Δὲν ἀλλάζει ἡ κοινωνία ἔτσι. Ἕνας μόνο εἶνε ἡ ῥιζικὴ ἀλλαγή· καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Ναζωραῖος. Αὐτὸς παίρνει τὸ λύκο καὶ τὸν κάνει ἀρνί, παίρνει τὸν κόρακα καὶ τὸν κάνει περιστέρι, παίρνει τὸ κάρβουνο καὶ τὸ κάνει διαμάντι, παίρνει τὸν κακοῦργο καὶ τὸν κάνει ἅγιο. Οἱ ἄλλοι κάνουν ἀλλαγὴ τοῦ δέρματος, ἀλλαγὴ ἐπιφανειακή. Μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ τὴ βαθειὰ ἀλλαγή.
Πότε ὅμως; Ὅταν ἐμεῖς πιστέψουμε καὶ τὸν ἀκολουθήσουμε ὅπως οἱ πρόγονοί μας. Δός μας, Κύριε, τὴν πίστι τῶν πατέρων μας! Ἀγράμματοι ἦταν, σὲ καλύβες κατοικοῦσαν, ἀλλ᾽ εἶχαν ἁγιωσύνη καὶ εὐπρέπεια. Δὲν ἀκουγόταν πορνεία, μοιχεία, ἄλλα ἐγκλήματα· ἦταν ἀφωσιωμένοι στὸ Θεό. Ἂς μετανοήσουμε κ᾽ ἐμεῖς. Ἂς ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας Φωτεινῆς. Ὅσο ἁμαρτωλοὶ κι ἂν εἴμαστε, ἂς πλησιάσουμε τὸ Χριστὸ καὶ ἂς πιστέψουμε. Τί νὰ πιστέψουμε;
Τὸ λέω ἐγὼ ὁ γέροντας ἐπίσκοπος. Πιστεύω, πιστεύω ἀκράδαντα. Ἂν δὲν πίστευα, θὰ προτιμοῦσα νὰ κάνω ἄλλο ἐπάγγελμα. Πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, πιστεύω στὴν Ἐκκλησία, πιστεύω τί; Ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλος σωτήρας, παρὰ μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Αποστολικό ανάγνωσμα-Η αυτάρκεια
Από την πρώτη Εκκλησία, αγαπητοί μου αδελφοί, ένας μεγάλος κίνδυνος χαρακτήριζε τους χριστιανούς: αυτός της αυτάρκειας. Της αίσθησης δηλαδή ότι είναι αρκετό το μήνυμα του Ευαγγελίου να κηρυχθεί σε όσους ήταν οικείοι, είτε στη γλώσσα είτε στην καταγωγή είτε στην προηγούμενη θρησκευτική ταυτότητα. Κάθε άνοιγμα προς άλλους, οι οποίοι δεν είχαν το στοιχείο της οικειότητας, αποτελούσε αφορμή προβληματισμού.
Και δεν ήταν μόνο ένα είδος δειλίας που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους, οι οποίοι καλούνται να μιλήσουν όχι απλώς για κάποιες ιδέες, αλλά για το ίδιο το νόημα της ζωής που τους συνέχει, που τους καθιστά επιφυλακτικούς. Είναι και η αίσθηση ότι φτάνουν οι δικοί μας για την σωτηρία. Το μήνυμα στους άλλους, τους μη οικείους ας αφεθεί να δοθεί από κάποιους άλλους. Όχι από μας. Είναι ακόμη η αίσθηση ότι οι μη οικείοι έχουν άλλες καταβολές. Δεν έχουν την εμπειρία του Θεού όπως εμείς. Δεν έχουν την πνευματική υποδομή, για να μπορέσουν να κατανοήσουν το μήνυμα του Ευαγγελίου ή ακόμη κι αν διανοητικά μπορούν, ο τρόπος της ζωής τους που δεν είναι τόσο καθαρός όσο ο δικός μας, δεν τους επιτρέπει να ζήσουν αυτό που εμείς ζούμε και, επομένως, ας περιοριστούμε σε αυτούς με τους οποίους μπορούμε να συνεννοηθούμε γιατί έχουμε κοινές παραδόσεις, παρακαταθήκες, μιλάμε κοινή γλώσσα.
Η Εκκλησία έλυσε αυτό το ζήτημα καλλιεργώντας την ιεραποστολή. Αμέσως μετά το μαρτύριο του Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου, πολλοί εκ των χριστιανών της Παλαιστίνης διεσπάρησαν και βρέθηκαν σε περιοχές όπου υπήρχε «ελληνιστές», δηλαδή Ιουδαίοι οι οποίοι μιλούσαν ελληνικά, πίστευαν στον Ιουδαϊσμό, αλλά είχαν επηρεαστεί από την συνύπαρξής τους στη διασπορά με τους ειδωλολάτρες Έλληνες.
Η Εκκλησία έλυσε αυτό το ζήτημα καλλιεργώντας την ιεραποστολή. Αμέσως μετά το μαρτύριο του Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου, πολλοί εκ των χριστιανών της Παλαιστίνης διεσπάρησαν και βρέθηκαν σε περιοχές όπου υπήρχε «ελληνιστές», δηλαδή Ιουδαίοι οι οποίοι μιλούσαν ελληνικά, πίστευαν στον Ιουδαϊσμό, αλλά είχαν επηρεαστεί από την συνύπαρξής τους στη διασπορά με τους ειδωλολάτρες Έλληνες.
Αρχικά λοιπόν όσοι είχαν γίνει χριστιανοί εκήρυτταν την πίστη μόνο στους Ιουδαίους, σε εκείνους που και μιλούσαν εβραϊκά και ακολουθούσαν τις ιουδαϊκές παραδόσεις. Τους ήταν δύσκολο να ανοιχτούν σε εκείνους που δεν ήταν ακραιφνείς, καθαροί Ιουδαίοι, από τη στιγμή που δεν μιλούσαν τη γλώσσα και ζούσαν ανάμεσα σε ειδωλολάτρες. Κάποιοι όμως τόλμησαν. «Εισελθόντες εις Αντιόχειαν ελάλουν προς τους Ελληνιστάς, ευαγγελιζόμενοι τον Κύριον Ιησούν» (Πράξ. 11, 20). Υπερέβησαν τον φόβο και την αυτάρκεια, αλλά και το κλείσιμο στην γνησιότητα και την καθαρότητα και ανοίχτηκαν. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Καθώς «η χειρ Κυρίου μετ’ αυτών ην», πολύς αριθμός αφού πίστεψε, επέστρεψε προς τον Κύριο. Ο Χριστός φώτισε και ευλόγησε το άνοιγμα των τολμηρών πιστών.
Τα χαρακτηριστικά αυτής της κατάστασης τα βιώνουμε τόσο στον κόσμο όσο και στην Εκκλησία και σήμερα. Από την μία ο κόσμος αισθάνεται την αυτάρκεια να μπορεί να ζει χωρίς Θεό, χωρίς υπαρξιακές και μεταφυσικές ανησυχίες, χωρίς νόημα αιωνιότητας, γι’ αυτό και λοιδορεί την πίστη και αρνείται να συζητήσει για το Θεό.
Τα χαρακτηριστικά αυτής της κατάστασης τα βιώνουμε τόσο στον κόσμο όσο και στην Εκκλησία και σήμερα. Από την μία ο κόσμος αισθάνεται την αυτάρκεια να μπορεί να ζει χωρίς Θεό, χωρίς υπαρξιακές και μεταφυσικές ανησυχίες, χωρίς νόημα αιωνιότητας, γι’ αυτό και λοιδορεί την πίστη και αρνείται να συζητήσει για το Θεό.
Ταυτόχρονα, πολλοί διακατέχονται από ένα πνεύμα εγκλωβισμού στην οικειότητα. Έναν εκλεκτικισμό που γίνεται υπερηφάνεια. Αρνούνται σήμερα οι άνθρωποι να βγούνε από το καβούκι του εαυτού τους, να προχωρήσουν στην ανάπτυξη γνήσιων σχέσεων και με άλλους, εκτός από τους κάθε μορφής οικείους, προτιμούν να παραμένουν προσηλωμένοι στην δύναμη της εικόνας και των ΜΜΕ, τα οποία κατατρώγουν τον όποιο χρόνο κοινωνικότητας και αγάπης και περιφρονούν όσους δεν είναι καθαρά δικοί τους, είτε λόγω της γλώσσας, είτε λόγω των παραδόσεων, είτε λόγω της καταγωγής. Διακατέχονται λοιπόν από ένα πνεύμα υπερηφάνειας και οίησης, μόνο που το δηλώνουν ξεκάθαρα, με κάθε δυνατό μέσο, εκμεταλλευόμενοι την άνεση στο θράσος που το σήμερα μας προσφέρει, όπως επίσης και το ότι η δαιμονική τους έπαρση τους κάνει να μην σιωπούν, αλλά να προβάλλονται. Και αυτό συμβαίνει και έναντι των χριστιανών, οι οποίοι υφιστάμεθα την προπαγάνδα της επηρμένης οφρύος των όσων βρίσκονται στην κατάσταση κάθε μορφής αυτάρκειας.
Από την άλλη, υπάρχει και εντός της Εκκλησίας ένα ρεύμα το οποίο είναι εγκλωβισμένο στην δική του αυτάρκεια. Αυτή παίρνει συνήθως την μορφή της ηθικής και δογματικής καθαρότητας, που δεν θέλει να ανοιχτεί, είτε γιατί δειλιάζει και φοβάται ότι πρέπει να ακολουθήσει νέα σχήματα για να διαλεχθεί με τον κόσμο, είτε γιατί είναι ράθυμο και ευχαριστημένο με την δική του σωτηρία, όπως πιστεύει, και αρκείται στην πεποίθηση ότι «αρκεί ο Θεός που φροντίζει για τους άλλους», είτε γιατί έχει απολυτοποιήσει την αξία της δικής του πνευματικής κατάστασης, την οποία στηρίζει στην παράδοση και τις παραπομπές σε λόγους μεγάλων Πατέρων, χωρίς να βλέπει τη ζωή εκείνων, η οποία ήταν πάντοτε ανοιχτή προς όλους. Αυτό το ρεύμα εγκλωβίζει την Εκκλησία σε μία γερασμένη νοοτροπία, φοβική, και συνήθως καλύπτει προσωπικές αμαρτίες και απωθημένα, τα οποία δεν αντιμετωπίζονται χωρίς αγάπη. Αυστηροί προς τον εαυτό μας, επιεικείς προς τους άλλους ήταν και είναι ο αληθινός τρόπος της Εκκλησίας.
Ας ξαναβρούμε το ήθος και τον τρόπο της ιεραποστολής. Ας υπερβούμε την αυτάρκειά μας. Και την ίδια στιγμή ας μην φοβόμαστε την κοσμική αυτάρκεια. Η περιθωριοποίηση των χριστιανών και ο διωγμός, σωματικός, ψυχολογικός, ηθικός, πνευματικός, είναι σημείο του σταυρού του Χριστού, τον οποίο καλούμαστε να σηκώσουμε.
Από την άλλη, υπάρχει και εντός της Εκκλησίας ένα ρεύμα το οποίο είναι εγκλωβισμένο στην δική του αυτάρκεια. Αυτή παίρνει συνήθως την μορφή της ηθικής και δογματικής καθαρότητας, που δεν θέλει να ανοιχτεί, είτε γιατί δειλιάζει και φοβάται ότι πρέπει να ακολουθήσει νέα σχήματα για να διαλεχθεί με τον κόσμο, είτε γιατί είναι ράθυμο και ευχαριστημένο με την δική του σωτηρία, όπως πιστεύει, και αρκείται στην πεποίθηση ότι «αρκεί ο Θεός που φροντίζει για τους άλλους», είτε γιατί έχει απολυτοποιήσει την αξία της δικής του πνευματικής κατάστασης, την οποία στηρίζει στην παράδοση και τις παραπομπές σε λόγους μεγάλων Πατέρων, χωρίς να βλέπει τη ζωή εκείνων, η οποία ήταν πάντοτε ανοιχτή προς όλους. Αυτό το ρεύμα εγκλωβίζει την Εκκλησία σε μία γερασμένη νοοτροπία, φοβική, και συνήθως καλύπτει προσωπικές αμαρτίες και απωθημένα, τα οποία δεν αντιμετωπίζονται χωρίς αγάπη. Αυστηροί προς τον εαυτό μας, επιεικείς προς τους άλλους ήταν και είναι ο αληθινός τρόπος της Εκκλησίας.
Ας ξαναβρούμε το ήθος και τον τρόπο της ιεραποστολής. Ας υπερβούμε την αυτάρκειά μας. Και την ίδια στιγμή ας μην φοβόμαστε την κοσμική αυτάρκεια. Η περιθωριοποίηση των χριστιανών και ο διωγμός, σωματικός, ψυχολογικός, ηθικός, πνευματικός, είναι σημείο του σταυρού του Χριστού, τον οποίο καλούμαστε να σηκώσουμε.
Μέσα στην όποια όμως απόρριψη οφείλουμε να μην περιχαρακωνόμαστε σε έναν ελιτισμό και στην αίσθηση ότι είμαστε οι σεσωσμένοι. Ανάλογα με τα χαρίσματα και τη δύναμη της πίστης του ο καθένας, ανάλογα με την εκκλησιολογική του συνείδηση, την μετοχή του δηλαδή στη ζωή της Εκκλησίας, ας μην εγκαταλείψει το όραμα να συνδράμει ώστε και έτεροι να γνωρίσουν το μήνυμα του Ευαγγελίου. Να προβληματισθούν. Να καλλιεργήσουν ανησυχίες, που η χάρις του Θεού θα βοηθήσει να γίνουν μονοπάτια σωτηρίας. Και ας αποφεύγουμε την αυτάρκεια τόσο στη σχέση μας με το Θεό, όσο και στη σχέση μας με τους ανθρώπους. Η δεκτικότητα και η αγάπη ας μας κάνουν ανοιχτούς. Είναι δρόμος ζωής και ελπίδας και «η χειρ του Κυρίου θα είναι μεθ’ ημών».
Χριστός Ανέστη!
Χριστός Ανέστη!
Από το γραπτό κήρυγμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Κερκύρας
Σαμαρείτιδα, μια αμαρτωλή που έγινε αγία
+ μον. Μωϋσέως Αγιορείτου
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή του ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου ακούσαμε στις εκκλησίες μας τη συνάντηση του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα δίπλα σε ένα πηγάδι.
Η συνάντηση αυτή είναι ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας όχι μόνο για την ταλαιπωρημένη γυναίκα.
Ο Χριστός συναντάται με όλο τον ξεπεσμένο κόσμο, ακόμη και τον σημερινό. Δεν ξεσυνερίζεται, δεν απορρίπτει και αποδιώχνει κανένα. Θέλει να επικοινωνήσει με όλους, ακόμη και τους πιο παρακατιανούς. Ο Χριστός, το είπε, κυρίως ήλθε για τους αμαρτωλούς. Αρκεί να τον δεχθούν, να του ανοίξουν τα φύλλα της κλειστής καρδιάς τους. Δεν ζητά κάτι το πολύ. Λίγο νερό. Κάτι ελάχιστο, για να γίνει αφορμή εξόδου από το κλουβί της αυτοφυλάκισής μας.
Η Σαμαρείτιδα στην αρχή είναι αρκετά επιφυλακτική. Είναι δέσμια λαθεμένων απόψεων, φανατικών ιδεών, χρόνιων προκαταλήψεων και ως εκ τούτου εγκλωβισμένη, παγιδευμένη, μπλοκαρισμένη και καχύποπτη. Αδυνατεί να δώσει, κατά την παράδοσή της, νερό σ’ έναν Ιουδαίο, σ’ έναν εχθρό. Ο Χριστός δεν είναι αλήθεια πως διψά πολύ για νερό. Διψά για απελευθέρωση της ταλαιπωρημένης συνομιλήτριάς του. Η συζήτηση αρχίζει να γίνεται συναρπαστική και αποκαλυπτική.
Ο Χριστός δεν επιθυμεί να την εκθέσει, να την ντροπιάσει, να της στραπατσάρει την προσωπικότητα. Αντίθετα, μάλιστα, τη λυπάται που πέντε φορές προσπάθησε να βρει αγάπη, να δημιουργήσει οικογένεια και δεν τα κατάφερε. Η Σαμαρείτιδα δεν αντιδρά, δεν νευριάζει, δεν δικαιολογείται, αλλά ταπεινώνεται, μετανοεί, παραδέχεται την ήττα της. Αποδέχεται τον Ιησού ως προφήτη μέγα, καρδιογνώστη και θαυματοδότη. Ο Χριστός τής εμπιστεύεται ότι είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας. Η Σαμαρείτιδα σώθηκε, γέμισε από χαρά αληθινή για πρώτη φορά στην ταραγμένη ζωή της.
Η Σαμαρείτιδα δεν ήταν καμιά σπουδαία γυναίκα. Ήταν μια όχι και τόσο καλής φήμης γυναίκα και ως εκ τούτου καταφρονεμένη. Συγκαταβαίνει ο Σωτήρας στην ανθρώπινη αθλιότητα, τον ξεπεσμό, την αήθεια. Καθαρίζει, φωτίζει, υιοθετεί και διορθώνει την ανθρώπινη αδυναμία. Η συζήτηση με τον Ιησού θα λέγαμε ξεναρκώνει τη Σαμαρείτιδα και της θυμίζει την παιδική της αθωότητα. Της εμπιστεύεται μάλιστα ο Χριστός σπάνιες και υψηλές αλήθειες. Η Σαμαρείτιδα ήταν μια φεμινίστρια της εποχής της. Θα τη διευκόλυνε μάλιστα το πολυσυζητημένο συμβόλαιο ελεύθερης συμβίωσης. Η Σαμαρείτιδα όμως μετά την εξαίσια συζήτηση με τον Χριστό μετατρέπει το σαρκικό έρωτα σε θείο. Αναγεννάται, μεταμορφώνεται, ανίσταται.
Πέντε άνδρες δεν μπόρεσαν να της δώσουν χαρά. Κατέληξε σε ευαγγελίστρια, ισαπόστολο και μεγαλομάρτυρα. Μαρτύρησε με τις κόρες της για την αγάπη του Χριστού. Πρόκειται για την αγία Φωτεινή. Η ζωή της γέμισε χαρά και ειρήνη. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει με τη μετάνοια γίνεται και ο λύκος αρνί.
Ο Χριστός συναντάται με όλο τον ξεπεσμένο κόσμο, ακόμη και τον σημερινό. Δεν ξεσυνερίζεται, δεν απορρίπτει και αποδιώχνει κανένα. Θέλει να επικοινωνήσει με όλους, ακόμη και τους πιο παρακατιανούς. Ο Χριστός, το είπε, κυρίως ήλθε για τους αμαρτωλούς. Αρκεί να τον δεχθούν, να του ανοίξουν τα φύλλα της κλειστής καρδιάς τους. Δεν ζητά κάτι το πολύ. Λίγο νερό. Κάτι ελάχιστο, για να γίνει αφορμή εξόδου από το κλουβί της αυτοφυλάκισής μας.
Η Σαμαρείτιδα στην αρχή είναι αρκετά επιφυλακτική. Είναι δέσμια λαθεμένων απόψεων, φανατικών ιδεών, χρόνιων προκαταλήψεων και ως εκ τούτου εγκλωβισμένη, παγιδευμένη, μπλοκαρισμένη και καχύποπτη. Αδυνατεί να δώσει, κατά την παράδοσή της, νερό σ’ έναν Ιουδαίο, σ’ έναν εχθρό. Ο Χριστός δεν είναι αλήθεια πως διψά πολύ για νερό. Διψά για απελευθέρωση της ταλαιπωρημένης συνομιλήτριάς του. Η συζήτηση αρχίζει να γίνεται συναρπαστική και αποκαλυπτική.
Ο Χριστός δεν επιθυμεί να την εκθέσει, να την ντροπιάσει, να της στραπατσάρει την προσωπικότητα. Αντίθετα, μάλιστα, τη λυπάται που πέντε φορές προσπάθησε να βρει αγάπη, να δημιουργήσει οικογένεια και δεν τα κατάφερε. Η Σαμαρείτιδα δεν αντιδρά, δεν νευριάζει, δεν δικαιολογείται, αλλά ταπεινώνεται, μετανοεί, παραδέχεται την ήττα της. Αποδέχεται τον Ιησού ως προφήτη μέγα, καρδιογνώστη και θαυματοδότη. Ο Χριστός τής εμπιστεύεται ότι είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας. Η Σαμαρείτιδα σώθηκε, γέμισε από χαρά αληθινή για πρώτη φορά στην ταραγμένη ζωή της.
Η Σαμαρείτιδα δεν ήταν καμιά σπουδαία γυναίκα. Ήταν μια όχι και τόσο καλής φήμης γυναίκα και ως εκ τούτου καταφρονεμένη. Συγκαταβαίνει ο Σωτήρας στην ανθρώπινη αθλιότητα, τον ξεπεσμό, την αήθεια. Καθαρίζει, φωτίζει, υιοθετεί και διορθώνει την ανθρώπινη αδυναμία. Η συζήτηση με τον Ιησού θα λέγαμε ξεναρκώνει τη Σαμαρείτιδα και της θυμίζει την παιδική της αθωότητα. Της εμπιστεύεται μάλιστα ο Χριστός σπάνιες και υψηλές αλήθειες. Η Σαμαρείτιδα ήταν μια φεμινίστρια της εποχής της. Θα τη διευκόλυνε μάλιστα το πολυσυζητημένο συμβόλαιο ελεύθερης συμβίωσης. Η Σαμαρείτιδα όμως μετά την εξαίσια συζήτηση με τον Χριστό μετατρέπει το σαρκικό έρωτα σε θείο. Αναγεννάται, μεταμορφώνεται, ανίσταται.
Πέντε άνδρες δεν μπόρεσαν να της δώσουν χαρά. Κατέληξε σε ευαγγελίστρια, ισαπόστολο και μεγαλομάρτυρα. Μαρτύρησε με τις κόρες της για την αγάπη του Χριστού. Πρόκειται για την αγία Φωτεινή. Η ζωή της γέμισε χαρά και ειρήνη. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει με τη μετάνοια γίνεται και ο λύκος αρνί.