Ετοιμασθείτε να Τον υποδεχτούμε Μητροπολίτου Φλωρίνης π . Αὐγουστίνου Καντιώτου « Καὶ ἔκραζον · Ὡσαννά , εὐλογημένος...
Ετοιμασθείτε να Τον υποδεχτούμε
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Καὶ ἔκραζον· Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάν.
12,13)
ΔΟΞΑ τῷ Θεῷ, ἀγαπητοί μου, χίλιες φορὲς δόξα, ποὺ μᾶς
ἀξίωσε νὰ περάσουμε τὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ καὶ νὰ φθάσουμε στὴ Μεγάλη
Ἑβδομάδα.
Ἡ Κυριακὴ αὐτὴ ὀνομάζεται Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Διαφέρει ἀπὸ τὶς προηγούμενες πέντε Κυριακὲς τῶν Νηστειῶν. Ἐκεῖνες εἶχαν τὸν στεναγμὸ τῆς μετανοίας «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Αὐτὴ εἶνε ἡμέρα χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ἑορτάσουμε ἕνα γεγονὸς εὐχάριστο. Γι᾽ αὐτὸ ἀκοῦμε σήμερα τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ λέῃ «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἔχει κατάλυσι ἰχθύος, ψαριοῦ.
Ἡ Κυριακὴ αὐτὴ ὀνομάζεται Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Διαφέρει ἀπὸ τὶς προηγούμενες πέντε Κυριακὲς τῶν Νηστειῶν. Ἐκεῖνες εἶχαν τὸν στεναγμὸ τῆς μετανοίας «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Αὐτὴ εἶνε ἡμέρα χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ἑορτάσουμε ἕνα γεγονὸς εὐχάριστο. Γι᾽ αὐτὸ ἀκοῦμε σήμερα τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ λέῃ «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἔχει κατάλυσι ἰχθύος, ψαριοῦ.
* * *
Τί ἑορτάζουμε, ἀγαπητοί μου; Καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ στὸ
σχολεῖο μαθαίνουν, ὅτι σὰν σήμερα ἔγινε ἡ εἴσοδος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
στὰ Ἰεροσόλυμα. Ἂς πᾶμε κ᾽ ἐμεῖς ἐκεῖ. Ἂς ταξιδέψουμε μὲ τὸ ταχύτερο μέσο, τὴ
σκέψι, ποὺ τρέχει γρηγορώτερα κι ἀπὸ τὸν πύραυλο κι ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ
ἡλίου. Ἐμπρός, ἀπογειωνόμεθα, φεύγουμε. Περνοῦμε αἰῶνες, χῶρες, πεδιάδες,
βουνά, λαγκάδια. Καὶ νά, πλησιάζουμε, κατεβαίνουμε, φθάσαμε. Εἴμεθα στὰ
Ἰεροσόλυμα τὸ ἔτος 33 μ.Χ..
Πλησιάζει ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Ἑβραίων, τὸ πάσχα. Ἡ πόλις παρουσιάζει πρωτοφανῆ κίνησι (λένε ὅτι ἐκεῖνο τὸ ἔτος στὰ Ἰεροσόλυμα εἶχαν συγκεντρωθῆ ἕνα ἑκατομμύριο κόσμος ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης, γιὰ νὰ ἑορτάσουν). Πλησιάζουμε τοὺς ἀνθρώπους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων μία λέξι ἀκούγεται· Ἔρχεται, ἔρχεται!… Ποιός ἔρχεται; Ὁ βασιλιᾶς μας, μᾶς ἀπαντοῦν.
Εἶνε γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἱστορία πῶς ἐπέστρεφαν οἱ βασιλεῖς ὅταν νικοῦσαν τοὺς ἐχθρούς. Τελοῦσαν τὸν λεγόμενο θρίαμβο. Οἱ αὐτοκράτορες τοῦ ῾Ρωμαϊκοῦ κράτους ἔμπαιναν στὴν πόλι ὑπερήφανοι, μὲ ἐγωϊσμό. Ἐκάθοντο ἄλλοι πάνω σὲ ἄλογο μὲ χρυσᾶ χαλινάρια καὶ ἄλλοι σὲ πολυτελέστατη ἅμαξα ποὺ ἔσυραν ἄλογα ἢ λέοντες ἢ τίγρεις ἢ δορκάδες. Σάλπιζαν σάλπιγγες, κυμάτιζαν σημαῖες, συνώδευαν στρατεύματα, τοὺς ἐπευφημοῦσε ὁ λαός.
Καὶ ἐδῶ λοιπὸν ἔρχεται ὁ βασιλεύς. Ἀλλὰ ποιός βασιλεύς; Ὁ Χριστός! Ὁ βασιλεὺς αὐτὸς διαφέρει ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἄλλους. Διαφέρει πρῶτον ὡς πρὸς τὸ ὄνομα. Δὲν ὑπάρχει ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ὄνομά του. Κι ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα, τῆς μάνας, τῆς συζύγου, τῶν παιδιῶν μας, γλυκύτερο εἶνε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶνε τὸ ὄνομα ποὺ ἀνάβει φωτιὰ στὴν καρδιά. Ἂν δὲν τὸ ἀγαπᾷς πάνω ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο, δὲν εἶσαι Χριστιανός.
Διαφέρει ὡς πρὸς τὸ ὄνομα, διαφέρει καὶ ὡς πρὸς τὸν χαρακτῆρα. Οἱ ἄλλοι βασιλεῖς στηρίζονται στὴ βία, στὰ ὅπλα, στὴ διπλωματία. Αὐτὸς στηρίζεται στὴν ἀγάπη. Οἱ ἄλλοι εἶνε ἐγωϊσταὶ καὶ ὑπερήφανοι, ὁ δικός μας βασιλεὺς εἶνε πρᾶος καὶ ταπεινός. Μιὰ προφητεία, 800 χρόνια πρίν, ἔλεγε πῶς θὰ τὸν καταλάβουν ὅταν θὰ ἔρθῃ· ὁ βασιλιᾶς αὐτός, λέει, δὲ θὰ κάθεται πάνω σὲ ἄλογα καὶ ἅμαξες καὶ ἅρματα, ἀλλὰ θὰ κάθεται πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδουράκι, «ἐπὶ πῶλον ὄνου» (βλ. Ζαχ. 9,9· Ἰω. 12,15).
Διαφέρει στὸ ὄνομα, διαφέρει στὸν χαρακτῆρα. Διαφέρει ἀκόμα στὴν διάρκεια τῆς βασιλείας του. Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς βασιλεύουν ἄλλος 5, ἄλλος 10, ἄλλος 15, καὶ μερικοὶ φθάνουν τὰ 40 ἢ 50 χρόνια· ὕστερα σβήνουν. Μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ποιός τοὺς θυμᾶται; Τὸ Χριστὸ ὅμως τὸν θυμοῦνται ὅλοι καὶ μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες. «Τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33). Ὦ ἄπιστοι, ἀκούσατε; «Οὐκ ἔσται τέλος». Ἐσεῖς θὰ σβήσετε, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.
Στὸ ἄκουσμα ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστὸς ἐρήμωσαν τὰ σπίτια, ἡ ἀγορά, τὰ πάντα. Ἕνα κῦμα, μιὰ ἀνθρωποθάλασσα βγῆκαν ἔξω νὰ τὸν προϋπαντήσουν. Γιατί; τί ἔκανε; Τὸν προϋπαντοῦσαν ὡς νικητή· ἐρχόταν νικητής. Ποιόν νίκησε; Ἐκεῖνον ποὺ νικάει ὅλους· νίκησε τὸ θάνατο! Λίγες μέρες πρὶν ὁ Χριστὸς πῆγε στὸν τάφο, ὅπου ἦταν ὁ Λάζαρος νεκρὸς «τεταρταῖος», θαμμένος τέσσερις μέρες, κ᾽ ἐκεῖ εἶπε τρεῖς λέξεις· «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰωάν. 11,39-43). Χίλιες φορὲς νὰ τὸ ποῦμε ἐμεῖς, ὁ νεκρὸς δὲν κουνιέται· μόλις τὸ εἶπε ἐκεῖνος, ὁ Λάζαρος ἀναστήθηκε· καὶ τὸν εἶδαν ὅλοι.
Νὰ εἶστε βέβαιοι, ἀδελφοί μου, ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου θ᾽ ἀκουστῇ πάλι. Ἐπάνω σὲ ὅλους τοὺς τάφους θ᾽ ἀκουστῇ «Νεκροί, ἀναστηθῆτε!»· καὶ θ᾽ ἀναστηθοῦμε ὅλοι, γιὰ νὰ δώσουμε λόγο τῶν πράξεών μας. Εἶνε θεμελιώδης ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Σύμβ. πίστ.).
Τὸν ὑποδέχοντο λοιπὸν ὡς νικητὴ μὲ ἐνθουσιασμὸ ἄνευ προηγουμένου. Ἄλλοι κρατοῦσαν κλαδιὰ δέντρων, ἄλλοι ἔβγαζαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ τὰ ἔστρωναν στὰ πόδια του, καὶ ὅλοι φώναζαν «Ὡσαννά», «ὡσαννά» (Ἰωάν. 12,13). Τὸ «ὡσαννά» εἶνε ἑβραϊκὴ λέξι καὶ σημαίνει «ζήτω»· τὸν ζητωκραύγαζαν δηλαδή.
Κι ὁ Χριστός; Ἦταν εὐχαριστημένος; Δὲν ἦταν. «Ἔκλαυσε», λέει τὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ἡμέρα αὐτή (βλ. Λουκ. 19,41). Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς καὶ προέβλεπε, ὅτι ὁ λαὸς αὐτός, ποὺ τώρα τὸν ἀνύψωνε τόσο, θὰ ἄλλαζε. Καὶ πράγματι ὕστερα ἀπὸ τέσσερις μέρες αὐτὰ τὰ ἴδια στόματα ξέχασαν τὰ «ὡσαννά» καὶ φώναζαν «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21)· καὶ οἱ «μετὰ βαΐων ὑμνήσαντες πρότερον, μετὰ ξύλων συνέλαβον ὕστερον οἱ ἀγνώμονες Χριστόν» (ὑπακ. Βαΐων). Τέτοιος εἶνε ὁ κόσμος· σὲ ἀνεβάζει στὰ ἄστρα, ἀλλὰ μετὰ σὲ κατεβάζει μέχρι τὸν ᾅδη. Ἄστατος καὶ ἐπιπόλαιος καὶ δημαγωγούμενος ὁ λαός.
Πλησιάζει ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Ἑβραίων, τὸ πάσχα. Ἡ πόλις παρουσιάζει πρωτοφανῆ κίνησι (λένε ὅτι ἐκεῖνο τὸ ἔτος στὰ Ἰεροσόλυμα εἶχαν συγκεντρωθῆ ἕνα ἑκατομμύριο κόσμος ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης, γιὰ νὰ ἑορτάσουν). Πλησιάζουμε τοὺς ἀνθρώπους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων μία λέξι ἀκούγεται· Ἔρχεται, ἔρχεται!… Ποιός ἔρχεται; Ὁ βασιλιᾶς μας, μᾶς ἀπαντοῦν.
Εἶνε γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἱστορία πῶς ἐπέστρεφαν οἱ βασιλεῖς ὅταν νικοῦσαν τοὺς ἐχθρούς. Τελοῦσαν τὸν λεγόμενο θρίαμβο. Οἱ αὐτοκράτορες τοῦ ῾Ρωμαϊκοῦ κράτους ἔμπαιναν στὴν πόλι ὑπερήφανοι, μὲ ἐγωϊσμό. Ἐκάθοντο ἄλλοι πάνω σὲ ἄλογο μὲ χρυσᾶ χαλινάρια καὶ ἄλλοι σὲ πολυτελέστατη ἅμαξα ποὺ ἔσυραν ἄλογα ἢ λέοντες ἢ τίγρεις ἢ δορκάδες. Σάλπιζαν σάλπιγγες, κυμάτιζαν σημαῖες, συνώδευαν στρατεύματα, τοὺς ἐπευφημοῦσε ὁ λαός.
Καὶ ἐδῶ λοιπὸν ἔρχεται ὁ βασιλεύς. Ἀλλὰ ποιός βασιλεύς; Ὁ Χριστός! Ὁ βασιλεὺς αὐτὸς διαφέρει ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἄλλους. Διαφέρει πρῶτον ὡς πρὸς τὸ ὄνομα. Δὲν ὑπάρχει ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ὄνομά του. Κι ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα, τῆς μάνας, τῆς συζύγου, τῶν παιδιῶν μας, γλυκύτερο εἶνε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶνε τὸ ὄνομα ποὺ ἀνάβει φωτιὰ στὴν καρδιά. Ἂν δὲν τὸ ἀγαπᾷς πάνω ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο, δὲν εἶσαι Χριστιανός.
Διαφέρει ὡς πρὸς τὸ ὄνομα, διαφέρει καὶ ὡς πρὸς τὸν χαρακτῆρα. Οἱ ἄλλοι βασιλεῖς στηρίζονται στὴ βία, στὰ ὅπλα, στὴ διπλωματία. Αὐτὸς στηρίζεται στὴν ἀγάπη. Οἱ ἄλλοι εἶνε ἐγωϊσταὶ καὶ ὑπερήφανοι, ὁ δικός μας βασιλεὺς εἶνε πρᾶος καὶ ταπεινός. Μιὰ προφητεία, 800 χρόνια πρίν, ἔλεγε πῶς θὰ τὸν καταλάβουν ὅταν θὰ ἔρθῃ· ὁ βασιλιᾶς αὐτός, λέει, δὲ θὰ κάθεται πάνω σὲ ἄλογα καὶ ἅμαξες καὶ ἅρματα, ἀλλὰ θὰ κάθεται πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδουράκι, «ἐπὶ πῶλον ὄνου» (βλ. Ζαχ. 9,9· Ἰω. 12,15).
Διαφέρει στὸ ὄνομα, διαφέρει στὸν χαρακτῆρα. Διαφέρει ἀκόμα στὴν διάρκεια τῆς βασιλείας του. Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς βασιλεύουν ἄλλος 5, ἄλλος 10, ἄλλος 15, καὶ μερικοὶ φθάνουν τὰ 40 ἢ 50 χρόνια· ὕστερα σβήνουν. Μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ποιός τοὺς θυμᾶται; Τὸ Χριστὸ ὅμως τὸν θυμοῦνται ὅλοι καὶ μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες. «Τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33). Ὦ ἄπιστοι, ἀκούσατε; «Οὐκ ἔσται τέλος». Ἐσεῖς θὰ σβήσετε, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.
Στὸ ἄκουσμα ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστὸς ἐρήμωσαν τὰ σπίτια, ἡ ἀγορά, τὰ πάντα. Ἕνα κῦμα, μιὰ ἀνθρωποθάλασσα βγῆκαν ἔξω νὰ τὸν προϋπαντήσουν. Γιατί; τί ἔκανε; Τὸν προϋπαντοῦσαν ὡς νικητή· ἐρχόταν νικητής. Ποιόν νίκησε; Ἐκεῖνον ποὺ νικάει ὅλους· νίκησε τὸ θάνατο! Λίγες μέρες πρὶν ὁ Χριστὸς πῆγε στὸν τάφο, ὅπου ἦταν ὁ Λάζαρος νεκρὸς «τεταρταῖος», θαμμένος τέσσερις μέρες, κ᾽ ἐκεῖ εἶπε τρεῖς λέξεις· «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰωάν. 11,39-43). Χίλιες φορὲς νὰ τὸ ποῦμε ἐμεῖς, ὁ νεκρὸς δὲν κουνιέται· μόλις τὸ εἶπε ἐκεῖνος, ὁ Λάζαρος ἀναστήθηκε· καὶ τὸν εἶδαν ὅλοι.
Νὰ εἶστε βέβαιοι, ἀδελφοί μου, ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου θ᾽ ἀκουστῇ πάλι. Ἐπάνω σὲ ὅλους τοὺς τάφους θ᾽ ἀκουστῇ «Νεκροί, ἀναστηθῆτε!»· καὶ θ᾽ ἀναστηθοῦμε ὅλοι, γιὰ νὰ δώσουμε λόγο τῶν πράξεών μας. Εἶνε θεμελιώδης ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Σύμβ. πίστ.).
Τὸν ὑποδέχοντο λοιπὸν ὡς νικητὴ μὲ ἐνθουσιασμὸ ἄνευ προηγουμένου. Ἄλλοι κρατοῦσαν κλαδιὰ δέντρων, ἄλλοι ἔβγαζαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ τὰ ἔστρωναν στὰ πόδια του, καὶ ὅλοι φώναζαν «Ὡσαννά», «ὡσαννά» (Ἰωάν. 12,13). Τὸ «ὡσαννά» εἶνε ἑβραϊκὴ λέξι καὶ σημαίνει «ζήτω»· τὸν ζητωκραύγαζαν δηλαδή.
Κι ὁ Χριστός; Ἦταν εὐχαριστημένος; Δὲν ἦταν. «Ἔκλαυσε», λέει τὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ἡμέρα αὐτή (βλ. Λουκ. 19,41). Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς καὶ προέβλεπε, ὅτι ὁ λαὸς αὐτός, ποὺ τώρα τὸν ἀνύψωνε τόσο, θὰ ἄλλαζε. Καὶ πράγματι ὕστερα ἀπὸ τέσσερις μέρες αὐτὰ τὰ ἴδια στόματα ξέχασαν τὰ «ὡσαννά» καὶ φώναζαν «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21)· καὶ οἱ «μετὰ βαΐων ὑμνήσαντες πρότερον, μετὰ ξύλων συνέλαβον ὕστερον οἱ ἀγνώμονες Χριστόν» (ὑπακ. Βαΐων). Τέτοιος εἶνε ὁ κόσμος· σὲ ἀνεβάζει στὰ ἄστρα, ἀλλὰ μετὰ σὲ κατεβάζει μέχρι τὸν ᾅδη. Ἄστατος καὶ ἐπιπόλαιος καὶ δημαγωγούμενος ὁ λαός.
* * *
Αὐτὸ εἶνε μὲ λίγα λόγια τὸ ἱστορικὸ τῆς σημερινῆς
ἡμέρας. Ἴσως κάποιος πῇ· Πόσο θὰ ἤθελα νὰ ἤμουν κ᾽ ἐγὼ στὰ Ἰεροσόλυμα τὴν ἡμέρα
αὐτὴ ἀνάμεσα σ᾽ αὐτοὺς ποὺ ὑποδέχθηκαν τὸ Χριστό! Μὴ στενοχωρεῖσαι, ἀδελφέ μου.
Ὁ Χριστὸς εἶνε παρών· βρίσκεται ἀνάμεσά μας· ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε Ἰεροσόλυμα. Ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, μὴν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Τὴν
ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς κρατεῖ στὰ χέρια του τὸ ἅγιο δισκοπότηρο ποὺ τὸ εὐλόγησε καὶ
τὸ ἁγίασε, δὲν περιέχει πλέον οἶνον τῆς ἀμπέλου καὶ ψωμί· κάθε σταγόνα, κάθε
ψίχουλο, κάθε μόριό του, εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀξίζει παραπάνω ἀπ᾽ ὅλους
τοὺς πλανήτας – ἂν πιστεύῃς. Εἶνε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας·
«Λάβετε, φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26,26-27). Συνεπῶς, ὅταν
κοινωνῇς τῶν ἀχράντων μυστηρίων, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου ὑποδέχεσαι τὸ Χριστό,
ἐνθρονίζεται ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά σου.
Κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ θεία λειτουργία κι ἀκούγεται ὁ Χερουβικὸς ὕμνος «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…» καὶ βγαίνει ἀπὸ τὴν βόρεια πύλη τοῦ ἁγίου βήματος ὁ ἱερεὺς, δὲν πατοῦμε πλέον στὴ γῆ. Ἐκείνη τὴν ὥρα εἶσαι ἄγγελος καὶ ἀρχάγγελος καὶ πετᾷς στοὺς οὐρανοὺς καὶ ὑποδέχεσαι τὸν Κύριο· «…ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι…». Ἑτοιμαστῆτε λοιπὸν νὰ ὑποδεχτοῦμε τὸν βασιλέα τῶν ὅλων, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Εἰδικώτερα μάλιστα σήμερα, ποὺ ἀρχίζει ἀπόψε ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ θ᾽ ἀκούσουμε «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…» καὶ «…Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα… Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ…». Ὤ θαύματα ποὺ ἔχει ἡ θρησκεία μας, ὤ μεγαλεῖον, ὤ ῥῖγος ποὺ σκορπάει στὶς ψυχές!
Κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ θεία λειτουργία κι ἀκούγεται ὁ Χερουβικὸς ὕμνος «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…» καὶ βγαίνει ἀπὸ τὴν βόρεια πύλη τοῦ ἁγίου βήματος ὁ ἱερεὺς, δὲν πατοῦμε πλέον στὴ γῆ. Ἐκείνη τὴν ὥρα εἶσαι ἄγγελος καὶ ἀρχάγγελος καὶ πετᾷς στοὺς οὐρανοὺς καὶ ὑποδέχεσαι τὸν Κύριο· «…ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι…». Ἑτοιμαστῆτε λοιπὸν νὰ ὑποδεχτοῦμε τὸν βασιλέα τῶν ὅλων, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Εἰδικώτερα μάλιστα σήμερα, ποὺ ἀρχίζει ἀπόψε ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ θ᾽ ἀκούσουμε «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…» καὶ «…Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα… Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ…». Ὤ θαύματα ποὺ ἔχει ἡ θρησκεία μας, ὤ μεγαλεῖον, ὤ ῥῖγος ποὺ σκορπάει στὶς ψυχές!
* * *
Μία παρατήρησις καὶ τελείωσα, ἀδελφοί μου. Ρωτοῦν
μερικοί· Πότε νὰ κοινωνοῦμε;
Δὲ θ᾽ ἀπαντήσω ἐγὼ πόσες φορὲς νὰ κοινωνοῦμε. Ἀπαντᾷ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· Εἶσαι ἕτοιμος; καθαρίστηκες, πλύθηκες; πῆγες στὸν πνευματικὸ πατέρα, ἐξωμολογήθηκες τ᾽ ἁμαρτήματά σου, δάκρυσες; εἶπες «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42); Ἂν εἶσαι ἔτσι ἕτοιμος, κοινώνα κάθε μέρα. Ἂν ὅμως δὲν εἶσαι, ἂν δὲν ἐξωμολογήθηκες, τότε οὔτε τὸ Πάσχα νὰ κοινωνήσῃς!
Αὐτὰ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, αὐτὰ λέω κ᾽ ἐγώ. Καὶ προτρέπω ὅλους. Μερικοὶ ἔχουν χρόνια νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ἐμπρὸς λοιπόν, σπεύσατε στὸ ἐξομολογητήριο, ἐξομολογηθῆτε· καὶ νά ᾽στε βέβαιοι, ὅταν ἐξομολογηθῆτε, θὰ πῆτε κ᾽ ἐσεῖς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ ῾Ρῶσος Ντοστογιέφσκυ· Ἐξωμολογήθηκα καὶ παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου.
Εὔχομαι ὅλοι νὰ ἑτοιμασθοῦμε γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε στὰ βάθη μας τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· «ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας»· ἀμήν.
Δὲ θ᾽ ἀπαντήσω ἐγὼ πόσες φορὲς νὰ κοινωνοῦμε. Ἀπαντᾷ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· Εἶσαι ἕτοιμος; καθαρίστηκες, πλύθηκες; πῆγες στὸν πνευματικὸ πατέρα, ἐξωμολογήθηκες τ᾽ ἁμαρτήματά σου, δάκρυσες; εἶπες «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42); Ἂν εἶσαι ἔτσι ἕτοιμος, κοινώνα κάθε μέρα. Ἂν ὅμως δὲν εἶσαι, ἂν δὲν ἐξωμολογήθηκες, τότε οὔτε τὸ Πάσχα νὰ κοινωνήσῃς!
Αὐτὰ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, αὐτὰ λέω κ᾽ ἐγώ. Καὶ προτρέπω ὅλους. Μερικοὶ ἔχουν χρόνια νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ἐμπρὸς λοιπόν, σπεύσατε στὸ ἐξομολογητήριο, ἐξομολογηθῆτε· καὶ νά ᾽στε βέβαιοι, ὅταν ἐξομολογηθῆτε, θὰ πῆτε κ᾽ ἐσεῖς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ ῾Ρῶσος Ντοστογιέφσκυ· Ἐξωμολογήθηκα καὶ παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου.
Εὔχομαι ὅλοι νὰ ἑτοιμασθοῦμε γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε στὰ βάθη μας τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· «ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας»· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
ΘΕΛΕΙΣ ΧΑΡΑ;
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνο
Ἀδελφοί, «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν
ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4)
Εὐχαριστῶ, ἀγαπητοί μου, τὸν ἐν Τριάδι Θεόν, τὸν
Πατέρα τὸν Υἱὸ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ μὲ ἀξιώνει νὰ κηρύξω. Σᾶς παρακαλῶ
κάνετε λίγη ὑπομονὴ ν᾽ ἀκούσετε μερικὰ ἁπλᾶ λόγια.
Ἀφορμὴ γιὰ τὴ ὁμιλία μᾶς δίνει ὁ σημερινὸς ἀπόστολος. Μᾶς φωνάζει· «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4). Ὁμιλεῖ περὶ χαρᾶς. Ἀλλὰ πῶς ἡ χαρὰ αὐτὴ ποὺ κηρύττει ὁ ἀπόστολος συμβιβάζεται μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες» (Ματθ. 5,4) καὶ μὲ τὰ λόγια του «Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε» (Λουκ. 6,25), ἀλλοίμονο δηλαδὴ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ γελᾶνε γιατὶ θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ θὰ κλάψουν; Καὶ πῶς συμβιβάζεται ἡ χαρὰ αὐτὴ μὲ τὸ πένθος ποὺ ἀρχίζει σὲ λίγο; τὸ βράδυ ὁ ἱερεὺς θὰ φορέσῃ μαῦρα· πῶς συμβιβάζεται ἡ χαρὰ αὐτὴ μὲ τὸ κλῖμα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου;
Σήμερα βέβαια ἡ ἡμέρα μετέχει καὶ χαρᾶς. Εἶνε Κυριακὴ τῶν Βαΐων καὶ ἀκούγονται τὰ «ὡσαννὰ» (τὰ ζήτω δηλαδή) τοῦ πλήθους (Ἰω. 12,13), ποὺ ἔφταναν μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἀλλὰ τὰ «ὡσαννὰ» αὐτὰ δὲν πέρασαν οὔτε τέσσερις μέρες καὶ ἔσβησαν, γιὰ ν᾽ ἀκουστῇ κάποια ἄλλη φωνή· «Σταυρωθήτω» (Ματθ. 27,23) καὶ «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21).
Καὶ ὅμως ὁ ἀπόστολος ὁμιλεῖ περὶ χαρᾶς. Πῶς συμβιβάζονται λοιπὸν χαρὰ καὶ πένθος;
Ἀφορμὴ γιὰ τὴ ὁμιλία μᾶς δίνει ὁ σημερινὸς ἀπόστολος. Μᾶς φωνάζει· «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4). Ὁμιλεῖ περὶ χαρᾶς. Ἀλλὰ πῶς ἡ χαρὰ αὐτὴ ποὺ κηρύττει ὁ ἀπόστολος συμβιβάζεται μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες» (Ματθ. 5,4) καὶ μὲ τὰ λόγια του «Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε» (Λουκ. 6,25), ἀλλοίμονο δηλαδὴ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ γελᾶνε γιατὶ θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ θὰ κλάψουν; Καὶ πῶς συμβιβάζεται ἡ χαρὰ αὐτὴ μὲ τὸ πένθος ποὺ ἀρχίζει σὲ λίγο; τὸ βράδυ ὁ ἱερεὺς θὰ φορέσῃ μαῦρα· πῶς συμβιβάζεται ἡ χαρὰ αὐτὴ μὲ τὸ κλῖμα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου;
Σήμερα βέβαια ἡ ἡμέρα μετέχει καὶ χαρᾶς. Εἶνε Κυριακὴ τῶν Βαΐων καὶ ἀκούγονται τὰ «ὡσαννὰ» (τὰ ζήτω δηλαδή) τοῦ πλήθους (Ἰω. 12,13), ποὺ ἔφταναν μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἀλλὰ τὰ «ὡσαννὰ» αὐτὰ δὲν πέρασαν οὔτε τέσσερις μέρες καὶ ἔσβησαν, γιὰ ν᾽ ἀκουστῇ κάποια ἄλλη φωνή· «Σταυρωθήτω» (Ματθ. 27,23) καὶ «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21).
Καὶ ὅμως ὁ ἀπόστολος ὁμιλεῖ περὶ χαρᾶς. Πῶς συμβιβάζονται λοιπὸν χαρὰ καὶ πένθος;
* * *
Ἡ ἀπορία αὐτή, ἀγαπητοί μου, θὰ λυθῇ ἐὰν λάβουμε ὑπ᾿
ὄψιν ὅτι, ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ ἐδῶ περὶ χαρᾶς, δὲν ἐννοεῖ τὴ χαρὰ
τοῦ κόσμου τούτου. Προσέξατε; δὲν λέει ἁπλῶς «χαίρετε», ἀλλὰ λέει «χαίρετε ἐν
Κυρίῳ», χαίρετε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο, χαίρετε μέσα στὸν Κύριο. Μὲ τὸ «ἐν Κυρίῳ»
κάνει διάκρισι τῆς χαρᾶς ποὺ ἐννοεῖ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ χαρά.
Μὲ ἁπλούστερα λόγια. Ὅπως στὴν ἀγορὰ κυκλοφοροῦν νομίσματα, δὲν εἶνε ὅμως ὅλα γνήσια, ἀλλὰ κοντὰ στὰ γνήσια ὑπάρχουν καὶ κίβδηλα, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ μὲ τὴ χαρά. Ὑπάρχουν δυὸ εἰδῶν χαρές· ὑπάρχει ἡ γνήσια χαρὰ καὶ ἡ ψεύτικη χαρά, ἡ χαρὰ τοῦ διαβόλου καὶ ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ἡ χαρὰ τῆς κολάσεως καὶ ἡ χαρὰ τοῦ παραδείσου. Θὰ ἤμουν εὐτυχὴς ἂν μποροῦσα νὰ σᾶς κάνω νὰ ἀηδιάσετε τὴ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἂν μποροῦσα ὅλους, ἄντρες καὶ γυναῖκες, νὰ σᾶς κάνω νὰ δοκιμάσετε μιὰ σταγόνα –φτάνει μιὰ σταγόνα– ἀπὸ τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὴ χαρὰ ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Γιά παρακολουθῆστε.
⃝ Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὑπάρχει καὶ χαρὰ τοῦ κόσμου. Δὲν μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ ὅτι ὑπάρχει χαρὰ ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἀπόλαυσι ἐπιγείων ἀγαθῶν, ἀπὸ τὰ εὐγενέστερα μέχρι καὶ τὰ μάταια. Παραθέτω ἕνα δειγματολόγιο.
Χαίρεται π.χ. ὁ μαθητὴς ἢ ὁ ἐπιστήμονας ὅταν διαβάζῃ καὶ πλουτίζῃ τὶς γνώσεις του ἢ κάνῃ ἀνακαλύψεις. Ἀλλὰ χαίρεται κ᾽ ἐκεῖνος ὁ μικρὸς ἢ μεγάλος, ποὺ τρέχει στὰ γήπεδα καὶ περιμένει νὰ νικήσῃ ἡ ὁμάδα του ἢ τὸ ἀθλητικὸ σωματεῖο ποὺ εἶνε γραμμένος.
Χαίρεται ὁ φιλάργυρος ὅταν πιάνῃ στὰ χέρια του λεφτά, ὅταν χαϊδεύῃ τὰ χρυσᾶ νομίσματα, ὅταν ἀγοράζῃ οἰκόπεδα ἐπὶ οἰκοπέδων, ὅταν χτίζῃ πολυκατοικίες, ὅταν ἀγοράζῃ καράβια, ὅταν αὐξάνῃ ἡ περιουσία του, ὅταν ἀβγατίζουν τὰ χρήματά του. Χαίρεται κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ ἀγοράζει λαχεῖα ἢ παίζει τυχερὰ παιχνίδια ὅταν κερδίζῃ τὸν πρῶτο ἀριθμό. Ἐσεῖς τὰ φτωχαδάκια, ὅσοι εἶστε μέσα στὴν ἐκκλησία, νὰ δοξάζετε τὸ Θεό· γιατὶ ἂν ἤσασταν πλούσιοι, δὲν θὰ ἤσασταν ἐδῶ.
Χαίρεται ὁ φιλήδονος γλεντζὲς ὅταν καταφέρνῃ στὴ διασκέδασι, στὸ πάρτυ, στὸ χορό, μὲ τὰ βλέμματα, τὰ γέλια, τὰ κρυφομιλήματα, μὲ ὅλα τὰ σατανικὰ καμώματα –σῶσε, Θεέ μου, τοὺς νέους καὶ τὶς νέες–, νὰ πιάσῃ στὰ δίχτυα τοῦ αἰσχροῦ ἔρωτος τὴν ἄλλη ἢ ἡ γυναίκα τὸν ἄλλο· ἀγάλλονται καὶ καυχῶνται στὴ συντροφιὰ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τους. Πρὸ ἑκατὸ ἐτῶν μποροῦσε ὁ νέος καὶ ἡ νέα νὰ ζήσουν ἠθικά, τώρα εἶνε θαῦμα ἂν κρατηθοῦν.
Χαίρεται ὁ φιλόδοξος ὅταν κατορθώνῃ –ὄχι μὲ τίμια ἀλλὰ μὲ ἄτιμα μέσα, πατώντας πάνω τοὺς ἄλλους– ν᾽ ἀνεβῇ ψηλὰ σὲ ἀξιώματα· νὰ γίνῃ βουλευτής, νομάρχης, ὑπουργός· νὰ γίνῃ πρωθυπουργός, δικτάτορας, αὐτοκράτορας. Ἔχει τότε μεγάλη χαρά.
Χαρὲς πολλὲς ἔχει ὁ κόσμος, μὰ ποῦ νὰ τελειώσω; Χαίρεται κι ὁ ἄλλος, ὁ χαιρέκακος, –ὤ ἄβυσσος κακίας!– ὅταν κατορθώνῃ, ναί, νὰ ἐκδικηθῇ τὸν ἀντίπαλό του, νὰ βυθίσῃ τὸ μαχαίρι στὰ σπλάχνα τοῦ ἐχθροῦ του…
Ἀλλὰ εἶνε ἀνάγκη, ἀδελφοί μου, νὰ πῶ, ὅτι ἡ χαρὰ αὐτή, ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου, εἶνε μάταιη καὶ πρόσκαιρη; Παράδειγμα ὁ Ἰούδας. Φανταστῆτε τον ὅταν διαπραγματευόταν μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ κι ἅπλωνε τὸ χέρι καὶ τοῦ μετροῦσαν τὰ ἀργύρια, ἕνα – δύο – τρία…, καὶ κουδούνιζαν στὴν τσέπη του. Θὰ τὸν βλέπατε νά ᾽χῃ χαρά. Ἀλλὰ ἡ χαρά του αὐτὴ πόσο βάσταξε; Πολὺ λίγο. Καὶ κατόπιν ἦρθε τὸ θλιβερὸ τέλος, ἡ ἀγχόνη. «Βλέπε», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, «βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον…» (τροπάριο Μ. Πέμπτης).
Τέτοιο τέλος ἔχει ἡ κοσμικὴ ζωὴ καὶ ἡ χαρά της. Μοιάζει σὰν ἀτμίδα καπνοῦ ποὺ γιὰ λίγο φαίνεται κ᾽ ἔπειτα ἐξαφανίζεται (βλ. Ἰακ. 4,14), σὰν σύννεφο ποὺ διαλύεται, σὰν πομφόλυγα – σαπουνόφουσκα ποὺ σκάζει. Εἶνε σὰν ἕνα γλύκυσμα, ποὺ φαίνεται ὡραῖο, ἀλλὰ ὁ διάβολος ἔχει ῥίξει μέσα παραθεῖο – φαρμάκι· προτιμότερο μὴν τρῶς. Γλυκειὰ ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μέσα της κρύβει δαιμονικὸ στοιχεῖο.
⃝ Ὅσοι ἀπὸ σᾶς, ἀδελφοί μου, εἶστε πικραμένοι –καὶ ποιός δὲν εἶνε πικραμένος;– στὴ ζωή αὐτή, ἐλᾶτε τώρα νὰ σᾶς δείξω κάποια ἄλλη χαρά. Δὲν θὰ τὴ βροῦμε στὸν κάμπο τῆς γῆς. Θὰ σᾶς δείξω ἕνα δρομάκι, δρομάκι στενὸ ποὺ λίγοι τὸ βρίσκουν, δρομάκι ἀνηφορικὸ μὲ πέτρες κι ἀγκάθια, ποὺ ὁδηγεῖ ψηλὰ στὸ Γολγοθᾶ. Ἀκολουθῆστε το· κι ὅταν ἀνεβῆτε ἐπάνω στὴν κορυφή, ἐκεῖ θ᾽ ἀκούσετε· «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου… ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου» (ἀντίφ. ιε΄ Μ. Παρασκευῆς). Ἐκεῖ ὁ σταυρὸς ἄνοιξε ὀπὴ καὶ μπῆκε φουρνέλλο στὰ σπλάχνα τῆς γῆς, κι ἀπὸ τὴν ἔκρηξι ξεπήδησε ποτάμι ὁλόκληρο – ἤμουν σὲ κάποιο χωριὸ τῆς Μακεδονίας καὶ ἔσκαβαν βαθειά, ἔβαζαν φουρνέλλο, κι ὅταν ξαφνικὰ ἔσκασε ὁ δυναμίτης, ἐκεῖ ποὺ πετάχτηκαν οἱ πέτρες, βγῆκε ποτάμι. Καὶ στὸ Γολγοθᾶ πήγασε ἀπὸ τὸ σταυρὸ ποτάμι. Δροσίστηκε ὁ λῃστής, δροσίστηκε ὁ ἑκατόνταρχος, καὶ μέχρι σήμερα δροσίζονται ἀμέτρητες ψυχές. Δὲν εἶνε παραμύθι ἡ θρησκεία μας· εἶνε ζωντανή. Ὅποιος δὲν τὸ κατάλαβε, μάταια πέρασε ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ ζωή. Τί ζητᾷς, Χριστιανέ, τὴ χαρὰ στὸν κόσμο τοῦτο; Φαρμάκι καὶ πίκρα γεύεσαι. Ἀνέβα στὸ Γολγοθᾶ νὰ βρῇς τὸν ποταμὸ τῆς χαρᾶς.
Ἀφῃρημένα φαίνονται αὐτά, ποιητικὰ – λυρικά; Δὲν εἶμαι, ἀδέρφια μου, ποιητὴς ἢ φιλόσοφος· μιλῶ τὴ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς πραγματικότητος. Ὅπως σᾶς ἔδειξα τὸ δειγματολόγιο τῆς χαρᾶς τοῦ κόσμου, σᾶς δείχνω καὶ τὸ δειγματολόγιο τῆς χαρᾶς τοῦ οὐρανοῦ.
Θέλεις, λοιπόν, νὰ δοκιμάσῃς τὴν ἀληθινὴ χαρά; Πάρε στὰ χέρια τὸ Εὐαγγέλιο κι ἄρχισε νὰ διαβάζῃς. Τότε θὰ γίνῃς ἀετός, θὰ αἰσθανθῇς τὴ χαρὰ ποὺ εἶχε ὁ Δαυῒδ ὅταν ἔλεγε· Εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἐπορεύθη «ἐν βουλῇ ἀσεβῶν» καὶ «ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν, ἀλλ᾽ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός» (Ψαλμ. 1,1-2)· αὐτὸς εἶνε εὐτυχισμένος «ὡς ὁ εὑρίσκων σκῦλα πολλά» (Ψαλμ. 118,162).
Θέλεις χαρά; Τὴ νύχτα, ὅταν ὅλοι κοιμοῦνται, ξύπνα, γονάτισε κ᾽ ἐνῷ τὰ ἄστρα λαμπυρίζουν κάνε τὴν προσευχή σου. Διαφορετικὸς θὰ σηκωθῇς, δὲν θὰ πατᾷς στὴ γῆ.
Θέλεις χαρά; Ψάξε καὶ βρὲς κάποιο φτωχὸ σπίτι καὶ κάνε μιὰ ἐλεημοσύνη ἀπὸ τὸ περίσσευμα ἢ τὸ ὑστέρημά σου. Σπόγγισε δάκρυα τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ δυστυχισμένου.
Θέλεις χαρά, τὴν πιὸ μεγάλη χαρά; Ἔχεις χρόνια νὰ ἐξομολογηθῇς. Τί περιμένεις λοιπόν; Τὸ τέλος πλησιάζει. «Ὁ Κύριος ἐγγύς», φωνάζει ὁ ἀπόστολος (Φιλ. 4,5). Ἄντε στὸν πνευματικό, γονάτισε μπροστά του, πὲς τὰ κρίματά σου, κάνε καθαρὴ ἐξομολόγησι· κι ὅταν βγῇς ἀπὸ τὸ ἐξομολογητήριο θὰ πετᾷς ἀπὸ τὴ χαρά σου.
Μὲ ἁπλούστερα λόγια. Ὅπως στὴν ἀγορὰ κυκλοφοροῦν νομίσματα, δὲν εἶνε ὅμως ὅλα γνήσια, ἀλλὰ κοντὰ στὰ γνήσια ὑπάρχουν καὶ κίβδηλα, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ μὲ τὴ χαρά. Ὑπάρχουν δυὸ εἰδῶν χαρές· ὑπάρχει ἡ γνήσια χαρὰ καὶ ἡ ψεύτικη χαρά, ἡ χαρὰ τοῦ διαβόλου καὶ ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ἡ χαρὰ τῆς κολάσεως καὶ ἡ χαρὰ τοῦ παραδείσου. Θὰ ἤμουν εὐτυχὴς ἂν μποροῦσα νὰ σᾶς κάνω νὰ ἀηδιάσετε τὴ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἂν μποροῦσα ὅλους, ἄντρες καὶ γυναῖκες, νὰ σᾶς κάνω νὰ δοκιμάσετε μιὰ σταγόνα –φτάνει μιὰ σταγόνα– ἀπὸ τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὴ χαρὰ ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Γιά παρακολουθῆστε.
⃝ Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὑπάρχει καὶ χαρὰ τοῦ κόσμου. Δὲν μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ ὅτι ὑπάρχει χαρὰ ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἀπόλαυσι ἐπιγείων ἀγαθῶν, ἀπὸ τὰ εὐγενέστερα μέχρι καὶ τὰ μάταια. Παραθέτω ἕνα δειγματολόγιο.
Χαίρεται π.χ. ὁ μαθητὴς ἢ ὁ ἐπιστήμονας ὅταν διαβάζῃ καὶ πλουτίζῃ τὶς γνώσεις του ἢ κάνῃ ἀνακαλύψεις. Ἀλλὰ χαίρεται κ᾽ ἐκεῖνος ὁ μικρὸς ἢ μεγάλος, ποὺ τρέχει στὰ γήπεδα καὶ περιμένει νὰ νικήσῃ ἡ ὁμάδα του ἢ τὸ ἀθλητικὸ σωματεῖο ποὺ εἶνε γραμμένος.
Χαίρεται ὁ φιλάργυρος ὅταν πιάνῃ στὰ χέρια του λεφτά, ὅταν χαϊδεύῃ τὰ χρυσᾶ νομίσματα, ὅταν ἀγοράζῃ οἰκόπεδα ἐπὶ οἰκοπέδων, ὅταν χτίζῃ πολυκατοικίες, ὅταν ἀγοράζῃ καράβια, ὅταν αὐξάνῃ ἡ περιουσία του, ὅταν ἀβγατίζουν τὰ χρήματά του. Χαίρεται κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ ἀγοράζει λαχεῖα ἢ παίζει τυχερὰ παιχνίδια ὅταν κερδίζῃ τὸν πρῶτο ἀριθμό. Ἐσεῖς τὰ φτωχαδάκια, ὅσοι εἶστε μέσα στὴν ἐκκλησία, νὰ δοξάζετε τὸ Θεό· γιατὶ ἂν ἤσασταν πλούσιοι, δὲν θὰ ἤσασταν ἐδῶ.
Χαίρεται ὁ φιλήδονος γλεντζὲς ὅταν καταφέρνῃ στὴ διασκέδασι, στὸ πάρτυ, στὸ χορό, μὲ τὰ βλέμματα, τὰ γέλια, τὰ κρυφομιλήματα, μὲ ὅλα τὰ σατανικὰ καμώματα –σῶσε, Θεέ μου, τοὺς νέους καὶ τὶς νέες–, νὰ πιάσῃ στὰ δίχτυα τοῦ αἰσχροῦ ἔρωτος τὴν ἄλλη ἢ ἡ γυναίκα τὸν ἄλλο· ἀγάλλονται καὶ καυχῶνται στὴ συντροφιὰ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τους. Πρὸ ἑκατὸ ἐτῶν μποροῦσε ὁ νέος καὶ ἡ νέα νὰ ζήσουν ἠθικά, τώρα εἶνε θαῦμα ἂν κρατηθοῦν.
Χαίρεται ὁ φιλόδοξος ὅταν κατορθώνῃ –ὄχι μὲ τίμια ἀλλὰ μὲ ἄτιμα μέσα, πατώντας πάνω τοὺς ἄλλους– ν᾽ ἀνεβῇ ψηλὰ σὲ ἀξιώματα· νὰ γίνῃ βουλευτής, νομάρχης, ὑπουργός· νὰ γίνῃ πρωθυπουργός, δικτάτορας, αὐτοκράτορας. Ἔχει τότε μεγάλη χαρά.
Χαρὲς πολλὲς ἔχει ὁ κόσμος, μὰ ποῦ νὰ τελειώσω; Χαίρεται κι ὁ ἄλλος, ὁ χαιρέκακος, –ὤ ἄβυσσος κακίας!– ὅταν κατορθώνῃ, ναί, νὰ ἐκδικηθῇ τὸν ἀντίπαλό του, νὰ βυθίσῃ τὸ μαχαίρι στὰ σπλάχνα τοῦ ἐχθροῦ του…
Ἀλλὰ εἶνε ἀνάγκη, ἀδελφοί μου, νὰ πῶ, ὅτι ἡ χαρὰ αὐτή, ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου, εἶνε μάταιη καὶ πρόσκαιρη; Παράδειγμα ὁ Ἰούδας. Φανταστῆτε τον ὅταν διαπραγματευόταν μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ κι ἅπλωνε τὸ χέρι καὶ τοῦ μετροῦσαν τὰ ἀργύρια, ἕνα – δύο – τρία…, καὶ κουδούνιζαν στὴν τσέπη του. Θὰ τὸν βλέπατε νά ᾽χῃ χαρά. Ἀλλὰ ἡ χαρά του αὐτὴ πόσο βάσταξε; Πολὺ λίγο. Καὶ κατόπιν ἦρθε τὸ θλιβερὸ τέλος, ἡ ἀγχόνη. «Βλέπε», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, «βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον…» (τροπάριο Μ. Πέμπτης).
Τέτοιο τέλος ἔχει ἡ κοσμικὴ ζωὴ καὶ ἡ χαρά της. Μοιάζει σὰν ἀτμίδα καπνοῦ ποὺ γιὰ λίγο φαίνεται κ᾽ ἔπειτα ἐξαφανίζεται (βλ. Ἰακ. 4,14), σὰν σύννεφο ποὺ διαλύεται, σὰν πομφόλυγα – σαπουνόφουσκα ποὺ σκάζει. Εἶνε σὰν ἕνα γλύκυσμα, ποὺ φαίνεται ὡραῖο, ἀλλὰ ὁ διάβολος ἔχει ῥίξει μέσα παραθεῖο – φαρμάκι· προτιμότερο μὴν τρῶς. Γλυκειὰ ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μέσα της κρύβει δαιμονικὸ στοιχεῖο.
⃝ Ὅσοι ἀπὸ σᾶς, ἀδελφοί μου, εἶστε πικραμένοι –καὶ ποιός δὲν εἶνε πικραμένος;– στὴ ζωή αὐτή, ἐλᾶτε τώρα νὰ σᾶς δείξω κάποια ἄλλη χαρά. Δὲν θὰ τὴ βροῦμε στὸν κάμπο τῆς γῆς. Θὰ σᾶς δείξω ἕνα δρομάκι, δρομάκι στενὸ ποὺ λίγοι τὸ βρίσκουν, δρομάκι ἀνηφορικὸ μὲ πέτρες κι ἀγκάθια, ποὺ ὁδηγεῖ ψηλὰ στὸ Γολγοθᾶ. Ἀκολουθῆστε το· κι ὅταν ἀνεβῆτε ἐπάνω στὴν κορυφή, ἐκεῖ θ᾽ ἀκούσετε· «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου… ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου» (ἀντίφ. ιε΄ Μ. Παρασκευῆς). Ἐκεῖ ὁ σταυρὸς ἄνοιξε ὀπὴ καὶ μπῆκε φουρνέλλο στὰ σπλάχνα τῆς γῆς, κι ἀπὸ τὴν ἔκρηξι ξεπήδησε ποτάμι ὁλόκληρο – ἤμουν σὲ κάποιο χωριὸ τῆς Μακεδονίας καὶ ἔσκαβαν βαθειά, ἔβαζαν φουρνέλλο, κι ὅταν ξαφνικὰ ἔσκασε ὁ δυναμίτης, ἐκεῖ ποὺ πετάχτηκαν οἱ πέτρες, βγῆκε ποτάμι. Καὶ στὸ Γολγοθᾶ πήγασε ἀπὸ τὸ σταυρὸ ποτάμι. Δροσίστηκε ὁ λῃστής, δροσίστηκε ὁ ἑκατόνταρχος, καὶ μέχρι σήμερα δροσίζονται ἀμέτρητες ψυχές. Δὲν εἶνε παραμύθι ἡ θρησκεία μας· εἶνε ζωντανή. Ὅποιος δὲν τὸ κατάλαβε, μάταια πέρασε ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ ζωή. Τί ζητᾷς, Χριστιανέ, τὴ χαρὰ στὸν κόσμο τοῦτο; Φαρμάκι καὶ πίκρα γεύεσαι. Ἀνέβα στὸ Γολγοθᾶ νὰ βρῇς τὸν ποταμὸ τῆς χαρᾶς.
Ἀφῃρημένα φαίνονται αὐτά, ποιητικὰ – λυρικά; Δὲν εἶμαι, ἀδέρφια μου, ποιητὴς ἢ φιλόσοφος· μιλῶ τὴ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς πραγματικότητος. Ὅπως σᾶς ἔδειξα τὸ δειγματολόγιο τῆς χαρᾶς τοῦ κόσμου, σᾶς δείχνω καὶ τὸ δειγματολόγιο τῆς χαρᾶς τοῦ οὐρανοῦ.
Θέλεις, λοιπόν, νὰ δοκιμάσῃς τὴν ἀληθινὴ χαρά; Πάρε στὰ χέρια τὸ Εὐαγγέλιο κι ἄρχισε νὰ διαβάζῃς. Τότε θὰ γίνῃς ἀετός, θὰ αἰσθανθῇς τὴ χαρὰ ποὺ εἶχε ὁ Δαυῒδ ὅταν ἔλεγε· Εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἐπορεύθη «ἐν βουλῇ ἀσεβῶν» καὶ «ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν, ἀλλ᾽ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός» (Ψαλμ. 1,1-2)· αὐτὸς εἶνε εὐτυχισμένος «ὡς ὁ εὑρίσκων σκῦλα πολλά» (Ψαλμ. 118,162).
Θέλεις χαρά; Τὴ νύχτα, ὅταν ὅλοι κοιμοῦνται, ξύπνα, γονάτισε κ᾽ ἐνῷ τὰ ἄστρα λαμπυρίζουν κάνε τὴν προσευχή σου. Διαφορετικὸς θὰ σηκωθῇς, δὲν θὰ πατᾷς στὴ γῆ.
Θέλεις χαρά; Ψάξε καὶ βρὲς κάποιο φτωχὸ σπίτι καὶ κάνε μιὰ ἐλεημοσύνη ἀπὸ τὸ περίσσευμα ἢ τὸ ὑστέρημά σου. Σπόγγισε δάκρυα τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ δυστυχισμένου.
Θέλεις χαρά, τὴν πιὸ μεγάλη χαρά; Ἔχεις χρόνια νὰ ἐξομολογηθῇς. Τί περιμένεις λοιπόν; Τὸ τέλος πλησιάζει. «Ὁ Κύριος ἐγγύς», φωνάζει ὁ ἀπόστολος (Φιλ. 4,5). Ἄντε στὸν πνευματικό, γονάτισε μπροστά του, πὲς τὰ κρίματά σου, κάνε καθαρὴ ἐξομολόγησι· κι ὅταν βγῇς ἀπὸ τὸ ἐξομολογητήριο θὰ πετᾷς ἀπὸ τὴ χαρά σου.
* * *
Θέλετε χαρά, ἀδελφοί μου; Ἀκοῦστε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα
τὶς ἀκολουθίες καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ἀθάνατα ἀριστουργήματα
ποὺ δὲν τὰ ἔχει καμμιά θρησκεία στὸν κόσμο. Κι ὅταν ἔρθῃ ἡ νύχτα τῆς
Ἀναστάσεως καὶ χτυπήσουν τὰ σήμαντρα, ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησία· καὶ μὴ φύγετε ἀμέσως
– ὅποιος φεύγει εἶνε Ἰούδας. Νὰ μείνετε μέσα μέχρι τέλους, ν᾿ ἀκούσετε ἐκείνη
τὴν ὡραία εὐχὴ τοῦ Χρυσοστόμου. Καὶ μετὰ νὰ κοινωνήσετε σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ!
Καὶ τότε θὰ αἰσθανθῆτε χαρά· «ἐχάρησαν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον» (Ἰω. 20,
20).
Αὐτὴ τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ εὔχομαι σὲ ὅλους σας, μικροὺς καὶ μεγάλους, ν᾽ ἀπολαύσετε δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν· ἀμήν.
Αὐτὴ τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ εὔχομαι σὲ ὅλους σας, μικροὺς καὶ μεγάλους, ν᾽ ἀπολαύσετε δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος