Ὅραση
δὲν ἔχω. Ἀκοὴ δόξα τῷ Θεῷ ἰσχυρή. Ἀπὸ καλοὺς ἀδελφοὺς ἀκροάσθηκα τοῦ Ὀρθοδόξου
Βήματος τὶς ἀναρτήσεις. Βρέ, καταλάβετε ὅτι ἡ στάμνα ἔσπασε, προτοῦ φτάση στὴν
βρύση. Ὅσο καὶ νὰ προσπαθῆτε, ἐὰν δὲν συντριβῆ νὰ γίνη χῶμα, δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπλαστῆ.
Μόνον ὁ Θεὸς ἀναπλάθει χωρὶς νὰ συντρίβη· τόσο ἰσχυροὶ δὲν εἶστε. Θαυμάζω πόσο
σᾶς ἀρέσουν οἱ μεσοβέζικες κουβέντες. Τὸ καθάριο ψωμὶ δὲν μπορεῖτε πιὰ νὰ τὸ ἀναχαράξετε
στὸ στόμα σας. Πῶς αὐτὸς ποὺ πολεμᾶ τὸν Σταυρὸ μπορεῖ νὰ ἔρθη στὸ Ὄρος τὴν ἡμέρα
ποὺ αὐτὸ σύσσωμο πανηγυρίζει τὴν παγκόσμιο Ὕψωση τοῦ Σταυροῦ; Ποιός σᾶς εἶπε ὅτι
οἱ γεγηρακότες καὶ ἄρρωστοι ἡγούμενοι δὲν θὰ θυσίαζαν τὰ πάντα, γιὰ νὰ βρεθοῦνε
στὴν ὑποδοχὴ ἑνὸς χριστιανοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ κράτους; Εἴτε πεζῇ εἴτε μὲ ἅμαξες, εἴτε
βροχὴ καὶ καταιγίδα ἔπληττε τὸ Ὄρος, αὐτοὶ πρῶτοι δαφνηφοροῦντες θὰ ἔτρεχαν, θὰ
ἔσπευδαν μὲ ταχεῖς ρυθμοὺς νὰ ὑποδεχθοῦν αὐτὸν ποὺ δὲν ἀρνεῖται τὸν Χριστὸ καὶ
τὴν Παναγία. Ἀπορῶ· καλὴ ἦταν ἡ χρονιὰ ἐφέτος, ἐσεῖς ποῦ τὰ βρίσκετε τὰ κούφια
καρύδια καὶ τὰ μαζεύετε; Ὅταν τὸ καρύδι εἶναι βαρύ, εἶναι γεμᾶτο, ὅταν εἶναι ἐλαφρύ,
εἶναι κούφιο. Αὐτοὶ οἱ ἡγούμενοι, οἱ γέροι καὶ ἄρρωστοι, εἶναι Ἕλληνες καὶ
σέβονται καὶ ἐκτιμοῦνε καὶ τιμοῦνε τὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου τους. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι
χριστιανὸς ἄρχοντας αὐτὸς ποὺ ἀφήνει κάθε τσιράκι του νὰ βωμολοχῆ ἐναντίον τοῦ Ἔθνους
καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶπα
δὲν βλέπω, ἀλλὰ ἀκούω τὸ αἷμα ποὺ τρέχει ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων.
-
Τί ἔχεις; Γιατί ζῆς παραμερισμένος; Γιατί δὲν γελᾶς; Τί ψαχουλεύεις στὶς τσέπες
σου; Τί ψάχνεις; Τί ζητᾶς;
-
Ψάχνω στὴν Ἐκκλησία τὸν Ἰησοῦ τὸν ἐσταυρωμένο. Καὶ στὴν πολιτεία οἶκτο, νὰ μὴ
μοῦ ζητᾶ τόσους φόρους, τόσα δοσίματα. Πληρώνω, ἄνθρωπέ μου, καὶ τὸ σπίτι ποὺ
κατοικῶ. Τὸ κλειδὶ μοῦ ἔμεινε στὰ χέρια· σὲ λίγο θὰ τὸ χάσω κι αὐτό.
Στὴν
Ἀνατολικὴ Γερμανία γιὰ πολλὰ χρόνια εἶχε χαθῆ τὸ γέλιο. Εἶχαν ἀνακαλύψει ἕναν εἰδικὸ
μηχανισμό, πού, ὅταν ἔβλεπαν γελαστὸ πρόσωπο, καὶ ἀπὸ φυσικοῦ του ἀκόμη, τοῦ
τοποθετοῦσαν τὸν μηχανισμὸ αὐτὸν στὴν κάτω σιαγόνα, νὰ τὴν λοξεύσουνε, νὰ μὴ
σημειώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου τὸ γέλιο, ἀλλὰ ἡ λύπη, ἡ μελαγχολία, ἡ
στραβομουτσουνιά. Ἔτσι γίνεται τώρα στὴν Ἑλλάδα. Ὁ Γερμανὸς τοποθετεῖ κι ὁ Ἕλληνας
σφίγγει τὶς βίδες τοῦ μηχανισμοῦ.
Πῶς
μπορῶ ἐγὼ ὁ καλόγερος, ὁ Ἕλληνας καὶ χριστιανός, νὰ μένω ἀπαθής, ἀνενέργητος καὶ
ἀμέτοχος σὲ ὅλον αὐτὸν τὸν χαμὸ τοῦ κόσμου; Πότε οἱ μοναχοὶ ἔζησαν ἀραγμένη ζωὴ
σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο («δὲν βαριέσαι, ἄξια ὧν ἔπραξαν ἀπολαμβάνουν») καὶ δὲν κατέβηκαν
στὴν μάχη καὶ δὲν πρωτοστάτησαν στὸν ἀγῶνα; Ἀλλοίμονο στὸν μοναχὸ ποὺ τρυφᾶ στὰ
θεωτικά του καὶ ἀφήνει τὸν συνάνθρωπό του στὸν πόνο καὶ στὸν καημό του.
Δὲν
τὸν δεχόμαστε τὸν Τσίπρα στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἂν δὲν ἐπιδείξη ἔμπρακτη μετάνοια καὶ ἂν
δὲν μαζέψη τὰ πούπουλα -ποὺ μόνο πούπουλα δὲν εἶναι- τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀποστασίας
καὶ τῆς διαστροφῆς ἀπὸ τὸ κράτος τὸ ἑλληνικό. Ἂν δεχόμασταν τὸν Τσίπρα μὲ ἐκκλησιαστικὲς
τιμές, αὐτὸς ὁ πονεμένος λαὸς πόσο δάκρυ θὰ ἔχυνε τὴν ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σταυροῦ;
Λέτε νὰ ἐβαρύνθησαν οἱ καρδιές μας στὴν κραιπάλη καὶ στὴν μέθη, καὶ νὰ χάσαμε τὶς
εὐαισθησίες μας καὶ νὰ ἀσπαζώμαστε τὰ χέρια τῶν ἐνταφιαστῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ
τοῦ Γένους; Εἴμαστε μοναχοί, εἴμαστε καὶ Ἕλληνες. Νὰ σπάσουνε τὰ χέρια μας, ἂν
χειροκροτήσουμε τέτοιους κρατοῦντες, καὶ νὰ κομματιαστοῦν οἱ παλάμες μας, ἂν
καμπάνες χαρμόσυνες χτυπήσουμε στὴν ὑποδοχή τους.
Ἐσὺ
ποὺ γράφεις γιὰ τὴν παιδαγωγία τοῦ ἁγίου Μακαρίου, ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ποῦ εἶσαι;
Ποιόν ἀνώρθωσες καὶ ποιόν βοήθησες νὰ ἐπιστρέψη ἐν τῇ ὁδῷ; Τὶ ὡραῖες ποὺ εἶναι
οἱ εὐσεβεῖς κουβέντες, τί ὡραῖα ποὺ εἶναι τὰ χειροκροτήματα ἀπὸ τὶς κερκίδες!
Κατέβα στὴν ἀρένα κι ἔλα νὰ τὰ κουβεντιάσουμε κάτω ἀπὸ τὶς μαῦρες σημαῖες. Κι ἐγώ,
ἀμέσως ἄσπρες θὰ τὶς ἀναρτήσω, ἀλλὰ μὲ σταυρὸ χρυσαφένιο. Σὲ περιμένω.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης