o Ευάγγελος Π. Γαβρίλης
Ταξίαρχος ε.α
Παιδαγωγός ΕΚΠΑ
Σύμβουλος Εργασιακής Ψυχικής Υγείας
&
Επαγγελματικού Προσανατολισμού (MSc)
Διαβάζοντας τις τελευταίες
μέρες για την κατάταξη των πρωτοετών επιτυχόντων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, φευγαλέα
η σκέψη μου γύρισε πίσω κάποια χρόνια, όταν ως μέλος του Εκπαιδευτικού Συμβούλιου
της Σχολής, κατέθετα κάποιες σε πρωτόλεια μορφή απόψεις, για την ένταξη και χρησιμότητα
στα ακαδημαϊκά εξάμηνα των Ευελπίδων νέων μαθημάτων, όπως λόγου χάρη είναι η
Συμβουλευτική. Επειδή εξακολουθώ να θεωρώ ότι αυτή η επιστήμη έχει άμεση
συνεξάρτηση με τα δρώμενα της εργασιακής ψυχικής υγείας στον στρατό, θα ήθελα
με όσο το δυνατό πιο απλό τρόπο, να σας κάνω κοινωνούς ορισμένων βασικών προτάσεων
αυτής, σε συσχέτιση πάντοτε με το στρατιωτικό εργασιακό περιβάλλον. Ας πάρουμε
λοιπόν τα πράγματα από την αρχή.
.
Συμβουλευτική:
Ο όρος «Συμβουλευτική» υποδηλώνει την έννοια του συν-βουλεύομαι δηλαδή συνεξετάζω
με κάποιον κάτι που με προβληματίζει έντονα, με απασχολεί, με αποδιοργανώνει
συναισθηματικά και μέσω αυτής της επικοινωνίας
αναζητήσω τη λύση του. Θεωρείται η εφαρμογή των επιστημών της
Παιδαγωγικής και της Ψυχολογίας και αποσκοπεί να καταστήσει το άτομο
ολοκληρωμένη, ελεύθερη και υπεύθυνη προσωπικότητα, που να αξιοποιεί τις
δυνατότητες του και να παίρνει ορθολογιστικές αποφάσεις.
Η
κατανόηση δε και η σημασιολογία της στοιχειοθετείται, μέσα από την κατανόηση
του περιεχομένου της :
α. Υπάρχει ένα
άτομο ή ομάδα ατόμων που έχει ανάγκη να βοηθηθεί, ώστε να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα ή να πάρει μια ορθολογιστική
απόφαση (π.χ. προβλήματα με την δουλειά του, με τον προϊστάμενό του κλπ).
β. Το άτομο αυτό προσέρχεται σε έναν ειδικό,
τον Σύμβουλο, επειδή πιστεύει ότι ο
λειτουργός αυτός διαθέτει τη γνώση, την κατάρτιση και την θέληση, να προσφέρει
στο άτομο την απαιτούμενη στήριξη, θεραπεία, παρέμβαση κοκ.
γ.
Κατά τη διάρκεια της παρέμβασης συνεξετάζεται, αντιμετωπίζεται και επιλύεται το συγκεκριμένο πρόβλημα που
φέρνει στον ειδικό το άτομο/άτομα.
δ. Η συμβουλευτική αυτή σχέση συνήθως
λαμβάνει χώρα σε ένα οργανωμένο χώρο
(π.χ. γραφείο Συμβούλου) και ο οποίος χώρος λειτουργεί διευκολυντικά στη σχέση
αυτή.
ε. Κατά τη διάρκεια της συμβουλευτικής
αυτής παρέμβασης είναι απαραίτητο, να εφαρμόζεται η κατάλληλη κατά περίπτωση επιστημονική μεθοδολογία, την οποία
γνωρίζει ο λειτουργός και είναι σε θέση να την χρησιμοποιεί.
στ. Η παραπάνω επιστημονική μεθοδολογία
είναι απόρροια μιας εκ των θεωριών της Συμβουλευτικής, η οποία
όπως άλλωστε και σε κάθε επιστήμη αποτελεί την ραχοκοκαλιά αυτής.
Οι
παραπάνω σκέψεις οριοθετούν την επιστημολογία της Συμβουλευτικής. Συνήθως ο
Σύμβουλος, δηλαδή ο κάτοχος της ειδικότητας
της επιστήμης, μπορεί να εκπαιδεύσει και να εποπτεύσει άτομα με συνάφεια στην
επιστήμη αυτή ώστε αυτά με την σειρά τους να μπορούν να συνεπικουρούν ένα ολόκληρο οργανισμό. Επιπλέον
είναι δυνατόν, με αδόκιμο όρο, η επιστήμη αυτή να μπορεί να «ασκείται», σε
πρώτο βαθμό, από άτομα που για κάποιο χρονικό διάστημα έχουν πεπαιδευτεί
σε αυτήν μέσα από μια σειρά μαθημάτων, όπως λόγου χάρη οι νεαροί
Ανθυπολοχαγοί, έπειτα από μεθοδευμένα ειδικά μαθήματα στην σχολή Ευελπίδων.
Η
συμβουλευτική, πολλές φορές, συνταυτίζεται εννοιολογικά με την ψυχολογία πλην
όμως στην ουσία αποτελεί ξεχωριστό πεδίο
ερευνητικής γνώσης. Ο ψυχολόγος είναι ο επιστήμονας ο οποίος ασχολείται με
τη κλινική μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς
και των διεργασιών που την καθορίζουν. Ο σύμβουλος ψυχικής υγείας και
προσανατολισμού είναι ο επιστήμονας όπου μέσω κατάλληλων παρεμβάσεων
διευκολύνει την προσωπική και
διαπροσωπική ανάπτυξη της λειτουργικότητα του ατόμου, στοχεύοντας στην
εξάλειψη των όποιων δυσλειτουργιών.
Έχοντας λοιπόν ξεκαθαρίσει
στο μυαλό μας, όσο το δυνατόν, για το τι είναι η Συμβουλευτική, μένει τώρα να
καταδείξουμε πως είναι δυνατόν αυτή να είναι χρήσιμη στον Στρατό. Για την
διευκόλυνσή μας και την οικονομία του χρόνου, σήμερα θα ασχοληθούμε με ένα
ελκυστικό και συνάμα απαραίτητο αξιολογικό κομμάτι του στρατού, που είναι η
επίδοση – απόδοση των στρατιωτικών. Μια από τις θεωρίες της Συμβουλευτικής που
κατεξοχήν ερμηνεύει κατά ρεαλιστικό τρόπο, το «πως» οι άνθρωποι - και κατεπέκταση
οι στρατιωτικοί - κατορθώνουν να πετυχαίνουν ένα στόχο/ σκοπό/έργο τους, είναι
το μοντέλο «επίδοσης - απόδοσης»
της Κοινωνικογνωστικής Θεωρία (Social
Cognitive
Career
Theory ή απλά SCCT) των R.W. Lent, S. Brown και G. Hackett. Το μοντέλο αυτό σχηματικά φαίνεται παρακάτω :
Όπως δείχνει η εικόνα στο μοντέλο αυτό διακρίνουμε
/ παρατηρούμε, τις ποικίλες αλληλεπιδράσεις μεταξύ της ικανότητας του ατόμου, της
αυτοαποτελεσματικότητας του (αυτεπάρκειας) και των προσδοκιών του, για την επίτευξη
των σκοπών/στόχων του. Ειδικότερα αυτό
που καταδεικνύει το μοντέλο είναι ότι η ικανότητα
του ατόμου που λογίζεται είτε ως επιδεξιότητα είτε ως επιτεύγματα
παρελθοντικής επίδοσης είτε ως προσωπικά γνωρίσματα - χαρακτηριστικά, επηρεάζει
την αυτοαποτελεσματικότητα (αυτεπάρκεια) του καθώς και τις προσδοκίες του στην
επίτευξη κάποιου αποτελέσματος (πχ για έναν στρατιωτικό η χρηστή διοίκηση
Μονάδος). Τα δύο αυτά στοιχεία επηρεάζουν και την στάθμη των σκοπών της
επίδοσης. Έλλογη αυτοαποτελεσματικότητα (αυτεπάρκεια) και αρκετές προσδοκίες για το αποτέλεσμα προάγουν περισσότερο φιλόδοξους σκοπούς και βοηθούν τους ανθρώπους
να ενεργοποιούνται καλύτερα, ώστε να επιδιώκουν μεγαλύτερους στόχους.
Αξιόλογες παρατηρήσει που έκαναν οι Lent & Brown & Hackett για
αυτό το μοντέλο είναι ότι πρώτον, οι εμπειρίες επιτυχίας προάγουν την ανάπτυξη
των ικανοτήτων του ατόμου και συνεπώς την αυτοαποτελεσματικότητά
του, όπως επίσης και τις προσδοκίες του. Δεύτερον, ο βαθμός επίτευξης των στόχων από το άτομο
επηρεάζει και ανατροφοδοτεί τις ικανότητές του για την επακόλουθη συμπεριφορά
του. Τρίτον, η τελειοποίηση των ικανοτήτων του ατόμου, η αυτοαποτελεσματικότητά
του και οι προσδοκίες για τα αποτελέσματα, έχουν άμεση συνάφεια με τις περιβαλλοντικές μεταβλητές όπως λόγου χάρη ποιότητα εργασιακής ζωής, κοινωνικό-οικονομικό
status, κοινωνικοποίηση
του ατόμου κλπ, οι οποίες μεταβλητές διαμορφώνουν και τις γνωσιακές του εμπειρίες.
Συνάμα και ίσως αυτό είναι το
ουσιαστικότερο για την περίπτωση που εξετάζουμε, η αυτοαποτελεσματικότητά του
ατόμου έχει άμεση συνάφεια με την
επίδοση του σε ένα έργο ή σε μια δραστηριότητα. Αυτό που μπορούν να φέρουν σε
πέρας επιτυχώς οι άνθρωποι εξαρτάται εν
μέρει και από το πως ερμηνεύουν οι ίδιοι τις ικανότητες τους. Οι
πεποιθήσεις για την αυτοαποτελεσματικότητα τους επιδρούν καταλυτικά για το πως οι άνθρωποι αξιοποιούν τα ταλέντα
τους, εξηγώντας κατ’ αυτό τον τρόπο γιατί άτομα με τις ίδιες βασικές ικανότητες
μπορούν να επιδείξουν επιδόσεις με αφάνταστα διαφορετικές ποιότητες έργου.
Ιδιαίτερα δε, κατά την αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων, η υψηλή επίδοση τους
σε ένα έργο ή δραστηριότητα απαιτεί πέρα από βασικές ικανότητες που λογικά θα
πρέπει να διαθέτουν ισχυρή αυτεπάρκεια -
αυτοαποτελεσματικότητα.
Πολλαπλές έρευνες που κατά καιρούς έχουν διεξαχθεί για
αυτή την θεωρία επιβεβαιώνουν ότι η
αυτοαποτελεσματικότητα και η ικανότητα έχουν συνάφεια μεταξύ τους και αμφότερες
βοηθούν στην εξήγηση των επιτευγμάτων απόδοσης των ανθρώπων (Lent & Brown & Hackett ).
Ένα από τα πολλά συμπεράσματα που
κατέληξαν οι μελετητές του μοντέλου αυτού είναι ότι οι άνθρωποι πιθανόν να συναντήσουν προβλήματα
είτε όταν δεν διαθέτουν
επαρκή ικανότητα για να πετύχουν σε μια ανατιθέμενη σε αυτούς εργασία είτε όταν
παρερμηνεύουν σοβαρά την αυτοαποτελεσματικότητά τους. Όταν οι άνθρωποι υποτιμούν σοβαρά την αυταποτελεσματικότητά τους, δηλ. την ικανότητα τους για κάποιο έργο, έχουν
την τάση να παραιτούνται πιο εύκολα, να θέτουν χαμηλούς στόχους, να υποφέρουν από εξουθενωτικό άγχος και να
αποφεύγουν προκλήσεις για τις οποίες πραγματικά είναι ικανοί. Από την άλλη
πλευρά, μεγάλες υπερεκτιμήσεις της αυτοαποτελεσματικότητά τους ενθαρρύνουν τους
ανθρώπους να κάνουν έργα για τα οποία είναι ανεπαρκώς προετοιμασμένοι αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα αποτυχίας
τους.
Τελειώνοντας αυτές τις σκέψεις και
μια και μιλάμε για την επιστήμη της Συμβουλευτικής, θα ήθελα να σας εξιστορήσω
ένα πείραμα που έγινε στην Αμερική πριν πολλά χρόνια και το οποίο κατέδειξε, πως
οι διάφορες συνθήκες ζωής μας αναγκάζουν
να τροποποιούμαι την συμπεριφορά μας για την επίτευξη ενός στόχου. Σε αυτό
λοιπόν το πείραμα, αμερικανοί ψυχολόγοι, πήραν ένα κουτί που η πάνω επιφάνεια
του καλυπτόταν από ένα πλαστικό καπάκι, κάτι σαν το κουτί με τα μπισκότα Caprice και
έβαλαν εκεί μέσα ένα ψύλλο. Μόλις έκλεισαν το κουτί, ο ψύλλος άρχισε να
χοροπηδά και να κτυπά πάνω στο πλαστικό καπάκι. Αυτή η κίνηση διήρκησε κάμποσες
μέρες, κάποτε όμως σταμάτησαν να ακούν
οι ψυχολόγοι τα κτυπήματα. Άνοιξαν το καπάκι και έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι τα
πηδήματα του ψύλλου είχαν χαμηλώσει κατά λίγα εκατοστά, έτσι ώστε ο ψύλλος να
μην κτυπά πλέον στο πλαστικό καπάκι του κουτιού. Ένα από τα συμπεράσματα τους
ήταν ότι για να επιβιώσει ο ψύλλος τροποποίησε την συμπεριφορά του (τροποποίηση
– επιτυχία σκοπού ) .
Ο
ψύλλος βέβαια, μπορεί να τροποποιεί την συμπεριφορά του μέσα από μια πρωτόγονη
συνεξάρτηση ερεθίσματος – αντίδραση για να επιβιώσει, ο άνθρωπος όμως είναι αυτεξούσιο
ον, με πληθώρα ψυχοσυναιθηματικών ερεθισμάτων και διαθέτει άπειρες τεχνικές για
να πετυχαίνει τον στόχο/σκοπό του. Αρκεί πάντοτε να επιλέγει τον σωστό δρόμο
και να μην αυτο-εγκλωβίζεται.