Γράψαμε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἕνα κείμενο γιὰ τὴν Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου. Διαβάζοντάς το, ὁ καθένας καταλαβαίνει ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ δὲν ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος, οὔτε ἀνέκοψε ἢ τάραξε τὴν πορεία του. Συνεχίζει ὁ ἱερὸς τόπος νὰ ζῆ μέσα στὴν ὀρθόδοξη ζωὴ καὶ παράδοση. Σεμνὰ εἴπαμε τὸν λογισμό μας, ἀλλὰ δὲν γίνεται νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι γιὰ μᾶς ἡ αἱμοσταγὴς μητέρα Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κάνει τὴν πορεία της μέσα σὲ εἴκοσι δύο ἑκατομμύρια ἀλλοφύλους καὶ ἀλλοθρήσκους, καὶ κρατιέται στὸ ὕψος της, δὲν θὰ πῶ μὲ διπλωματία, θὰ πῶ μὲ προσευχὴ καὶ προσοχή. Δὲν μπορῶ λοιπὸν ἐγὼ ὁ καλόγερος ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς νὰ λακτίζω τὴν Ἐκκλησία μου. Μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία θὰ πῶ τὸν λογισμό μου, χωρὶς νὰ πετάξω πέτρες καὶ αὐθαδιασμοὺς στὴν μάννα μου. Τῆς λέγω ὅτι ἡ διαθήκη ποὺ κάνεις δὲν μᾶς ἀναπαύει, ἀλλὰ σὰν παιδὶ πρὸς μητέρα, καὶ ὄχι σὰν ξεπεσμένο ἀποπαίδι. Λακτίζεται κάθε μέρα ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τῆς Ἄγαρ, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ σηκώσω ποτὲ τὸ πόδι μου νὰ κλωτσήσω τὴν μάννα μου. Κάτι λέω, καὶ πονάω. Κάτι προσπαθῶ, καὶ κρύβομαι νὰ μὴ λυπήσω τὴν Ἐκκλησία μου, γιατὶ αὐτὴ μ᾽ ἔμαθε τὶ νὰ πιστεύω καὶ κάτω ἀπὸ τὶς δικές της εὐλογίες κάνω τὴν πορεία μου.
Χάρηκα ποὺ δόθηκε εὐκαιρία στοὺς σοῦπερ ζηλωτὲς καὶ θερμόαιμους τῆς πίστεως καὶ λάκτισαν καὶ κλώτσησαν καὶ ἐξουθένωσαν τὸν λογισμό μας. Καὶ σᾶς ἄνοιξε στόμα καὶ καρδία νὰ θεολογήσετε καὶ νὰ τραγουδήσετε τὰ μεγαλεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἂν νομίζετε ὅτι αὐτὸ κάνει καλὸ στὴν Ἐκκλησία, πολλὴ χαρὰ θὰ ἔχουμε νὰ συνεχίσετε. Ἀναλογισθῆτε ὅμως τὴν θέση μας σ᾽ αὐτὸ τὸ ἅγιο βουνό. Ὅτι ἐμεῖς ποὺ προπορευόμαστε μὲ σημαιοφόρο τὴν Παναγία, ζοῦμε συνεχῶς μεταξὺ σφύρας καὶ ἄκμονος. Μεταξὺ δύο ἰσχυρῶν ρευμάτων, ποὺ ἀγωνίζονται ἐδῶ καὶ χρόνια νὰ μᾶς κατακλύσουν καὶ νὰ μᾶς καταποντίσουν. Τὸ ἕνα εἶναι ὁ ζηλωτισμὸς καὶ τὸ ἄλλο ὁ ἄκρατος φιλελευθερισμός. Δὲν θὰ τὸν πῶ οἰκουμενισμό, ἀλλὰ φιλελευθερισμό.