ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΜΑΣ
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὺγουστίνου Καντιώτου
«Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐαγγελισάμην ὑμῖν, …ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπέθανεν…, καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται…» (Α΄ Κορ. 15,1-4)
Τί ἆραγε νὰ σημαίνουν, ἀδελφοί μου, τὰ λόγια αὐτά; Εἶνε λόγια τοῦ ἀποστόλου ποὺ ἀκούσαμε, λόγια χρυσᾶ, «νόμισμα» μεγάλης ἀξίας, καὶ πρέπει νὰ τὰ «ἐξαργυρώσουμε», νὰ τὰ ἁπλοποιήσουμε, νὰ τὰ κάνουμε λιανά. Θὰ προσπαθήσω μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ σᾶς ἑρμηνεύσω τοὺς στίχους αὐτούς.
* * *
Ἀρχίζω μ᾿ ἕνα παράδειγμα, τὸ δέντρο. Εἶνε ἕνα δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει ἕνα μέρος του ὁρατὸ καὶ ἕνα μέρος ἀόρατο, δὲν φαίνεται. Αὐτὸ ποὺ φαίνεται εἶνε ὁ κορμός, τὰ κλαδιά, τὰ φύλλα, τὰ ἄνθη, οἱ καρποί. Ὑπάρχει ὅμως καὶ τὸ ἀόρατο μέρος, οἱ ῥίζες, κάτω ἀπ᾽ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους βαθειὰ στὸ χῶμα. Ποιό εἶνε σπουδαιότερο; Οἱ ῥίζες ποὺ δὲν φαίνονται! Αὐτὲς εἶνε τὸ στόμα τοῦ δέντρου· τραβοῦν σὰν ἀντλία τὸ νερὸ καὶ τὸ μεταφέρουν μέχρι καὶ τὸ τελευταῖο φυλλαράκι στὸ ὑψηλότερο σημεῖο. Οἱ ῥίζες γιὰ τὸ δέντρο εἶνε τὸ πᾶν· ἂν αὐτὲς εἶνε στερεὲς καὶ γερές, τὸ δέντρο εἶνε σταθερὸ καὶ θαλερὸ καὶ οἱ καρποὶ ὑγιεῖς.
Ὑπάρχει ὅμως κ᾽ ἕνα ἄλλο δέντρο, ποὺ τὸ φύτεψε ὄχι ἄνθρωπος ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἡ ἁγία Τριάδα, καὶ δὲν θὰ μπορέσῃ κανένας διάβολος νὰ τὸ ξερριζώσῃ. Αὐτὸ εἶνε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ πίστι μας. Τὸ δέντρο αὐτὸ προῆλθε ἀπὸ ἕνα σπόρο. Ποιόν σπόρο· ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὰ ἁπλᾶ λόγια, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, φύτρωσε τὸ δέντρο αὐτὸ καὶ ἔβγαλε καρπούς.
Τὸ ὁρατὸ μέρος τοῦ δέντρου εἴμαστε ἐμεῖς· εἶνε οἱ ἐκκλησιές, οἱ καμπάνες, οἱ πολυέλεοι, οἱ κολυμβῆθρες κ.τ.λ.. Ἀλλ᾽ αὐτὰ μπορεῖ μιὰ μέρα νὰ λείψουν· μπορεῖ νὰ ᾿ρθῇ ἕνας ἀντίχριστος νὰ γκρεμίσῃ ὅλες τὶς ἐκκλησίες –καὶ θὰ ᾿ρθῇ ἡ ὥρα αὐτή!…–, νὰ κάψῃ τὶς εἰκόνες κ.λπ.. Τὸ δέντρο κόβεται, ἀλλὰ ἡ ῥίζα μένει.
Ποιά εἶνε ἡ ῥίζα, ποὺ κανείς δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν ξερριζώσῃ; Εἶνε ἡ πίστις. Ποιά πίστις; «Τὸ εὐαγγέλιον», ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Γνωρίζω ὑμῖν», σᾶς γνωστοποιῶ, ἀδελφοί μου, λέει, ὅτι ἡ πίστι μας δὲν εἶνε μιὰ φιλοσοφία, μιὰ θεωρία, ἕνας μῦθος, ἕνα παραμύθι, ἕνας φανταχτερὸς λόγος. «Γνωρίζω ὑμῖν», σᾶς κάνω γνωστό, «τὸ εὐαγγέλιον», τὸ ὁποῖο «καὶ παρελάβετε», στὸ ὁποῖο «καὶ ἑστήκατε» καὶ διὰ τοῦ ὁποίου «καὶ σῴζεσθε» (Α´Κορ.15,1-2).
Ποιό εἶνε τὸ «εὐαγγέλιο», οἱ ῥίζες τῆς πίστεώς μας; Ὅπως κάθε δέντρο ἔχει ῥίζες, ἔτσι καὶ ἡ πίστις μας ἔχει ῥίζες βαθειές. Καὶ σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει τὶς ῥίζες πού, ἐφ᾿ ὅσον αὐτὲς ὑπάρχουν, τὸ δέντρο τῆς πίστεώς μας θὰ εἶνε ἀμάραντο.⃝ Πρώτη ῥίζα, πρώτη ἀλήθεια δηλαδὴ τῆς πίστεώς μας, ποιά εἶνε; τί διδάσκει ἡ πίστι μας; Διδάσκει, ὅτι ἦρθε. Ποιός ἦρθε; Ὁ Κύριος. Οἱ Ἑβραῖοι ἀκόμα περιμένουν καὶ λένε «θὰ ἔρθῃ»· ἐμεῖς λέμε «ἦρθε». Ποιός, ἀπὸ ποῦ ἦρθε; ἄγγελος, ἀρχάγγελος, βασιλιᾶς ἐπίγειος, κανένας ἐξωγήινος ποὺ φαντάζονται κάποιοι; Ἦρθε πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες, ἀπὸ τοὺς «οὐρανοὺς τῶν οὐρανῶν» (Ψαλμ. 148,4) – ποιός; Ὁ Θεός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἦρθε, ὅπως λέει ἡ Ἀποκάλυψις (βλ. 12,14), σὰν «ἀετός», ποὺ πετάει ἀπὸ τὰ ὕψη διαγράφει κύκλους, χαμηλώνει κ᾽ ἔρχεται καὶ κάθεται σ᾽ ἕνα βράχο. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἐδῶ στὴ γῆ. «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους» (Λουκ. 1,78). Ἐνανθρώπησε ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Παναγίας, γεννήθηκε καὶ ἔζησε ἀνάμεσά μας· «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαρ. 3,38). Ἡ πρώτη ῥίζα λοιπὸν εἶνε νὰ πιστέψῃς, ὅτι ὁ Θεὸς ἦρθε ἐπὶ τῆς γῆς· ἡ πίστις μᾶς δείχνει τὴ φάτνη κι ἀκοῦμε τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
⃝ Ἡ δεύτερη ῥίζα. Φεύγουμε ἀπὸ τὴ φάτνη καὶ πᾶμε στὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ, ποὺ ὁ Χριστός μας τὸν ἔβαψε μὲ τὸ αἷμα του. Ἐκεῖ ἕνας ἄγγελος γράφει ἐπάνω στὸ σταυρὸ τὶς λέξεις ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπέθανεν…, καὶ ὅτι ἐτάφη» (Α´ Κορ. 15,3-4) νὰ πιστέψῃς λοιπὸν καὶ νὰ παραδεχθῇς, ὅτι δὲν ἦλθε ἁπλῶς στὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ ἀπέθανε. Ποιός; Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παρθένου. Καὶ πῶς ἀπέθανε; Ὡς καταδικασμένος ἁμαρτωλός, ὡς ὁ δυστυχέστερος ἄνθρωπος· μὲ ἀγκάθινο στεφάνι στὸ κεφάλι, μὲ τὰ χέρια τρυπημένα, μὲ τὴν πλευρὰ σχισμένη, μὲ τὰ πόδια του ματωμένα· γυμνός, ἐγκαταλελειμμένος, διψασμένος· αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὶς πηγές, τοὺς ποταμοὺς καὶ τοὺς ὠκεανούς, δὲν εἶχε ἕνα ποτήρι νερὸ καὶ εἶπε «Διψῶ» καὶ φώναξε «Τετέλεσται» (ἔ.ἀ. 19,28,30).
⃝ Νὰ κρατήσῃς ἀκόμα μιὰ τρίτη ῥίζα. Ἀπέθανε ὁ Χριστὸς καὶ ἐτάφη· μέχρι ἐκεῖ συμφωνοῦν ὅλοι. Ἀλλὰ στὸ ἑπόμενο κάποιοι διαφωνοῦν. Τί λέει ὁ ἀπόστολος· ὅτι ὁ Χριστὸς «ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α´Κορ. 15,3), ἀπέθανε γιὰ μᾶς· γιὰ μένα, γιὰ σένα, γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν γενεῶν, γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί ἀπέθανε; Γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ. Ἀπὸ τί; Ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἂν μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε μόνοι μας, δὲν θὰ κατέβαινε στὴ γῆ, μὰ ὁ κόσμος δὲν μποροῦσε νὰ σωθῇ μὲ ἄλλο μέσο. Ἦταν βαρειὰ ἡ ἀρρώστια τοῦ ἀνθρώπου καὶ χρειαζόταν νὰ γίνῃ μετάγγισις αἵματος, νὰ μπῇ μέσα στὴν ἀνθρωπότητα ἁγνὸ αἷμα. Ἦταν μεγάλο τὸ χρέος μας, πολλὰ τὰ γραμμάτια τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ πῶς νὰ ξεχρεωθοῦμε; Ὤ τ᾽ ἁμαρτήματά μας! Τὰ γραμμάτια αὐτὰ ποιός νὰ τὰ ἐξοφλήσῃ; Μὰ καὶ χίλια χρόνια νὰ κάνῃς νηστεῖες καὶ μετάνοιες, δὲν ξοφλᾷς τὰ χρέη σου αὐτά. Πῶς ἐξοφλοῦνται αὐτὰ τὰ γραμμάτια; πῶς ν᾽ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου; «Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου» (Γαλ. 3,13). Φτάνει νὰ πέσῃ, ἀδέρφια μου, μιὰ σταλαγματιά, ἕνα ἠλεκτρόνιο τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὰ σβήνει ὅλα. Αὐτὸς εἶνε «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29). «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει…». Μὴ διαβάζετε μόνο ἐφημερίδες· ἀνοῖξτε τὴ Γραφή, τοὺς προφῆτες, διαβάστε τὸν Ἠσαΐα ποὺ λέει «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται», κ᾽ ἐμεῖς «ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει. …Τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν» (Ἠσ. 53,4-5). Τὸ φάρμακό μας εἶνε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας.
⃝ Λοιπόν, Χριστιανέ, κράτα τὴ μία ῥίζα ὅτι ὁ Κύριος ἐνανθρώπησε, τὴ δεύτερη ῥίζα ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπέθανε μαρτυρικῶς, τὴν τρίτη ῥίζα ὅτι ἀπέθανε ὑπὲρ ἡμῶν. Καὶ ἡ τέταρτη ῥίζα ποιά εἶνε; Θὰ μὲ ῥωτήσῃς ἐμένα· Πῶς νὰ πεισθῶ ὅτι εἶνε Θεός; Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀλήθεια ἀπ᾽ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός, καὶ τὴ βεβαίωσε μὲ τὴ σφραγῖδα της ἡ ἁγία Τριάδα· ἡ δὲ σφραγίδα τῆς ἁγίας Τριάδος εἶνε ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος «…καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς» (Α´Κορ. 15,4), ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, ἐμφανίστηκε καὶ τὸν εἶδαν χίλια μάτια.
* * *
Αὐτά, ἀδέρφια μου, εἶνε τὰ μεγαλεῖα τῆς πίστεώς μας. Γιὰ νὰ μὴν τὰ ξεχνᾶμε, ἡ Ἐκκλησία ὥρισε νὰ κάνουμε μνημόσυνο τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως κάνεις μνημόσυνο τῶν γονέων σου, ἔτσι ὄχι μιὰ φορὰ τὸ χρόνο ἀλλὰ μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα τοὐλάχιστον, κάθε Κυριακή, ὀφείλουμε νὰ ἐκκλησιαζώμαστε. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δίνει ἐντολή· Νὰ θυμᾶσαι τὸ Χριστό, «Μνημόνευε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν» (Β ´Τιμ. 2,8). Γι᾽ αὐτὸ στὴν θεία Λειτουργία ἀκοῦμε· «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως…» (πρὸ τοῦ καθαγ.). Ἐνθυμούμενοι τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ κάνουμε ἐκεῖ, στὴν θεία εὐχαριστία, τὸ μνημόσυνό του.
Ἡ λατρεία μας εἶνε ὁλοζώντανη. Μπαίνοντας στὴν ἐκκλησία, βλέπεις ἐκεῖ τὴ φάτνη καὶ τὸ Γολγοθᾶ κι ἀκοῦς τὴν οὐράνια μουσικὴ «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…». Τὸ κομμάτι αὐτὸ δὲν εἶνε γῆ, εἶνε οὐρανός. Οἱ ἀγράμματοι πρόγονοί μας, ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια, δάκρυζαν καὶ ἔλεγαν «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ζοῦσαν τὸν Μυστικὸ δεῖπνο «Λάβετε, φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (βλ. Ματθ. 26,26,28 κ.ἀ.).
Σήμερα ὅμως οἱ ἐκκλησίες εἶνε ἄδειες. Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· πιστεύουμε; Ἂν πιστεύαμε, τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ θὰ κάναμε φτερὰ στὰ πόδια νὰ ᾿ρθοῦμε στὴν ἐκκλησιὰ κατὰ τὸ ψαλμικὸ «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 83,2-3).
Ἀδελφοί μου, σᾶς τὸ λέω μὲ πόνο· νὰ μετανοήσουμε, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Θεό. Μὴ χάσουμε τὴν πίστι μας, δὲν ὑπάρχει χειρότερο κακό. Μὲ τὴν πίστι μας θὰ ζήσουμε. Γι᾽ αὐτό, κι ἂν ὅλοι οἱ ἄλλοι γίνουν αἱρετικοί, μασόνοι, ὑλισταί, ἄθεοι, καὶ ἕνας παιδί μου ἂν μείνῃς, νὰ μείνῃς μὲ τὸ Χριστό, κι ὅταν πλησιάσῃ ἡ τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς σου νὰ πῇς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
O AΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ ΩΣ ΜΑΡΤΥΣ
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1,8)
«Κύριε, ὅπως ἐσὺ ἔχυσες τὸ αἷμα σου γιὰ μένα, ἀξίωσέ με καὶ ἐγὼ νὰ χύσω τὸ αἷμα μου γιὰ σένα» (προσευχὴ ἁγ. Κοσμᾶ)
Ο ἅγιος Κοσμᾶς, ὅπως γνωρίζουμε, ὑπῆρξε προφήτης· εἶχε τὸ χάρισμα νὰ προβλέπῃ αὐτὰ ποὺ θὰ συμβοῦν. Σήμερα θὰ δοῦμε μία ἄλλη πλευρὰ τῆς ζωῆς του· θὰ δοῦμε, ὅτι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὑπῆρξε μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ μικρὰ ἡλικία καὶ στὸ Ἅγιο Ὄρος ποὺ ἤτανε διάβαζε συχνὰ τοὺς βίους τῶν ἁγίων· ἰδίως τῶν μαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν τῆς πίστεώς μας. Ἀπὸ τότε μέσ᾿ στὴν καρδιά του ἄναψε μεγάλη ἱερὰ ἐπιθυμία, νὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὸ Χριστό, ὅπως μαρτύρησαν τόσοι ἅγιοι τῆς πίστεώς μας. Καὶ ἡ προσευχή του ποιά ἤτανε; Μιὰ προσευχὴ πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς δικές μας. Οἱ δικές μας προσευχὲς εἶνε γύρω ἀπὸ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα, ὑλικὰ καὶ ἐγκόσμια, προσωρινὰ καὶ ἐφήμερα· ἐνῷ ἡ προσευχὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ ἦτο μία ἰδεώδης προσευχή, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ἀνθρώπινα μέτρα· ἔδειχνε, ὅτι ἔχει πάρει τὴν ἡρωϊκὴ ἀπόφασι νὰ τὰ θυσιάσῃ ὅλα γιὰ τὸ Χριστό. Τί ἔλεγε ἡ προσευχὴ αὐτή; «Χριστέ μου, σὲ παρακαλῶ ἀξίωσέ με, ὅπως ἐσὺ ἔχυσες τὸ αἷμα σου γιὰ μένα, νὰ χύσω καὶ ἐγὼ τὸ αἷμα μου γιὰ σένα». Ποιός σήμερα κάνει αὐτὴ τὴν προσευχή; Ἀγαποῦμε τὴ ζωή μας· τὸ πᾶν κάνουμε νὰ παρατείνουμε τὶς ἡμέρες τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας. Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε ἀπόφασι νὰ θυσιάσῃ τὴ ζωή του, καὶ παρακαλοῦσε τὸ Χριστὸ νὰ τοῦ τὸ δώσῃ, ὡς μία ἰδιαιτέρα εὐλογία.
Καὶ ἡ ὥρα αὐτὴ ἦρθε. Ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, ἀφοῦ περιώδευσε βουνὰ καὶ λαγκάδια καὶ ὅλη τὴ Βαλκανική, ἕνα πρωΐ, ξημερώνοντας σὰν τέτοια ἅγια ἡμέρα 24 Αὐγούστου, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔπιασαν, μετὰ ἀπὸ προδοσία τῶν Ἑβραίων, τὸν ἔδεσαν, τὸν ἔβαλαν ἐπάνω σ᾿ ἕνα ἄλογο, καὶ προτοῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος τὸν ὡδήγησαν σ᾿ ἕνα ποτάμι, στὴν ὄχθη τοῦ Ἀῴου ποταμοῦ, ποὺ μέχρι σήμερα τρέχει. Ἐκεῖ κατάλαβε, ὅτι ἔφτασε τὸ τέλος του.
Λυπήθηκε; Ὄχι. Σὰ᾿ νὰ εἶχε γάμο, σὰ᾿ νὰ ἤτανε ―ὅπως καὶ ἤτανε― ἡ ὡραιοτέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς του, ἐδόξασε τὸ Θεό. Ζήτησε προθεσμία λίγα λεπτὰ ἀπὸ τοὺς ἐκτελεστάς του. Γονάτισε, προσευχήθηκε, εὐλόγησε βουνὰ καὶ λαγκάδια, ὕψωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ γεμᾶτα δάκρυα, καὶ εἶπε· Χριστέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ, αὐτὸ ποὺ ζητοῦσα μοῦ τό ᾿δωσες.
Σὲ λίγο ὁ Κοσμᾶς δὲν ὑπῆρχε στὴν ἐπίγειο ζωή. Τὰ τελευταῖα του λόγια εἶνε τὸ ῥητὸ τοῦ Δαυΐδ· «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγας ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψαλμ. 65,12).
* * *
Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Μάρτυρας πρῶτον μὲ τὴ διδασκαλία του, ποὺ ἐσκόρπισε παντοῦ στὰ χρόνια ἐκεῖνα τὰ φοβερὰ τῆς τουρκοκρατίας. Μάρτυρας μὲ τὸν βίο του τὸν ἅγιο καὶ ἀγγελικό. Μάρτυρας μὲ τὰ θαύματα, ποὺ ἔκανε καὶ κάνει. Μάρτυρας ἀκόμα μὲ τὶς προφητεῖες ποὺ εἶπε. Καὶ μάρτυρας τέλος μὲ τὸ αἷμα του, ποὺ ἐπεσφράγισε τὴ μαρτυρική του ζωή.
Σήμερα, ποὺ ἑορτάζει, ἔχουμε κ᾿ ἐμεῖς μιὰ ἱερὰ ὑποχρέωσι· νὰ τὸν μιμηθοῦμε, νὰ γίνουμε μάρτυρες.
―Μάρτυρες; θὰ πῆτε. Ἀλλὰ σήμερα δὲν ζοῦμε σὲ χρόνια διωγμοῦ.
Ναί. Τέτοιο πρᾶγμα σήμερα δὲν συμβαίνει. Αὔριο ὅμως; Θὰ σᾶς πῶ κάτι, μολονότι θὰ σᾶς λυπήσω. Δὲν εἶμαι προφήτης, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ κείμενα τῶν προφητειῶν καὶ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, σὲ λίγο ἔρχεται μεγάλη θύελλα στὰ Βαλκάνια. Θεέ μου Θεέ μου! Ἀπὸ ᾿κεῖνα ποὺ εδαμε ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι, χειρότερα θὰ δοῦμε, ἀδελφοί μου. Γιατὶ ὅλοι μας ἔχουμε φύγει μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔρχονται χρόνια σκληρά, χρόνια ποὺ θὰ εἶνε εὐτυχεῖς ὅσοι δὲν θά ᾿χουν μάτια νὰ βλέπουν καὶ αὐτιὰ νὰ ἀκοῦνε ὅσα θὰ γίνουν.
Διαβάστε τὶς προφητεῖες τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, γιὰ νὰ δῆτε τί συμφορὲς ἔρχονται. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ εμεθα ἐναγώνιοι· καὶ νὰ προσευχώμεθα στὸ Θεό, νὰ ἐλαττώσῃ τὶς ἡμέρες τῆς θλίψεως.
Τώρα γλεντοῦν καὶ διασκεδάζουν… Ὅπως λέει κάποιος μῦθος τοῦ Αἰσώπου, «τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε»· τὰ σπίτια σας καίγονται κ᾿ ἐσεῖς τραγουδᾶτε. Κανείς δὲν λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν τί ἔρχεται. Ἔρχονται ἡμέρες σκληρὲς γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.
Τότε θὰ εἶνε καιρὸς διωγμοῦ, μεγάλου διωγμοῦ. Κ᾿ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸ Χριστὸ θὰ εἶνε λίγοι. Μέσα στοὺς χίλιους, τοὺς δέκα χιλιάδες, τοὺς ἑκατὸ χιλιάδες Χριστιανούς, ἕνας θὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὸ Χριστό! Οἱ ἄλλοι θὰ γίνουν προδότες. Θὰ μᾶς κοσκινίσῃ ὁ διάβολος. Τότε θὰ δοῦμε, ποιοί εἶνε οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοί.
* * *
Ἀλλὰ καὶ σήμερα μπορεῖς νὰ γίνῃς μάρτυρας. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ δὲν εἶνε μόνο γιὰ ἐποχὲς διωγμοῦ. Καὶ σήμερα μπορεῖς νὰ γίνῃς μάρτυρας Χριστοῦ. Πῶς;
Ἀκοῦς τὸ γείτονα, τὸ φίλο, τὴ συντροφιά σου καὶ κατηγοροῦν μὲ λόγια αἰσχρὰ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ; Ἂν ἔχῃς γλῶσσα, νὰ ὑπερασπίσῃς τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά, νὰ δώσῃς μάχη. Τὸ ἔκανες; μάρτυρας Χριστοῦ εἶσαι.
Περπατᾷς στὸ δρόμο, στὴν πλατεῖα, παντοῦ, κι ἀκοῦς τὸν ἄλλο νὰ βλαστημάῃ μὲ τὰ αἰσχρότερα λόγια τὴν Παναγιά μας, τὸν τίμιο σταυρό, ὅ,τι ἱερὸ ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας; Τί πρέπει νὰ κάνῃς; Ἐγὼ θὰ σᾶς πῶ; Ἀκοῦστε τί λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Σύ, λέει, ποὺ θ᾿ ἀκούσῃς νὰ βλαστημάῃ κάποιος, κλάψε γι᾿ αὐτὸν καὶ πές του· «Νὰ βρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου σὲ συγχωρῶ· νὰ βλαστημήσῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ». Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει κάτι παραπάνω· «Τὸ βλάστημο συμβούλευσέ τον μιά, δυό, τρεῖς. Δὲν σ᾿ ἀκούει; Χέρι ἔχεις; Χτύπα. Χέρι, ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο, θὰ ἁγιάσῃ».
Ἀλλὰ ἐμεῖς ἀκοῦμε νὰ βλαστημοῦν καὶ δὲν διαμαρτυρόμεθα. Εἶδα μιὰ μάνα νὰ βλαστημάῃ ὁ μικρὸς κι αὐτὴ νὰ τὸν χαϊδεύῃ! Ὦ γενεά, ὦ κόσμε ἄπιστε καὶ διεφθαρμένε, ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ ἴχνος ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστό!
Μάρτυρας εἶσαι ὅταν ὁμολογῇς τὸ Χριστό, ὅταν ὑπερασπίζεσαι τὴ θρησκεία σου, μάρτυρας γίνεσαι ὅταν ἐπιπλήττῃς τὸ βλάστημο. Μάρτυρας γίνεσαι καὶ ὅταν κάθεσαι στὸ τραπέζι, ποὺ σοῦ δίνει ὁ Θεὸς ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ κάνῃς τὸ σταυρό σου. Ἄχ! Θὰ ἤθελα, γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν, νὰ ἔχουν μιὰ τιμωρία. Ὄχι νὰ τοὺς σκοτώσουμε, ὄχι νὰ τοὺς φυλακίσουμε. Νά ᾿χουμε ἕνα πύραυλο, νὰ τοὺς βάλουμε μέσα, καὶ νὰ τοὺς στείλουμε στὸ φεγγάρι. Ὤ στὸ φεγγάρι! Νερὸ σταλαγματιά, ψωμάκι τίποτα, ἀχλάδια, μῆλα, δέντρα… τίποτα, προβατάκια νὰ βοσκοῦν τίποτα, ἀέρας τίποτα· νέκρα ἀπέραντος. Ἐκεῖ νὰ πᾶνε οἱ ἄθεοι. Ἐδῶ στὴ γῆ μᾶς τὰ ἔδωσε ὅλα ὁ Θεός, καὶ ἀντὶ νὰ τὸν εὐγνωμονοῦμε εἴμεθα ἀχάριστοι· τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε. Ἐκεῖ φτάσαμε.
Ὅταν, λοιπόν, κάθεσαι στὸ τραπέζι, σήκω ἐπάνω ―ἂς κοροϊδεύῃ ὁ ἄλλος―, μὴ φᾷς μπουκιά· κάνε πρῶτα τὸν τίμιο σταυρὸ κανονικά, ὅπως τὸν δίδαξε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καὶ τότε κάθησαι νὰ φᾷς.
* * *
Ἔτσι, ἀδέρφια μου, νὰ εμεθα μάρτυρες. Μάρτυρες μὲ τὴ γλῶσσα μας, μάρτυρες μὲ τὸν βίο μας, ποὺ πρέπει νὰ ἀκτινοβολῇ ὅπως εἶπε ὁ Χριστός· «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως δωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5,16). Μάρτυρες μὲ ὅλη μας τὴ ζωή. Μάρτυρες ἕως θανάτου. Καὶ μάρτυρες, ἂν δώσῃ ὁ Θεός, ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ποὺ τελείωσε τὴ ζωή του δίνοντας καὶ τὸ αἷμα του. Νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι κ᾿ ἐμεῖς γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια νὰ ὑποστοῦμε τὰ πάντα· νὰ τὰ δώσουμε ὅλα γιὰ τὴν πίστι μας, ὅλα γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ.
Τότε θὰ ἑορτάζουμε πραγματικὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος ὑπῆρξε ἀληθινὸς μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς νὰ γίνουμε ἀληθινοὶ μάρτυρές του καὶ ὄχι προδότες. Ὄχι Ἰοῦδες, ἀλλὰ σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι, ὄρθιοι στὶς ἐπάλξεις τοῦ καθήκοντος μέχρι τελευταίας μας ἀναπνοῆς. Νὰ ὁμολογοῦμε τὸν Χριστό μας, κι ὅταν φτάσῃ ἡ τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς μας νὰ ποῦμε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
1. Ἀγαποῦσε τὸν πλησίον του;
Κάποια μέρα πλησίασε τὸν Κύριο ἕνας πλούσιος νέος καὶ τὸν ρώτησε μὲ ἐνδιαφέρον πολύ: Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ἀποκτήσω τὴν αἰώνια ζωή; Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε:
Γιατί μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό, ἀφοῦ μὲ θεωρεῖς ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πραγματικὰ ἀγαθὸς παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός. Ἐὰν ὅμως θέλεις νὰ εἰσέλθεις στὴν αἰώνια ζωή, φύλαξε σ’ ὅλη τὴ ζωή σου τὶς ἐντολές.
Κι ὁ νέος ξαναρωτᾶ: Ποιὲς ἐντολές; Ὁ Κύριος τοῦ ἀπαριθμεῖ κάποιες ἀπὸ τὶς δέκα ἐντολὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Νὰ μὴ σκοτώσεις, νὰ μὴ μοιχεύσεις, νὰ μὴν κλέψεις, νὰ μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Καὶ τοῦ προσθέτει καὶ μία ἀκόμη ἐντολὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸ «Λευϊτικό»: Νὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου. Ὁ νέος τότε μὲ ἀπορία λέει: Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν νέος. Τί μοῦ λείπει ἀκόμη;
Ἦταν ὅμως ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ νέου; Ἔλεγε πράγματι τὴν ἀλήθεια;
Βέβαια ὁ νεὸς αὐτὸς προσπαθοῦσε ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε μὲ εἰλικρίνεια νὰ κερδίσει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀναζητοῦσε μὲ πόθο νὰ μάθει περισσότερα, νὰ γνωρίσει καλύτερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος λέει ὅτι ὁ Κύριος συμπάθησε τὸν νέο αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε. Κι ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι ἦταν προσεκτικὸς στὴ ζωή του καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τοῦ πρόσθεσε τὴν τελευταία αὐτὴ ἐντολή. Διότι ἤθελε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ δρόμο τῆς τέλειας ἀγάπης καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν προσκόλληση ποὺ εἶχε στὸν πλοῦτο.
Σ’ αὐτὸ ὅμως τὸ θέμα τῆς ἀγάπης ὁ νέος δὲν ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ καταλαβαίνει. Διότι μὲ βάση τὰ ὅσα ὅριζε ὁ νόμος, νόμιζε ὅτι ἦταν ἐντάξει. Ὅμως δὲν ἦταν. Διότι πῶς μποροῦσε νὰ ἀγαπάει τὸν διπλανό του, τὸν κάθε φτωχὸ καὶ ἄρρωστο καὶ ἐνδεή, ὅταν κρατοῦσε τὰ πλούτη του ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του; Πῶς μποροῦσε νὰ εὐτυχεῖ, ἐνῶ ἔβλεπε ὅτι τόσοι ἄλλοι γύρω του ὑπέφεραν μέσα στὴ δυστυχία; Γιατί δὲν ἔδινε ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ εἶχε σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν τίποτε; Ἀγαποῦσε βέβαια τὸν διπλανό του μέχρι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ ἡ ἀγάπη του δὲν τοῦ στοίχιζε οἰκονομικά.
Δυστυχῶς πολλοὶ Χριστιανοὶ στὶς μέρες μας μοιάζουμε πολὺ μὲ τὸν πλούσιο αὐτὸν τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀγαποῦμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά του, ἀλλὰ μένουμε ταυτόχρονα προσκολλημένοι στὰ πολλὰ ἢ λίγα πλούτη μας. Ἐπιτελοῦμε βέβαια τὰ θρησκευτικά μας καθήκοντα, μετέχουμε στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, δὲν θέλουμε ὅμως νὰ στερηθοῦμε μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουμε διαθέτοντας ἀπὸ αὐτὰ σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας ἢ σὲ ἄλλα ἱερὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι ἐνῶ γύρω μας τόσοι ὑποφέρουν, ἐμεῖς θέλουμε νὰ ζοῦμε ἄνετα, νὰ ἔχουμε πολλὰ σπίτια, πολλὰ αὐτοκίνητα, καινούργια ἔπιπλα καὶ τόσα ἄλλα. Ἔτσι ὅμως μεταδίδουμε τὸ πάθος μας αὐτὸ καὶ στὰ παιδιά μας. Καὶ κινδυνεύουμε νὰ σκληρυνθοῦμε, νὰ γίνουμε ἄσπλαχνοι, νὰ χάσουμε τὸ δρόμο μας καὶ τὸν προορισμό μας.
2. Τό μεγάλο ἐμπόδιο
Ὁ Κύριος στὴ συνέχεια εἶπε κατηγορηματικὰ καὶ ξεκάθαρα στὸν πλούσιο νέο: Ἐὰν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς. Κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις.
Μόλις ὅμως ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε πολλὰ κτήματα καὶ ἡ καρδιά του ἦταν προσκολλημένη σ’ αὐτά. Τότε ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές του: Ἀληθινὰ σᾶς λέω ὅτι δύσκολα ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος θὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἶναι εὐκολότερο νὰ περάσει μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ ὁ πλούσιος νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ μαθητὲς μὲ μεγάλη ἔκπληξη ρωτοῦν: Μὰ τότε ποιὸς τάχα μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπαντᾶ: Στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, στὸν Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά.
Μέσα ἀπὸ τὸν διάλογο ὅμως αὐτὸ προκύπτει εὔλογα ἡ ἀπορία: Ὅποιος δηλαδὴ θέλει νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, πρέπει νὰ πουλήσει ὅλη του τὴν περιουσία; Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἡ παραγγελία αὐτὴ τοῦ Κυρίου δόθηκε στὸν συγκεκριμένο πλούσιο καὶ εἶχε εἰδικὸ σκοπό. Νὰ τὸν ἀπεξαρτήσει ἀπὸ τὴ φιλαργυρία. Διότι ἡ φιλαργυρία του αὐτὴ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τῆς τελειότητος. Ὁ Κύριος δηλαδὴ προκειμένου νὰ ὁδηγήσει κάθε ἄνθρωπο στὴν τελειότητα, τοῦ ζητᾶ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ ἄλφα ἢ βῆτα πάθος ποὺ τὸν δένει στὴ γῆ καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἀγαπήσει ἐλεύθερα καὶ δυνατὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει διαφορετικὸ πάθος κυρίαρχο στὴν ψυχή του. Ἄλλος εἶναι δέσμιος στὸ θυμό, ἄλλος στὴ ζήλεια, στὴ μέθη, στὸ ψέμα, στὴν πονηρία. Πρέπει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ κυρίαρχο πάθος του, νὰ εἰσέλθει στὴ στενὴ πύλη καὶ νὰ βαδίσει τὴν τεθλιμμένη ὁδὸ γιὰ νὰ κερδίσει τὴν αἰώνια ζωή. Διαφορετικὰ κάποτε θὰ ἀπέλθει κι αὐτὸς λυπούμενος σὰν τὸν πλούσιο νέο. Γι’ αὐτὸ ὅσο εἶναι καιρός, ἂς πολεμήσουμε ὅλοι μας τὰ πάθη ἐκεῖνα ποὺ κυριαρχοῦν στὴν ψυχή μας, ποὺ μᾶς κρατοῦν σκλάβους στὴ γῆ καὶ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε λοιπόν, καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ δοῦμε τὴν ψυχή μας νὰ ἐλευθερώνεται, νὰ ὑψώνεται πρὸς τὰ ἀνώτερα. Τότε θὰ ἀγαποῦμε περισσότερο τὸν Θεὸ καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ, τὴν προσευχή, τὴ λατρεία, τὴν πνευματικὴ μελέτη. Θὰ ποθοῦμε καθημερινὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα.
Ὑπάρχει ὅμως κ᾽ ἕνα ἄλλο δέντρο, ποὺ τὸ φύτεψε ὄχι ἄνθρωπος ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἡ ἁγία Τριάδα, καὶ δὲν θὰ μπορέσῃ κανένας διάβολος νὰ τὸ ξερριζώσῃ. Αὐτὸ εἶνε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ πίστι μας. Τὸ δέντρο αὐτὸ προῆλθε ἀπὸ ἕνα σπόρο. Ποιόν σπόρο· ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὰ ἁπλᾶ λόγια, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, φύτρωσε τὸ δέντρο αὐτὸ καὶ ἔβγαλε καρπούς.
Τὸ ὁρατὸ μέρος τοῦ δέντρου εἴμαστε ἐμεῖς· εἶνε οἱ ἐκκλησιές, οἱ καμπάνες, οἱ πολυέλεοι, οἱ κολυμβῆθρες κ.τ.λ.. Ἀλλ᾽ αὐτὰ μπορεῖ μιὰ μέρα νὰ λείψουν· μπορεῖ νὰ ᾿ρθῇ ἕνας ἀντίχριστος νὰ γκρεμίσῃ ὅλες τὶς ἐκκλησίες –καὶ θὰ ᾿ρθῇ ἡ ὥρα αὐτή!…–, νὰ κάψῃ τὶς εἰκόνες κ.λπ.. Τὸ δέντρο κόβεται, ἀλλὰ ἡ ῥίζα μένει.
Ποιά εἶνε ἡ ῥίζα, ποὺ κανείς δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν ξερριζώσῃ; Εἶνε ἡ πίστις. Ποιά πίστις; «Τὸ εὐαγγέλιον», ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Γνωρίζω ὑμῖν», σᾶς γνωστοποιῶ, ἀδελφοί μου, λέει, ὅτι ἡ πίστι μας δὲν εἶνε μιὰ φιλοσοφία, μιὰ θεωρία, ἕνας μῦθος, ἕνα παραμύθι, ἕνας φανταχτερὸς λόγος. «Γνωρίζω ὑμῖν», σᾶς κάνω γνωστό, «τὸ εὐαγγέλιον», τὸ ὁποῖο «καὶ παρελάβετε», στὸ ὁποῖο «καὶ ἑστήκατε» καὶ διὰ τοῦ ὁποίου «καὶ σῴζεσθε» (Α´Κορ.15,1-2).
Ποιό εἶνε τὸ «εὐαγγέλιο», οἱ ῥίζες τῆς πίστεώς μας; Ὅπως κάθε δέντρο ἔχει ῥίζες, ἔτσι καὶ ἡ πίστις μας ἔχει ῥίζες βαθειές. Καὶ σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει τὶς ῥίζες πού, ἐφ᾿ ὅσον αὐτὲς ὑπάρχουν, τὸ δέντρο τῆς πίστεώς μας θὰ εἶνε ἀμάραντο.⃝ Πρώτη ῥίζα, πρώτη ἀλήθεια δηλαδὴ τῆς πίστεώς μας, ποιά εἶνε; τί διδάσκει ἡ πίστι μας; Διδάσκει, ὅτι ἦρθε. Ποιός ἦρθε; Ὁ Κύριος. Οἱ Ἑβραῖοι ἀκόμα περιμένουν καὶ λένε «θὰ ἔρθῃ»· ἐμεῖς λέμε «ἦρθε». Ποιός, ἀπὸ ποῦ ἦρθε; ἄγγελος, ἀρχάγγελος, βασιλιᾶς ἐπίγειος, κανένας ἐξωγήινος ποὺ φαντάζονται κάποιοι; Ἦρθε πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες, ἀπὸ τοὺς «οὐρανοὺς τῶν οὐρανῶν» (Ψαλμ. 148,4) – ποιός; Ὁ Θεός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἦρθε, ὅπως λέει ἡ Ἀποκάλυψις (βλ. 12,14), σὰν «ἀετός», ποὺ πετάει ἀπὸ τὰ ὕψη διαγράφει κύκλους, χαμηλώνει κ᾽ ἔρχεται καὶ κάθεται σ᾽ ἕνα βράχο. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἐδῶ στὴ γῆ. «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους» (Λουκ. 1,78). Ἐνανθρώπησε ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Παναγίας, γεννήθηκε καὶ ἔζησε ἀνάμεσά μας· «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαρ. 3,38). Ἡ πρώτη ῥίζα λοιπὸν εἶνε νὰ πιστέψῃς, ὅτι ὁ Θεὸς ἦρθε ἐπὶ τῆς γῆς· ἡ πίστις μᾶς δείχνει τὴ φάτνη κι ἀκοῦμε τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
⃝ Ἡ δεύτερη ῥίζα. Φεύγουμε ἀπὸ τὴ φάτνη καὶ πᾶμε στὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ, ποὺ ὁ Χριστός μας τὸν ἔβαψε μὲ τὸ αἷμα του. Ἐκεῖ ἕνας ἄγγελος γράφει ἐπάνω στὸ σταυρὸ τὶς λέξεις ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπέθανεν…, καὶ ὅτι ἐτάφη» (Α´ Κορ. 15,3-4) νὰ πιστέψῃς λοιπὸν καὶ νὰ παραδεχθῇς, ὅτι δὲν ἦλθε ἁπλῶς στὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ ἀπέθανε. Ποιός; Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παρθένου. Καὶ πῶς ἀπέθανε; Ὡς καταδικασμένος ἁμαρτωλός, ὡς ὁ δυστυχέστερος ἄνθρωπος· μὲ ἀγκάθινο στεφάνι στὸ κεφάλι, μὲ τὰ χέρια τρυπημένα, μὲ τὴν πλευρὰ σχισμένη, μὲ τὰ πόδια του ματωμένα· γυμνός, ἐγκαταλελειμμένος, διψασμένος· αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὶς πηγές, τοὺς ποταμοὺς καὶ τοὺς ὠκεανούς, δὲν εἶχε ἕνα ποτήρι νερὸ καὶ εἶπε «Διψῶ» καὶ φώναξε «Τετέλεσται» (ἔ.ἀ. 19,28,30).
⃝ Νὰ κρατήσῃς ἀκόμα μιὰ τρίτη ῥίζα. Ἀπέθανε ὁ Χριστὸς καὶ ἐτάφη· μέχρι ἐκεῖ συμφωνοῦν ὅλοι. Ἀλλὰ στὸ ἑπόμενο κάποιοι διαφωνοῦν. Τί λέει ὁ ἀπόστολος· ὅτι ὁ Χριστὸς «ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α´Κορ. 15,3), ἀπέθανε γιὰ μᾶς· γιὰ μένα, γιὰ σένα, γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν γενεῶν, γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί ἀπέθανε; Γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ. Ἀπὸ τί; Ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἂν μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε μόνοι μας, δὲν θὰ κατέβαινε στὴ γῆ, μὰ ὁ κόσμος δὲν μποροῦσε νὰ σωθῇ μὲ ἄλλο μέσο. Ἦταν βαρειὰ ἡ ἀρρώστια τοῦ ἀνθρώπου καὶ χρειαζόταν νὰ γίνῃ μετάγγισις αἵματος, νὰ μπῇ μέσα στὴν ἀνθρωπότητα ἁγνὸ αἷμα. Ἦταν μεγάλο τὸ χρέος μας, πολλὰ τὰ γραμμάτια τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ πῶς νὰ ξεχρεωθοῦμε; Ὤ τ᾽ ἁμαρτήματά μας! Τὰ γραμμάτια αὐτὰ ποιός νὰ τὰ ἐξοφλήσῃ; Μὰ καὶ χίλια χρόνια νὰ κάνῃς νηστεῖες καὶ μετάνοιες, δὲν ξοφλᾷς τὰ χρέη σου αὐτά. Πῶς ἐξοφλοῦνται αὐτὰ τὰ γραμμάτια; πῶς ν᾽ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου; «Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου» (Γαλ. 3,13). Φτάνει νὰ πέσῃ, ἀδέρφια μου, μιὰ σταλαγματιά, ἕνα ἠλεκτρόνιο τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὰ σβήνει ὅλα. Αὐτὸς εἶνε «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29). «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει…». Μὴ διαβάζετε μόνο ἐφημερίδες· ἀνοῖξτε τὴ Γραφή, τοὺς προφῆτες, διαβάστε τὸν Ἠσαΐα ποὺ λέει «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται», κ᾽ ἐμεῖς «ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει. …Τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν» (Ἠσ. 53,4-5). Τὸ φάρμακό μας εἶνε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας.
⃝ Λοιπόν, Χριστιανέ, κράτα τὴ μία ῥίζα ὅτι ὁ Κύριος ἐνανθρώπησε, τὴ δεύτερη ῥίζα ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπέθανε μαρτυρικῶς, τὴν τρίτη ῥίζα ὅτι ἀπέθανε ὑπὲρ ἡμῶν. Καὶ ἡ τέταρτη ῥίζα ποιά εἶνε; Θὰ μὲ ῥωτήσῃς ἐμένα· Πῶς νὰ πεισθῶ ὅτι εἶνε Θεός; Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀλήθεια ἀπ᾽ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός, καὶ τὴ βεβαίωσε μὲ τὴ σφραγῖδα της ἡ ἁγία Τριάδα· ἡ δὲ σφραγίδα τῆς ἁγίας Τριάδος εἶνε ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος «…καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς» (Α´Κορ. 15,4), ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, ἐμφανίστηκε καὶ τὸν εἶδαν χίλια μάτια.
* * *
Αὐτά, ἀδέρφια μου, εἶνε τὰ μεγαλεῖα τῆς πίστεώς μας. Γιὰ νὰ μὴν τὰ ξεχνᾶμε, ἡ Ἐκκλησία ὥρισε νὰ κάνουμε μνημόσυνο τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως κάνεις μνημόσυνο τῶν γονέων σου, ἔτσι ὄχι μιὰ φορὰ τὸ χρόνο ἀλλὰ μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα τοὐλάχιστον, κάθε Κυριακή, ὀφείλουμε νὰ ἐκκλησιαζώμαστε. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δίνει ἐντολή· Νὰ θυμᾶσαι τὸ Χριστό, «Μνημόνευε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν» (Β ´Τιμ. 2,8). Γι᾽ αὐτὸ στὴν θεία Λειτουργία ἀκοῦμε· «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως…» (πρὸ τοῦ καθαγ.). Ἐνθυμούμενοι τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ κάνουμε ἐκεῖ, στὴν θεία εὐχαριστία, τὸ μνημόσυνό του.
Ἡ λατρεία μας εἶνε ὁλοζώντανη. Μπαίνοντας στὴν ἐκκλησία, βλέπεις ἐκεῖ τὴ φάτνη καὶ τὸ Γολγοθᾶ κι ἀκοῦς τὴν οὐράνια μουσικὴ «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…». Τὸ κομμάτι αὐτὸ δὲν εἶνε γῆ, εἶνε οὐρανός. Οἱ ἀγράμματοι πρόγονοί μας, ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια, δάκρυζαν καὶ ἔλεγαν «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ζοῦσαν τὸν Μυστικὸ δεῖπνο «Λάβετε, φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (βλ. Ματθ. 26,26,28 κ.ἀ.).
Σήμερα ὅμως οἱ ἐκκλησίες εἶνε ἄδειες. Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· πιστεύουμε; Ἂν πιστεύαμε, τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ θὰ κάναμε φτερὰ στὰ πόδια νὰ ᾿ρθοῦμε στὴν ἐκκλησιὰ κατὰ τὸ ψαλμικὸ «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 83,2-3).
Ἀδελφοί μου, σᾶς τὸ λέω μὲ πόνο· νὰ μετανοήσουμε, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Θεό. Μὴ χάσουμε τὴν πίστι μας, δὲν ὑπάρχει χειρότερο κακό. Μὲ τὴν πίστι μας θὰ ζήσουμε. Γι᾽ αὐτό, κι ἂν ὅλοι οἱ ἄλλοι γίνουν αἱρετικοί, μασόνοι, ὑλισταί, ἄθεοι, καὶ ἕνας παιδί μου ἂν μείνῃς, νὰ μείνῃς μὲ τὸ Χριστό, κι ὅταν πλησιάσῃ ἡ τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς σου νὰ πῇς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
O AΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ ΩΣ ΜΑΡΤΥΣ
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1,8)
«Κύριε, ὅπως ἐσὺ ἔχυσες τὸ αἷμα σου γιὰ μένα, ἀξίωσέ με καὶ ἐγὼ νὰ χύσω τὸ αἷμα μου γιὰ σένα» (προσευχὴ ἁγ. Κοσμᾶ)
Ο ἅγιος Κοσμᾶς, ὅπως γνωρίζουμε, ὑπῆρξε προφήτης· εἶχε τὸ χάρισμα νὰ προβλέπῃ αὐτὰ ποὺ θὰ συμβοῦν. Σήμερα θὰ δοῦμε μία ἄλλη πλευρὰ τῆς ζωῆς του· θὰ δοῦμε, ὅτι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὑπῆρξε μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ μικρὰ ἡλικία καὶ στὸ Ἅγιο Ὄρος ποὺ ἤτανε διάβαζε συχνὰ τοὺς βίους τῶν ἁγίων· ἰδίως τῶν μαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν τῆς πίστεώς μας. Ἀπὸ τότε μέσ᾿ στὴν καρδιά του ἄναψε μεγάλη ἱερὰ ἐπιθυμία, νὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὸ Χριστό, ὅπως μαρτύρησαν τόσοι ἅγιοι τῆς πίστεώς μας. Καὶ ἡ προσευχή του ποιά ἤτανε; Μιὰ προσευχὴ πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς δικές μας. Οἱ δικές μας προσευχὲς εἶνε γύρω ἀπὸ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα, ὑλικὰ καὶ ἐγκόσμια, προσωρινὰ καὶ ἐφήμερα· ἐνῷ ἡ προσευχὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ ἦτο μία ἰδεώδης προσευχή, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ἀνθρώπινα μέτρα· ἔδειχνε, ὅτι ἔχει πάρει τὴν ἡρωϊκὴ ἀπόφασι νὰ τὰ θυσιάσῃ ὅλα γιὰ τὸ Χριστό. Τί ἔλεγε ἡ προσευχὴ αὐτή; «Χριστέ μου, σὲ παρακαλῶ ἀξίωσέ με, ὅπως ἐσὺ ἔχυσες τὸ αἷμα σου γιὰ μένα, νὰ χύσω καὶ ἐγὼ τὸ αἷμα μου γιὰ σένα». Ποιός σήμερα κάνει αὐτὴ τὴν προσευχή; Ἀγαποῦμε τὴ ζωή μας· τὸ πᾶν κάνουμε νὰ παρατείνουμε τὶς ἡμέρες τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας. Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε ἀπόφασι νὰ θυσιάσῃ τὴ ζωή του, καὶ παρακαλοῦσε τὸ Χριστὸ νὰ τοῦ τὸ δώσῃ, ὡς μία ἰδιαιτέρα εὐλογία.
Καὶ ἡ ὥρα αὐτὴ ἦρθε. Ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, ἀφοῦ περιώδευσε βουνὰ καὶ λαγκάδια καὶ ὅλη τὴ Βαλκανική, ἕνα πρωΐ, ξημερώνοντας σὰν τέτοια ἅγια ἡμέρα 24 Αὐγούστου, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔπιασαν, μετὰ ἀπὸ προδοσία τῶν Ἑβραίων, τὸν ἔδεσαν, τὸν ἔβαλαν ἐπάνω σ᾿ ἕνα ἄλογο, καὶ προτοῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος τὸν ὡδήγησαν σ᾿ ἕνα ποτάμι, στὴν ὄχθη τοῦ Ἀῴου ποταμοῦ, ποὺ μέχρι σήμερα τρέχει. Ἐκεῖ κατάλαβε, ὅτι ἔφτασε τὸ τέλος του.
Λυπήθηκε; Ὄχι. Σὰ᾿ νὰ εἶχε γάμο, σὰ᾿ νὰ ἤτανε ―ὅπως καὶ ἤτανε― ἡ ὡραιοτέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς του, ἐδόξασε τὸ Θεό. Ζήτησε προθεσμία λίγα λεπτὰ ἀπὸ τοὺς ἐκτελεστάς του. Γονάτισε, προσευχήθηκε, εὐλόγησε βουνὰ καὶ λαγκάδια, ὕψωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ γεμᾶτα δάκρυα, καὶ εἶπε· Χριστέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ, αὐτὸ ποὺ ζητοῦσα μοῦ τό ᾿δωσες.
Σὲ λίγο ὁ Κοσμᾶς δὲν ὑπῆρχε στὴν ἐπίγειο ζωή. Τὰ τελευταῖα του λόγια εἶνε τὸ ῥητὸ τοῦ Δαυΐδ· «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγας ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψαλμ. 65,12).
* * *
Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Μάρτυρας πρῶτον μὲ τὴ διδασκαλία του, ποὺ ἐσκόρπισε παντοῦ στὰ χρόνια ἐκεῖνα τὰ φοβερὰ τῆς τουρκοκρατίας. Μάρτυρας μὲ τὸν βίο του τὸν ἅγιο καὶ ἀγγελικό. Μάρτυρας μὲ τὰ θαύματα, ποὺ ἔκανε καὶ κάνει. Μάρτυρας ἀκόμα μὲ τὶς προφητεῖες ποὺ εἶπε. Καὶ μάρτυρας τέλος μὲ τὸ αἷμα του, ποὺ ἐπεσφράγισε τὴ μαρτυρική του ζωή.
Σήμερα, ποὺ ἑορτάζει, ἔχουμε κ᾿ ἐμεῖς μιὰ ἱερὰ ὑποχρέωσι· νὰ τὸν μιμηθοῦμε, νὰ γίνουμε μάρτυρες.
―Μάρτυρες; θὰ πῆτε. Ἀλλὰ σήμερα δὲν ζοῦμε σὲ χρόνια διωγμοῦ.
Ναί. Τέτοιο πρᾶγμα σήμερα δὲν συμβαίνει. Αὔριο ὅμως; Θὰ σᾶς πῶ κάτι, μολονότι θὰ σᾶς λυπήσω. Δὲν εἶμαι προφήτης, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ κείμενα τῶν προφητειῶν καὶ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, σὲ λίγο ἔρχεται μεγάλη θύελλα στὰ Βαλκάνια. Θεέ μου Θεέ μου! Ἀπὸ ᾿κεῖνα ποὺ εδαμε ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι, χειρότερα θὰ δοῦμε, ἀδελφοί μου. Γιατὶ ὅλοι μας ἔχουμε φύγει μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔρχονται χρόνια σκληρά, χρόνια ποὺ θὰ εἶνε εὐτυχεῖς ὅσοι δὲν θά ᾿χουν μάτια νὰ βλέπουν καὶ αὐτιὰ νὰ ἀκοῦνε ὅσα θὰ γίνουν.
Διαβάστε τὶς προφητεῖες τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, γιὰ νὰ δῆτε τί συμφορὲς ἔρχονται. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ εμεθα ἐναγώνιοι· καὶ νὰ προσευχώμεθα στὸ Θεό, νὰ ἐλαττώσῃ τὶς ἡμέρες τῆς θλίψεως.
Τώρα γλεντοῦν καὶ διασκεδάζουν… Ὅπως λέει κάποιος μῦθος τοῦ Αἰσώπου, «τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε»· τὰ σπίτια σας καίγονται κ᾿ ἐσεῖς τραγουδᾶτε. Κανείς δὲν λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν τί ἔρχεται. Ἔρχονται ἡμέρες σκληρὲς γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.
Τότε θὰ εἶνε καιρὸς διωγμοῦ, μεγάλου διωγμοῦ. Κ᾿ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸ Χριστὸ θὰ εἶνε λίγοι. Μέσα στοὺς χίλιους, τοὺς δέκα χιλιάδες, τοὺς ἑκατὸ χιλιάδες Χριστιανούς, ἕνας θὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὸ Χριστό! Οἱ ἄλλοι θὰ γίνουν προδότες. Θὰ μᾶς κοσκινίσῃ ὁ διάβολος. Τότε θὰ δοῦμε, ποιοί εἶνε οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοί.
* * *
Ἀλλὰ καὶ σήμερα μπορεῖς νὰ γίνῃς μάρτυρας. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ δὲν εἶνε μόνο γιὰ ἐποχὲς διωγμοῦ. Καὶ σήμερα μπορεῖς νὰ γίνῃς μάρτυρας Χριστοῦ. Πῶς;
Ἀκοῦς τὸ γείτονα, τὸ φίλο, τὴ συντροφιά σου καὶ κατηγοροῦν μὲ λόγια αἰσχρὰ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ; Ἂν ἔχῃς γλῶσσα, νὰ ὑπερασπίσῃς τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά, νὰ δώσῃς μάχη. Τὸ ἔκανες; μάρτυρας Χριστοῦ εἶσαι.
Περπατᾷς στὸ δρόμο, στὴν πλατεῖα, παντοῦ, κι ἀκοῦς τὸν ἄλλο νὰ βλαστημάῃ μὲ τὰ αἰσχρότερα λόγια τὴν Παναγιά μας, τὸν τίμιο σταυρό, ὅ,τι ἱερὸ ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας; Τί πρέπει νὰ κάνῃς; Ἐγὼ θὰ σᾶς πῶ; Ἀκοῦστε τί λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Σύ, λέει, ποὺ θ᾿ ἀκούσῃς νὰ βλαστημάῃ κάποιος, κλάψε γι᾿ αὐτὸν καὶ πές του· «Νὰ βρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου σὲ συγχωρῶ· νὰ βλαστημήσῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ». Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει κάτι παραπάνω· «Τὸ βλάστημο συμβούλευσέ τον μιά, δυό, τρεῖς. Δὲν σ᾿ ἀκούει; Χέρι ἔχεις; Χτύπα. Χέρι, ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο, θὰ ἁγιάσῃ».
Ἀλλὰ ἐμεῖς ἀκοῦμε νὰ βλαστημοῦν καὶ δὲν διαμαρτυρόμεθα. Εἶδα μιὰ μάνα νὰ βλαστημάῃ ὁ μικρὸς κι αὐτὴ νὰ τὸν χαϊδεύῃ! Ὦ γενεά, ὦ κόσμε ἄπιστε καὶ διεφθαρμένε, ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ ἴχνος ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστό!
Μάρτυρας εἶσαι ὅταν ὁμολογῇς τὸ Χριστό, ὅταν ὑπερασπίζεσαι τὴ θρησκεία σου, μάρτυρας γίνεσαι ὅταν ἐπιπλήττῃς τὸ βλάστημο. Μάρτυρας γίνεσαι καὶ ὅταν κάθεσαι στὸ τραπέζι, ποὺ σοῦ δίνει ὁ Θεὸς ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ κάνῃς τὸ σταυρό σου. Ἄχ! Θὰ ἤθελα, γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν, νὰ ἔχουν μιὰ τιμωρία. Ὄχι νὰ τοὺς σκοτώσουμε, ὄχι νὰ τοὺς φυλακίσουμε. Νά ᾿χουμε ἕνα πύραυλο, νὰ τοὺς βάλουμε μέσα, καὶ νὰ τοὺς στείλουμε στὸ φεγγάρι. Ὤ στὸ φεγγάρι! Νερὸ σταλαγματιά, ψωμάκι τίποτα, ἀχλάδια, μῆλα, δέντρα… τίποτα, προβατάκια νὰ βοσκοῦν τίποτα, ἀέρας τίποτα· νέκρα ἀπέραντος. Ἐκεῖ νὰ πᾶνε οἱ ἄθεοι. Ἐδῶ στὴ γῆ μᾶς τὰ ἔδωσε ὅλα ὁ Θεός, καὶ ἀντὶ νὰ τὸν εὐγνωμονοῦμε εἴμεθα ἀχάριστοι· τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε. Ἐκεῖ φτάσαμε.
Ὅταν, λοιπόν, κάθεσαι στὸ τραπέζι, σήκω ἐπάνω ―ἂς κοροϊδεύῃ ὁ ἄλλος―, μὴ φᾷς μπουκιά· κάνε πρῶτα τὸν τίμιο σταυρὸ κανονικά, ὅπως τὸν δίδαξε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καὶ τότε κάθησαι νὰ φᾷς.
* * *
Ἔτσι, ἀδέρφια μου, νὰ εμεθα μάρτυρες. Μάρτυρες μὲ τὴ γλῶσσα μας, μάρτυρες μὲ τὸν βίο μας, ποὺ πρέπει νὰ ἀκτινοβολῇ ὅπως εἶπε ὁ Χριστός· «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως δωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5,16). Μάρτυρες μὲ ὅλη μας τὴ ζωή. Μάρτυρες ἕως θανάτου. Καὶ μάρτυρες, ἂν δώσῃ ὁ Θεός, ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ποὺ τελείωσε τὴ ζωή του δίνοντας καὶ τὸ αἷμα του. Νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι κ᾿ ἐμεῖς γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια νὰ ὑποστοῦμε τὰ πάντα· νὰ τὰ δώσουμε ὅλα γιὰ τὴν πίστι μας, ὅλα γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ.
Τότε θὰ ἑορτάζουμε πραγματικὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος ὑπῆρξε ἀληθινὸς μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς νὰ γίνουμε ἀληθινοὶ μάρτυρές του καὶ ὄχι προδότες. Ὄχι Ἰοῦδες, ἀλλὰ σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι, ὄρθιοι στὶς ἐπάλξεις τοῦ καθήκοντος μέχρι τελευταίας μας ἀναπνοῆς. Νὰ ὁμολογοῦμε τὸν Χριστό μας, κι ὅταν φτάσῃ ἡ τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς μας νὰ ποῦμε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
1. Ἀγαποῦσε τὸν πλησίον του;
Κάποια μέρα πλησίασε τὸν Κύριο ἕνας πλούσιος νέος καὶ τὸν ρώτησε μὲ ἐνδιαφέρον πολύ: Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ἀποκτήσω τὴν αἰώνια ζωή; Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε:
Γιατί μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό, ἀφοῦ μὲ θεωρεῖς ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πραγματικὰ ἀγαθὸς παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός. Ἐὰν ὅμως θέλεις νὰ εἰσέλθεις στὴν αἰώνια ζωή, φύλαξε σ’ ὅλη τὴ ζωή σου τὶς ἐντολές.
Κι ὁ νέος ξαναρωτᾶ: Ποιὲς ἐντολές; Ὁ Κύριος τοῦ ἀπαριθμεῖ κάποιες ἀπὸ τὶς δέκα ἐντολὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Νὰ μὴ σκοτώσεις, νὰ μὴ μοιχεύσεις, νὰ μὴν κλέψεις, νὰ μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Καὶ τοῦ προσθέτει καὶ μία ἀκόμη ἐντολὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸ «Λευϊτικό»: Νὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου. Ὁ νέος τότε μὲ ἀπορία λέει: Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν νέος. Τί μοῦ λείπει ἀκόμη;
Ἦταν ὅμως ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ νέου; Ἔλεγε πράγματι τὴν ἀλήθεια;
Βέβαια ὁ νεὸς αὐτὸς προσπαθοῦσε ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε μὲ εἰλικρίνεια νὰ κερδίσει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀναζητοῦσε μὲ πόθο νὰ μάθει περισσότερα, νὰ γνωρίσει καλύτερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος λέει ὅτι ὁ Κύριος συμπάθησε τὸν νέο αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε. Κι ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι ἦταν προσεκτικὸς στὴ ζωή του καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τοῦ πρόσθεσε τὴν τελευταία αὐτὴ ἐντολή. Διότι ἤθελε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ δρόμο τῆς τέλειας ἀγάπης καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν προσκόλληση ποὺ εἶχε στὸν πλοῦτο.
Σ’ αὐτὸ ὅμως τὸ θέμα τῆς ἀγάπης ὁ νέος δὲν ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ καταλαβαίνει. Διότι μὲ βάση τὰ ὅσα ὅριζε ὁ νόμος, νόμιζε ὅτι ἦταν ἐντάξει. Ὅμως δὲν ἦταν. Διότι πῶς μποροῦσε νὰ ἀγαπάει τὸν διπλανό του, τὸν κάθε φτωχὸ καὶ ἄρρωστο καὶ ἐνδεή, ὅταν κρατοῦσε τὰ πλούτη του ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του; Πῶς μποροῦσε νὰ εὐτυχεῖ, ἐνῶ ἔβλεπε ὅτι τόσοι ἄλλοι γύρω του ὑπέφεραν μέσα στὴ δυστυχία; Γιατί δὲν ἔδινε ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ εἶχε σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν τίποτε; Ἀγαποῦσε βέβαια τὸν διπλανό του μέχρι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ ἡ ἀγάπη του δὲν τοῦ στοίχιζε οἰκονομικά.
Δυστυχῶς πολλοὶ Χριστιανοὶ στὶς μέρες μας μοιάζουμε πολὺ μὲ τὸν πλούσιο αὐτὸν τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀγαποῦμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά του, ἀλλὰ μένουμε ταυτόχρονα προσκολλημένοι στὰ πολλὰ ἢ λίγα πλούτη μας. Ἐπιτελοῦμε βέβαια τὰ θρησκευτικά μας καθήκοντα, μετέχουμε στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, δὲν θέλουμε ὅμως νὰ στερηθοῦμε μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουμε διαθέτοντας ἀπὸ αὐτὰ σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας ἢ σὲ ἄλλα ἱερὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι ἐνῶ γύρω μας τόσοι ὑποφέρουν, ἐμεῖς θέλουμε νὰ ζοῦμε ἄνετα, νὰ ἔχουμε πολλὰ σπίτια, πολλὰ αὐτοκίνητα, καινούργια ἔπιπλα καὶ τόσα ἄλλα. Ἔτσι ὅμως μεταδίδουμε τὸ πάθος μας αὐτὸ καὶ στὰ παιδιά μας. Καὶ κινδυνεύουμε νὰ σκληρυνθοῦμε, νὰ γίνουμε ἄσπλαχνοι, νὰ χάσουμε τὸ δρόμο μας καὶ τὸν προορισμό μας.
2. Τό μεγάλο ἐμπόδιο
Ὁ Κύριος στὴ συνέχεια εἶπε κατηγορηματικὰ καὶ ξεκάθαρα στὸν πλούσιο νέο: Ἐὰν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς. Κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις.
Μόλις ὅμως ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε πολλὰ κτήματα καὶ ἡ καρδιά του ἦταν προσκολλημένη σ’ αὐτά. Τότε ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές του: Ἀληθινὰ σᾶς λέω ὅτι δύσκολα ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος θὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἶναι εὐκολότερο νὰ περάσει μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ ὁ πλούσιος νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ μαθητὲς μὲ μεγάλη ἔκπληξη ρωτοῦν: Μὰ τότε ποιὸς τάχα μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπαντᾶ: Στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, στὸν Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά.
Μέσα ἀπὸ τὸν διάλογο ὅμως αὐτὸ προκύπτει εὔλογα ἡ ἀπορία: Ὅποιος δηλαδὴ θέλει νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, πρέπει νὰ πουλήσει ὅλη του τὴν περιουσία; Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἡ παραγγελία αὐτὴ τοῦ Κυρίου δόθηκε στὸν συγκεκριμένο πλούσιο καὶ εἶχε εἰδικὸ σκοπό. Νὰ τὸν ἀπεξαρτήσει ἀπὸ τὴ φιλαργυρία. Διότι ἡ φιλαργυρία του αὐτὴ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τῆς τελειότητος. Ὁ Κύριος δηλαδὴ προκειμένου νὰ ὁδηγήσει κάθε ἄνθρωπο στὴν τελειότητα, τοῦ ζητᾶ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ ἄλφα ἢ βῆτα πάθος ποὺ τὸν δένει στὴ γῆ καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἀγαπήσει ἐλεύθερα καὶ δυνατὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει διαφορετικὸ πάθος κυρίαρχο στὴν ψυχή του. Ἄλλος εἶναι δέσμιος στὸ θυμό, ἄλλος στὴ ζήλεια, στὴ μέθη, στὸ ψέμα, στὴν πονηρία. Πρέπει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ κυρίαρχο πάθος του, νὰ εἰσέλθει στὴ στενὴ πύλη καὶ νὰ βαδίσει τὴν τεθλιμμένη ὁδὸ γιὰ νὰ κερδίσει τὴν αἰώνια ζωή. Διαφορετικὰ κάποτε θὰ ἀπέλθει κι αὐτὸς λυπούμενος σὰν τὸν πλούσιο νέο. Γι’ αὐτὸ ὅσο εἶναι καιρός, ἂς πολεμήσουμε ὅλοι μας τὰ πάθη ἐκεῖνα ποὺ κυριαρχοῦν στὴν ψυχή μας, ποὺ μᾶς κρατοῦν σκλάβους στὴ γῆ καὶ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε λοιπόν, καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ δοῦμε τὴν ψυχή μας νὰ ἐλευθερώνεται, νὰ ὑψώνεται πρὸς τὰ ἀνώτερα. Τότε θὰ ἀγαποῦμε περισσότερο τὸν Θεὸ καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ, τὴν προσευχή, τὴ λατρεία, τὴν πνευματικὴ μελέτη. Θὰ ποθοῦμε καθημερινὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα.
Ποιό εἶνε τὸ «εὐαγγέλιο», οἱ ῥίζες τῆς πίστεώς μας; Ὅπως κάθε δέντρο ἔχει ῥίζες, ἔτσι καὶ ἡ πίστις μας ἔχει ῥίζες βαθειές. Καὶ σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει τὶς ῥίζες πού, ἐφ᾿ ὅσον αὐτὲς ὑπάρχουν, τὸ δέντρο τῆς πίστεώς μας θὰ εἶνε ἀμάραντο.⃝ Πρώτη ῥίζα, πρώτη ἀλήθεια δηλαδὴ τῆς πίστεώς μας, ποιά εἶνε; τί διδάσκει ἡ πίστι μας; Διδάσκει, ὅτι ἦρθε. Ποιός ἦρθε; Ὁ Κύριος. Οἱ Ἑβραῖοι ἀκόμα περιμένουν καὶ λένε «θὰ ἔρθῃ»· ἐμεῖς λέμε «ἦρθε». Ποιός, ἀπὸ ποῦ ἦρθε; ἄγγελος, ἀρχάγγελος, βασιλιᾶς ἐπίγειος, κανένας ἐξωγήινος ποὺ φαντάζονται κάποιοι; Ἦρθε πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες, ἀπὸ τοὺς «οὐρανοὺς τῶν οὐρανῶν» (Ψαλμ. 148,4) – ποιός; Ὁ Θεός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἦρθε, ὅπως λέει ἡ Ἀποκάλυψις (βλ. 12,14), σὰν «ἀετός», ποὺ πετάει ἀπὸ τὰ ὕψη διαγράφει κύκλους, χαμηλώνει κ᾽ ἔρχεται καὶ κάθεται σ᾽ ἕνα βράχο. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἐδῶ στὴ γῆ. «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους» (Λουκ. 1,78). Ἐνανθρώπησε ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Παναγίας, γεννήθηκε καὶ ἔζησε ἀνάμεσά μας· «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαρ. 3,38). Ἡ πρώτη ῥίζα λοιπὸν εἶνε νὰ πιστέψῃς, ὅτι ὁ Θεὸς ἦρθε ἐπὶ τῆς γῆς· ἡ πίστις μᾶς δείχνει τὴ φάτνη κι ἀκοῦμε τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
⃝ Ἡ δεύτερη ῥίζα. Φεύγουμε ἀπὸ τὴ φάτνη καὶ πᾶμε στὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ, ποὺ ὁ Χριστός μας τὸν ἔβαψε μὲ τὸ αἷμα του. Ἐκεῖ ἕνας ἄγγελος γράφει ἐπάνω στὸ σταυρὸ τὶς λέξεις ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπέθανεν…, καὶ ὅτι ἐτάφη» (Α´ Κορ. 15,3-4) νὰ πιστέψῃς λοιπὸν καὶ νὰ παραδεχθῇς, ὅτι δὲν ἦλθε ἁπλῶς στὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ ἀπέθανε. Ποιός; Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παρθένου. Καὶ πῶς ἀπέθανε; Ὡς καταδικασμένος ἁμαρτωλός, ὡς ὁ δυστυχέστερος ἄνθρωπος· μὲ ἀγκάθινο στεφάνι στὸ κεφάλι, μὲ τὰ χέρια τρυπημένα, μὲ τὴν πλευρὰ σχισμένη, μὲ τὰ πόδια του ματωμένα· γυμνός, ἐγκαταλελειμμένος, διψασμένος· αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὶς πηγές, τοὺς ποταμοὺς καὶ τοὺς ὠκεανούς, δὲν εἶχε ἕνα ποτήρι νερὸ καὶ εἶπε «Διψῶ» καὶ φώναξε «Τετέλεσται» (ἔ.ἀ. 19,28,30).
⃝ Νὰ κρατήσῃς ἀκόμα μιὰ τρίτη ῥίζα. Ἀπέθανε ὁ Χριστὸς καὶ ἐτάφη· μέχρι ἐκεῖ συμφωνοῦν ὅλοι. Ἀλλὰ στὸ ἑπόμενο κάποιοι διαφωνοῦν. Τί λέει ὁ ἀπόστολος· ὅτι ὁ Χριστὸς «ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α´Κορ. 15,3), ἀπέθανε γιὰ μᾶς· γιὰ μένα, γιὰ σένα, γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν γενεῶν, γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί ἀπέθανε; Γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ. Ἀπὸ τί; Ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἂν μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε μόνοι μας, δὲν θὰ κατέβαινε στὴ γῆ, μὰ ὁ κόσμος δὲν μποροῦσε νὰ σωθῇ μὲ ἄλλο μέσο. Ἦταν βαρειὰ ἡ ἀρρώστια τοῦ ἀνθρώπου καὶ χρειαζόταν νὰ γίνῃ μετάγγισις αἵματος, νὰ μπῇ μέσα στὴν ἀνθρωπότητα ἁγνὸ αἷμα. Ἦταν μεγάλο τὸ χρέος μας, πολλὰ τὰ γραμμάτια τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ πῶς νὰ ξεχρεωθοῦμε; Ὤ τ᾽ ἁμαρτήματά μας! Τὰ γραμμάτια αὐτὰ ποιός νὰ τὰ ἐξοφλήσῃ; Μὰ καὶ χίλια χρόνια νὰ κάνῃς νηστεῖες καὶ μετάνοιες, δὲν ξοφλᾷς τὰ χρέη σου αὐτά. Πῶς ἐξοφλοῦνται αὐτὰ τὰ γραμμάτια; πῶς ν᾽ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου; «Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου» (Γαλ. 3,13). Φτάνει νὰ πέσῃ, ἀδέρφια μου, μιὰ σταλαγματιά, ἕνα ἠλεκτρόνιο τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὰ σβήνει ὅλα. Αὐτὸς εἶνε «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29). «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει…». Μὴ διαβάζετε μόνο ἐφημερίδες· ἀνοῖξτε τὴ Γραφή, τοὺς προφῆτες, διαβάστε τὸν Ἠσαΐα ποὺ λέει «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται», κ᾽ ἐμεῖς «ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει. …Τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν» (Ἠσ. 53,4-5). Τὸ φάρμακό μας εἶνε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας.
⃝ Λοιπόν, Χριστιανέ, κράτα τὴ μία ῥίζα ὅτι ὁ Κύριος ἐνανθρώπησε, τὴ δεύτερη ῥίζα ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπέθανε μαρτυρικῶς, τὴν τρίτη ῥίζα ὅτι ἀπέθανε ὑπὲρ ἡμῶν. Καὶ ἡ τέταρτη ῥίζα ποιά εἶνε; Θὰ μὲ ῥωτήσῃς ἐμένα· Πῶς νὰ πεισθῶ ὅτι εἶνε Θεός; Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀλήθεια ἀπ᾽ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός, καὶ τὴ βεβαίωσε μὲ τὴ σφραγῖδα της ἡ ἁγία Τριάδα· ἡ δὲ σφραγίδα τῆς ἁγίας Τριάδος εἶνε ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος «…καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς» (Α´Κορ. 15,4), ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, ἐμφανίστηκε καὶ τὸν εἶδαν χίλια μάτια.
Ἡ λατρεία μας εἶνε ὁλοζώντανη. Μπαίνοντας στὴν ἐκκλησία, βλέπεις ἐκεῖ τὴ φάτνη καὶ τὸ Γολγοθᾶ κι ἀκοῦς τὴν οὐράνια μουσικὴ «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…». Τὸ κομμάτι αὐτὸ δὲν εἶνε γῆ, εἶνε οὐρανός. Οἱ ἀγράμματοι πρόγονοί μας, ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια, δάκρυζαν καὶ ἔλεγαν «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ζοῦσαν τὸν Μυστικὸ δεῖπνο «Λάβετε, φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (βλ. Ματθ. 26,26,28 κ.ἀ.).
Σήμερα ὅμως οἱ ἐκκλησίες εἶνε ἄδειες. Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· πιστεύουμε; Ἂν πιστεύαμε, τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ θὰ κάναμε φτερὰ στὰ πόδια νὰ ᾿ρθοῦμε στὴν ἐκκλησιὰ κατὰ τὸ ψαλμικὸ «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 83,2-3).
Ἀδελφοί μου, σᾶς τὸ λέω μὲ πόνο· νὰ μετανοήσουμε, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Θεό. Μὴ χάσουμε τὴν πίστι μας, δὲν ὑπάρχει χειρότερο κακό. Μὲ τὴν πίστι μας θὰ ζήσουμε. Γι᾽ αὐτό, κι ἂν ὅλοι οἱ ἄλλοι γίνουν αἱρετικοί, μασόνοι, ὑλισταί, ἄθεοι, καὶ ἕνας παιδί μου ἂν μείνῃς, νὰ μείνῃς μὲ τὸ Χριστό, κι ὅταν πλησιάσῃ ἡ τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς σου νὰ πῇς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»· ἀμήν.
O AΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ ΩΣ ΜΑΡΤΥΣ
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1,8)
«Κύριε, ὅπως ἐσὺ ἔχυσες τὸ αἷμα σου γιὰ μένα, ἀξίωσέ με καὶ ἐγὼ νὰ χύσω τὸ αἷμα μου γιὰ σένα» (προσευχὴ ἁγ. Κοσμᾶ)
Ο ἅγιος Κοσμᾶς, ὅπως γνωρίζουμε, ὑπῆρξε προφήτης· εἶχε τὸ χάρισμα νὰ προβλέπῃ αὐτὰ ποὺ θὰ συμβοῦν. Σήμερα θὰ δοῦμε μία ἄλλη πλευρὰ τῆς ζωῆς του· θὰ δοῦμε, ὅτι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὑπῆρξε μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ μικρὰ ἡλικία καὶ στὸ Ἅγιο Ὄρος ποὺ ἤτανε διάβαζε συχνὰ τοὺς βίους τῶν ἁγίων· ἰδίως τῶν μαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν τῆς πίστεώς μας. Ἀπὸ τότε μέσ᾿ στὴν καρδιά του ἄναψε μεγάλη ἱερὰ ἐπιθυμία, νὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὸ Χριστό, ὅπως μαρτύρησαν τόσοι ἅγιοι τῆς πίστεώς μας. Καὶ ἡ προσευχή του ποιά ἤτανε; Μιὰ προσευχὴ πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς δικές μας. Οἱ δικές μας προσευχὲς εἶνε γύρω ἀπὸ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα, ὑλικὰ καὶ ἐγκόσμια, προσωρινὰ καὶ ἐφήμερα· ἐνῷ ἡ προσευχὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ ἦτο μία ἰδεώδης προσευχή, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ἀνθρώπινα μέτρα· ἔδειχνε, ὅτι ἔχει πάρει τὴν ἡρωϊκὴ ἀπόφασι νὰ τὰ θυσιάσῃ ὅλα γιὰ τὸ Χριστό. Τί ἔλεγε ἡ προσευχὴ αὐτή; «Χριστέ μου, σὲ παρακαλῶ ἀξίωσέ με, ὅπως ἐσὺ ἔχυσες τὸ αἷμα σου γιὰ μένα, νὰ χύσω καὶ ἐγὼ τὸ αἷμα μου γιὰ σένα». Ποιός σήμερα κάνει αὐτὴ τὴν προσευχή; Ἀγαποῦμε τὴ ζωή μας· τὸ πᾶν κάνουμε νὰ παρατείνουμε τὶς ἡμέρες τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας. Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε ἀπόφασι νὰ θυσιάσῃ τὴ ζωή του, καὶ παρακαλοῦσε τὸ Χριστὸ νὰ τοῦ τὸ δώσῃ, ὡς μία ἰδιαιτέρα εὐλογία.
Καὶ ἡ ὥρα αὐτὴ ἦρθε. Ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, ἀφοῦ περιώδευσε βουνὰ καὶ λαγκάδια καὶ ὅλη τὴ Βαλκανική, ἕνα πρωΐ, ξημερώνοντας σὰν τέτοια ἅγια ἡμέρα 24 Αὐγούστου, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔπιασαν, μετὰ ἀπὸ προδοσία τῶν Ἑβραίων, τὸν ἔδεσαν, τὸν ἔβαλαν ἐπάνω σ᾿ ἕνα ἄλογο, καὶ προτοῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος τὸν ὡδήγησαν σ᾿ ἕνα ποτάμι, στὴν ὄχθη τοῦ Ἀῴου ποταμοῦ, ποὺ μέχρι σήμερα τρέχει. Ἐκεῖ κατάλαβε, ὅτι ἔφτασε τὸ τέλος του.
Λυπήθηκε; Ὄχι. Σὰ᾿ νὰ εἶχε γάμο, σὰ᾿ νὰ ἤτανε ―ὅπως καὶ ἤτανε― ἡ ὡραιοτέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς του, ἐδόξασε τὸ Θεό. Ζήτησε προθεσμία λίγα λεπτὰ ἀπὸ τοὺς ἐκτελεστάς του. Γονάτισε, προσευχήθηκε, εὐλόγησε βουνὰ καὶ λαγκάδια, ὕψωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ γεμᾶτα δάκρυα, καὶ εἶπε· Χριστέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ, αὐτὸ ποὺ ζητοῦσα μοῦ τό ᾿δωσες.
Σὲ λίγο ὁ Κοσμᾶς δὲν ὑπῆρχε στὴν ἐπίγειο ζωή. Τὰ τελευταῖα του λόγια εἶνε τὸ ῥητὸ τοῦ Δαυΐδ· «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγας ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψαλμ. 65,12).
* * *
Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Μάρτυρας πρῶτον μὲ τὴ διδασκαλία του, ποὺ ἐσκόρπισε παντοῦ στὰ χρόνια ἐκεῖνα τὰ φοβερὰ τῆς τουρκοκρατίας. Μάρτυρας μὲ τὸν βίο του τὸν ἅγιο καὶ ἀγγελικό. Μάρτυρας μὲ τὰ θαύματα, ποὺ ἔκανε καὶ κάνει. Μάρτυρας ἀκόμα μὲ τὶς προφητεῖες ποὺ εἶπε. Καὶ μάρτυρας τέλος μὲ τὸ αἷμα του, ποὺ ἐπεσφράγισε τὴ μαρτυρική του ζωή.
Σήμερα, ποὺ ἑορτάζει, ἔχουμε κ᾿ ἐμεῖς μιὰ ἱερὰ ὑποχρέωσι· νὰ τὸν μιμηθοῦμε, νὰ γίνουμε μάρτυρες.
―Μάρτυρες; θὰ πῆτε. Ἀλλὰ σήμερα δὲν ζοῦμε σὲ χρόνια διωγμοῦ.
Ναί. Τέτοιο πρᾶγμα σήμερα δὲν συμβαίνει. Αὔριο ὅμως; Θὰ σᾶς πῶ κάτι, μολονότι θὰ σᾶς λυπήσω. Δὲν εἶμαι προφήτης, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ κείμενα τῶν προφητειῶν καὶ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, σὲ λίγο ἔρχεται μεγάλη θύελλα στὰ Βαλκάνια. Θεέ μου Θεέ μου! Ἀπὸ ᾿κεῖνα ποὺ εδαμε ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι, χειρότερα θὰ δοῦμε, ἀδελφοί μου. Γιατὶ ὅλοι μας ἔχουμε φύγει μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔρχονται χρόνια σκληρά, χρόνια ποὺ θὰ εἶνε εὐτυχεῖς ὅσοι δὲν θά ᾿χουν μάτια νὰ βλέπουν καὶ αὐτιὰ νὰ ἀκοῦνε ὅσα θὰ γίνουν.
Διαβάστε τὶς προφητεῖες τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, γιὰ νὰ δῆτε τί συμφορὲς ἔρχονται. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ εμεθα ἐναγώνιοι· καὶ νὰ προσευχώμεθα στὸ Θεό, νὰ ἐλαττώσῃ τὶς ἡμέρες τῆς θλίψεως.
Τώρα γλεντοῦν καὶ διασκεδάζουν… Ὅπως λέει κάποιος μῦθος τοῦ Αἰσώπου, «τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε»· τὰ σπίτια σας καίγονται κ᾿ ἐσεῖς τραγουδᾶτε. Κανείς δὲν λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν τί ἔρχεται. Ἔρχονται ἡμέρες σκληρὲς γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.
Τότε θὰ εἶνε καιρὸς διωγμοῦ, μεγάλου διωγμοῦ. Κ᾿ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸ Χριστὸ θὰ εἶνε λίγοι. Μέσα στοὺς χίλιους, τοὺς δέκα χιλιάδες, τοὺς ἑκατὸ χιλιάδες Χριστιανούς, ἕνας θὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὸ Χριστό! Οἱ ἄλλοι θὰ γίνουν προδότες. Θὰ μᾶς κοσκινίσῃ ὁ διάβολος. Τότε θὰ δοῦμε, ποιοί εἶνε οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοί.
* * *
Ἀλλὰ καὶ σήμερα μπορεῖς νὰ γίνῃς μάρτυρας. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ δὲν εἶνε μόνο γιὰ ἐποχὲς διωγμοῦ. Καὶ σήμερα μπορεῖς νὰ γίνῃς μάρτυρας Χριστοῦ. Πῶς;
Ἀκοῦς τὸ γείτονα, τὸ φίλο, τὴ συντροφιά σου καὶ κατηγοροῦν μὲ λόγια αἰσχρὰ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ; Ἂν ἔχῃς γλῶσσα, νὰ ὑπερασπίσῃς τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά, νὰ δώσῃς μάχη. Τὸ ἔκανες; μάρτυρας Χριστοῦ εἶσαι.
Περπατᾷς στὸ δρόμο, στὴν πλατεῖα, παντοῦ, κι ἀκοῦς τὸν ἄλλο νὰ βλαστημάῃ μὲ τὰ αἰσχρότερα λόγια τὴν Παναγιά μας, τὸν τίμιο σταυρό, ὅ,τι ἱερὸ ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας; Τί πρέπει νὰ κάνῃς; Ἐγὼ θὰ σᾶς πῶ; Ἀκοῦστε τί λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Σύ, λέει, ποὺ θ᾿ ἀκούσῃς νὰ βλαστημάῃ κάποιος, κλάψε γι᾿ αὐτὸν καὶ πές του· «Νὰ βρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου σὲ συγχωρῶ· νὰ βλαστημήσῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ». Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει κάτι παραπάνω· «Τὸ βλάστημο συμβούλευσέ τον μιά, δυό, τρεῖς. Δὲν σ᾿ ἀκούει; Χέρι ἔχεις; Χτύπα. Χέρι, ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο, θὰ ἁγιάσῃ».
Ἀλλὰ ἐμεῖς ἀκοῦμε νὰ βλαστημοῦν καὶ δὲν διαμαρτυρόμεθα. Εἶδα μιὰ μάνα νὰ βλαστημάῃ ὁ μικρὸς κι αὐτὴ νὰ τὸν χαϊδεύῃ! Ὦ γενεά, ὦ κόσμε ἄπιστε καὶ διεφθαρμένε, ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ ἴχνος ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστό!
Μάρτυρας εἶσαι ὅταν ὁμολογῇς τὸ Χριστό, ὅταν ὑπερασπίζεσαι τὴ θρησκεία σου, μάρτυρας γίνεσαι ὅταν ἐπιπλήττῃς τὸ βλάστημο. Μάρτυρας γίνεσαι καὶ ὅταν κάθεσαι στὸ τραπέζι, ποὺ σοῦ δίνει ὁ Θεὸς ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ κάνῃς τὸ σταυρό σου. Ἄχ! Θὰ ἤθελα, γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν, νὰ ἔχουν μιὰ τιμωρία. Ὄχι νὰ τοὺς σκοτώσουμε, ὄχι νὰ τοὺς φυλακίσουμε. Νά ᾿χουμε ἕνα πύραυλο, νὰ τοὺς βάλουμε μέσα, καὶ νὰ τοὺς στείλουμε στὸ φεγγάρι. Ὤ στὸ φεγγάρι! Νερὸ σταλαγματιά, ψωμάκι τίποτα, ἀχλάδια, μῆλα, δέντρα… τίποτα, προβατάκια νὰ βοσκοῦν τίποτα, ἀέρας τίποτα· νέκρα ἀπέραντος. Ἐκεῖ νὰ πᾶνε οἱ ἄθεοι. Ἐδῶ στὴ γῆ μᾶς τὰ ἔδωσε ὅλα ὁ Θεός, καὶ ἀντὶ νὰ τὸν εὐγνωμονοῦμε εἴμεθα ἀχάριστοι· τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε. Ἐκεῖ φτάσαμε.
Ὅταν, λοιπόν, κάθεσαι στὸ τραπέζι, σήκω ἐπάνω ―ἂς κοροϊδεύῃ ὁ ἄλλος―, μὴ φᾷς μπουκιά· κάνε πρῶτα τὸν τίμιο σταυρὸ κανονικά, ὅπως τὸν δίδαξε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καὶ τότε κάθησαι νὰ φᾷς.
* * *
Ἔτσι, ἀδέρφια μου, νὰ εμεθα μάρτυρες. Μάρτυρες μὲ τὴ γλῶσσα μας, μάρτυρες μὲ τὸν βίο μας, ποὺ πρέπει νὰ ἀκτινοβολῇ ὅπως εἶπε ὁ Χριστός· «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως δωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5,16). Μάρτυρες μὲ ὅλη μας τὴ ζωή. Μάρτυρες ἕως θανάτου. Καὶ μάρτυρες, ἂν δώσῃ ὁ Θεός, ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ποὺ τελείωσε τὴ ζωή του δίνοντας καὶ τὸ αἷμα του. Νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι κ᾿ ἐμεῖς γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια νὰ ὑποστοῦμε τὰ πάντα· νὰ τὰ δώσουμε ὅλα γιὰ τὴν πίστι μας, ὅλα γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ.
Τότε θὰ ἑορτάζουμε πραγματικὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος ὑπῆρξε ἀληθινὸς μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς νὰ γίνουμε ἀληθινοὶ μάρτυρές του καὶ ὄχι προδότες. Ὄχι Ἰοῦδες, ἀλλὰ σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι, ὄρθιοι στὶς ἐπάλξεις τοῦ καθήκοντος μέχρι τελευταίας μας ἀναπνοῆς. Νὰ ὁμολογοῦμε τὸν Χριστό μας, κι ὅταν φτάσῃ ἡ τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς μας νὰ ποῦμε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
1. Ἀγαποῦσε τὸν πλησίον του;
Κάποια μέρα πλησίασε τὸν Κύριο ἕνας πλούσιος νέος καὶ τὸν ρώτησε μὲ ἐνδιαφέρον πολύ: Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ἀποκτήσω τὴν αἰώνια ζωή; Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε:
Γιατί μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό, ἀφοῦ μὲ θεωρεῖς ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πραγματικὰ ἀγαθὸς παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός. Ἐὰν ὅμως θέλεις νὰ εἰσέλθεις στὴν αἰώνια ζωή, φύλαξε σ’ ὅλη τὴ ζωή σου τὶς ἐντολές.
Κι ὁ νέος ξαναρωτᾶ: Ποιὲς ἐντολές; Ὁ Κύριος τοῦ ἀπαριθμεῖ κάποιες ἀπὸ τὶς δέκα ἐντολὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Νὰ μὴ σκοτώσεις, νὰ μὴ μοιχεύσεις, νὰ μὴν κλέψεις, νὰ μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Καὶ τοῦ προσθέτει καὶ μία ἀκόμη ἐντολὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸ «Λευϊτικό»: Νὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου. Ὁ νέος τότε μὲ ἀπορία λέει: Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν νέος. Τί μοῦ λείπει ἀκόμη;
Ἦταν ὅμως ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ νέου; Ἔλεγε πράγματι τὴν ἀλήθεια;
Βέβαια ὁ νεὸς αὐτὸς προσπαθοῦσε ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε μὲ εἰλικρίνεια νὰ κερδίσει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀναζητοῦσε μὲ πόθο νὰ μάθει περισσότερα, νὰ γνωρίσει καλύτερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος λέει ὅτι ὁ Κύριος συμπάθησε τὸν νέο αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε. Κι ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι ἦταν προσεκτικὸς στὴ ζωή του καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τοῦ πρόσθεσε τὴν τελευταία αὐτὴ ἐντολή. Διότι ἤθελε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ δρόμο τῆς τέλειας ἀγάπης καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν προσκόλληση ποὺ εἶχε στὸν πλοῦτο.
Σ’ αὐτὸ ὅμως τὸ θέμα τῆς ἀγάπης ὁ νέος δὲν ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ καταλαβαίνει. Διότι μὲ βάση τὰ ὅσα ὅριζε ὁ νόμος, νόμιζε ὅτι ἦταν ἐντάξει. Ὅμως δὲν ἦταν. Διότι πῶς μποροῦσε νὰ ἀγαπάει τὸν διπλανό του, τὸν κάθε φτωχὸ καὶ ἄρρωστο καὶ ἐνδεή, ὅταν κρατοῦσε τὰ πλούτη του ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του; Πῶς μποροῦσε νὰ εὐτυχεῖ, ἐνῶ ἔβλεπε ὅτι τόσοι ἄλλοι γύρω του ὑπέφεραν μέσα στὴ δυστυχία; Γιατί δὲν ἔδινε ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ εἶχε σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν τίποτε; Ἀγαποῦσε βέβαια τὸν διπλανό του μέχρι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ ἡ ἀγάπη του δὲν τοῦ στοίχιζε οἰκονομικά.
Δυστυχῶς πολλοὶ Χριστιανοὶ στὶς μέρες μας μοιάζουμε πολὺ μὲ τὸν πλούσιο αὐτὸν τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀγαποῦμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά του, ἀλλὰ μένουμε ταυτόχρονα προσκολλημένοι στὰ πολλὰ ἢ λίγα πλούτη μας. Ἐπιτελοῦμε βέβαια τὰ θρησκευτικά μας καθήκοντα, μετέχουμε στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, δὲν θέλουμε ὅμως νὰ στερηθοῦμε μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουμε διαθέτοντας ἀπὸ αὐτὰ σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας ἢ σὲ ἄλλα ἱερὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι ἐνῶ γύρω μας τόσοι ὑποφέρουν, ἐμεῖς θέλουμε νὰ ζοῦμε ἄνετα, νὰ ἔχουμε πολλὰ σπίτια, πολλὰ αὐτοκίνητα, καινούργια ἔπιπλα καὶ τόσα ἄλλα. Ἔτσι ὅμως μεταδίδουμε τὸ πάθος μας αὐτὸ καὶ στὰ παιδιά μας. Καὶ κινδυνεύουμε νὰ σκληρυνθοῦμε, νὰ γίνουμε ἄσπλαχνοι, νὰ χάσουμε τὸ δρόμο μας καὶ τὸν προορισμό μας.
2. Τό μεγάλο ἐμπόδιο
Ὁ Κύριος στὴ συνέχεια εἶπε κατηγορηματικὰ καὶ ξεκάθαρα στὸν πλούσιο νέο: Ἐὰν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς. Κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις.
Μόλις ὅμως ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε πολλὰ κτήματα καὶ ἡ καρδιά του ἦταν προσκολλημένη σ’ αὐτά. Τότε ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές του: Ἀληθινὰ σᾶς λέω ὅτι δύσκολα ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος θὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἶναι εὐκολότερο νὰ περάσει μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ ὁ πλούσιος νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ μαθητὲς μὲ μεγάλη ἔκπληξη ρωτοῦν: Μὰ τότε ποιὸς τάχα μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπαντᾶ: Στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, στὸν Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά.
Μέσα ἀπὸ τὸν διάλογο ὅμως αὐτὸ προκύπτει εὔλογα ἡ ἀπορία: Ὅποιος δηλαδὴ θέλει νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, πρέπει νὰ πουλήσει ὅλη του τὴν περιουσία; Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἡ παραγγελία αὐτὴ τοῦ Κυρίου δόθηκε στὸν συγκεκριμένο πλούσιο καὶ εἶχε εἰδικὸ σκοπό. Νὰ τὸν ἀπεξαρτήσει ἀπὸ τὴ φιλαργυρία. Διότι ἡ φιλαργυρία του αὐτὴ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τῆς τελειότητος. Ὁ Κύριος δηλαδὴ προκειμένου νὰ ὁδηγήσει κάθε ἄνθρωπο στὴν τελειότητα, τοῦ ζητᾶ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ ἄλφα ἢ βῆτα πάθος ποὺ τὸν δένει στὴ γῆ καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἀγαπήσει ἐλεύθερα καὶ δυνατὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει διαφορετικὸ πάθος κυρίαρχο στὴν ψυχή του. Ἄλλος εἶναι δέσμιος στὸ θυμό, ἄλλος στὴ ζήλεια, στὴ μέθη, στὸ ψέμα, στὴν πονηρία. Πρέπει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ κυρίαρχο πάθος του, νὰ εἰσέλθει στὴ στενὴ πύλη καὶ νὰ βαδίσει τὴν τεθλιμμένη ὁδὸ γιὰ νὰ κερδίσει τὴν αἰώνια ζωή. Διαφορετικὰ κάποτε θὰ ἀπέλθει κι αὐτὸς λυπούμενος σὰν τὸν πλούσιο νέο. Γι’ αὐτὸ ὅσο εἶναι καιρός, ἂς πολεμήσουμε ὅλοι μας τὰ πάθη ἐκεῖνα ποὺ κυριαρχοῦν στὴν ψυχή μας, ποὺ μᾶς κρατοῦν σκλάβους στὴ γῆ καὶ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε λοιπόν, καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ δοῦμε τὴν ψυχή μας νὰ ἐλευθερώνεται, νὰ ὑψώνεται πρὸς τὰ ἀνώτερα. Τότε θὰ ἀγαποῦμε περισσότερο τὸν Θεὸ καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ, τὴν προσευχή, τὴ λατρεία, τὴν πνευματικὴ μελέτη. Θὰ ποθοῦμε καθημερινὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα.
«Κύριε, ὅπως ἐσὺ ἔχυσες τὸ αἷμα σου γιὰ μένα, ἀξίωσέ με καὶ ἐγὼ νὰ χύσω τὸ αἷμα μου γιὰ σένα» (προσευχὴ ἁγ. Κοσμᾶ)
Ἀπὸ μικρὰ ἡλικία καὶ στὸ Ἅγιο Ὄρος ποὺ ἤτανε διάβαζε συχνὰ τοὺς βίους τῶν ἁγίων· ἰδίως τῶν μαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν τῆς πίστεώς μας. Ἀπὸ τότε μέσ᾿ στὴν καρδιά του ἄναψε μεγάλη ἱερὰ ἐπιθυμία, νὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὸ Χριστό, ὅπως μαρτύρησαν τόσοι ἅγιοι τῆς πίστεώς μας. Καὶ ἡ προσευχή του ποιά ἤτανε; Μιὰ προσευχὴ πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς δικές μας. Οἱ δικές μας προσευχὲς εἶνε γύρω ἀπὸ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα, ὑλικὰ καὶ ἐγκόσμια, προσωρινὰ καὶ ἐφήμερα· ἐνῷ ἡ προσευχὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ ἦτο μία ἰδεώδης προσευχή, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ἀνθρώπινα μέτρα· ἔδειχνε, ὅτι ἔχει πάρει τὴν ἡρωϊκὴ ἀπόφασι νὰ τὰ θυσιάσῃ ὅλα γιὰ τὸ Χριστό. Τί ἔλεγε ἡ προσευχὴ αὐτή; «Χριστέ μου, σὲ παρακαλῶ ἀξίωσέ με, ὅπως ἐσὺ ἔχυσες τὸ αἷμα σου γιὰ μένα, νὰ χύσω καὶ ἐγὼ τὸ αἷμα μου γιὰ σένα». Ποιός σήμερα κάνει αὐτὴ τὴν προσευχή; Ἀγαποῦμε τὴ ζωή μας· τὸ πᾶν κάνουμε νὰ παρατείνουμε τὶς ἡμέρες τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας. Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε ἀπόφασι νὰ θυσιάσῃ τὴ ζωή του, καὶ παρακαλοῦσε τὸ Χριστὸ νὰ τοῦ τὸ δώσῃ, ὡς μία ἰδιαιτέρα εὐλογία.
Καὶ ἡ ὥρα αὐτὴ ἦρθε. Ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, ἀφοῦ περιώδευσε βουνὰ καὶ λαγκάδια καὶ ὅλη τὴ Βαλκανική, ἕνα πρωΐ, ξημερώνοντας σὰν τέτοια ἅγια ἡμέρα 24 Αὐγούστου, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔπιασαν, μετὰ ἀπὸ προδοσία τῶν Ἑβραίων, τὸν ἔδεσαν, τὸν ἔβαλαν ἐπάνω σ᾿ ἕνα ἄλογο, καὶ προτοῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος τὸν ὡδήγησαν σ᾿ ἕνα ποτάμι, στὴν ὄχθη τοῦ Ἀῴου ποταμοῦ, ποὺ μέχρι σήμερα τρέχει. Ἐκεῖ κατάλαβε, ὅτι ἔφτασε τὸ τέλος του.
Λυπήθηκε; Ὄχι. Σὰ᾿ νὰ εἶχε γάμο, σὰ᾿ νὰ ἤτανε ―ὅπως καὶ ἤτανε― ἡ ὡραιοτέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς του, ἐδόξασε τὸ Θεό. Ζήτησε προθεσμία λίγα λεπτὰ ἀπὸ τοὺς ἐκτελεστάς του. Γονάτισε, προσευχήθηκε, εὐλόγησε βουνὰ καὶ λαγκάδια, ὕψωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ γεμᾶτα δάκρυα, καὶ εἶπε· Χριστέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ, αὐτὸ ποὺ ζητοῦσα μοῦ τό ᾿δωσες.
Σὲ λίγο ὁ Κοσμᾶς δὲν ὑπῆρχε στὴν ἐπίγειο ζωή. Τὰ τελευταῖα του λόγια εἶνε τὸ ῥητὸ τοῦ Δαυΐδ· «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγας ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψαλμ. 65,12).
Σήμερα, ποὺ ἑορτάζει, ἔχουμε κ᾿ ἐμεῖς μιὰ ἱερὰ ὑποχρέωσι· νὰ τὸν μιμηθοῦμε, νὰ γίνουμε μάρτυρες.
―Μάρτυρες; θὰ πῆτε. Ἀλλὰ σήμερα δὲν ζοῦμε σὲ χρόνια διωγμοῦ.
Ναί. Τέτοιο πρᾶγμα σήμερα δὲν συμβαίνει. Αὔριο ὅμως; Θὰ σᾶς πῶ κάτι, μολονότι θὰ σᾶς λυπήσω. Δὲν εἶμαι προφήτης, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ κείμενα τῶν προφητειῶν καὶ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, σὲ λίγο ἔρχεται μεγάλη θύελλα στὰ Βαλκάνια. Θεέ μου Θεέ μου! Ἀπὸ ᾿κεῖνα ποὺ εδαμε ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι, χειρότερα θὰ δοῦμε, ἀδελφοί μου. Γιατὶ ὅλοι μας ἔχουμε φύγει μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔρχονται χρόνια σκληρά, χρόνια ποὺ θὰ εἶνε εὐτυχεῖς ὅσοι δὲν θά ᾿χουν μάτια νὰ βλέπουν καὶ αὐτιὰ νὰ ἀκοῦνε ὅσα θὰ γίνουν.
Διαβάστε τὶς προφητεῖες τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, γιὰ νὰ δῆτε τί συμφορὲς ἔρχονται. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ εμεθα ἐναγώνιοι· καὶ νὰ προσευχώμεθα στὸ Θεό, νὰ ἐλαττώσῃ τὶς ἡμέρες τῆς θλίψεως.
Τώρα γλεντοῦν καὶ διασκεδάζουν… Ὅπως λέει κάποιος μῦθος τοῦ Αἰσώπου, «τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε»· τὰ σπίτια σας καίγονται κ᾿ ἐσεῖς τραγουδᾶτε. Κανείς δὲν λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν τί ἔρχεται. Ἔρχονται ἡμέρες σκληρὲς γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.
Τότε θὰ εἶνε καιρὸς διωγμοῦ, μεγάλου διωγμοῦ. Κ᾿ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸ Χριστὸ θὰ εἶνε λίγοι. Μέσα στοὺς χίλιους, τοὺς δέκα χιλιάδες, τοὺς ἑκατὸ χιλιάδες Χριστιανούς, ἕνας θὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὸ Χριστό! Οἱ ἄλλοι θὰ γίνουν προδότες. Θὰ μᾶς κοσκινίσῃ ὁ διάβολος. Τότε θὰ δοῦμε, ποιοί εἶνε οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοί.
Ἀλλὰ καὶ σήμερα μπορεῖς νὰ γίνῃς μάρτυρας. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ δὲν εἶνε μόνο γιὰ ἐποχὲς διωγμοῦ. Καὶ σήμερα μπορεῖς νὰ γίνῃς μάρτυρας Χριστοῦ. Πῶς;
Ἀκοῦς τὸ γείτονα, τὸ φίλο, τὴ συντροφιά σου καὶ κατηγοροῦν μὲ λόγια αἰσχρὰ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ; Ἂν ἔχῃς γλῶσσα, νὰ ὑπερασπίσῃς τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά, νὰ δώσῃς μάχη. Τὸ ἔκανες; μάρτυρας Χριστοῦ εἶσαι.
Περπατᾷς στὸ δρόμο, στὴν πλατεῖα, παντοῦ, κι ἀκοῦς τὸν ἄλλο νὰ βλαστημάῃ μὲ τὰ αἰσχρότερα λόγια τὴν Παναγιά μας, τὸν τίμιο σταυρό, ὅ,τι ἱερὸ ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας; Τί πρέπει νὰ κάνῃς; Ἐγὼ θὰ σᾶς πῶ; Ἀκοῦστε τί λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Σύ, λέει, ποὺ θ᾿ ἀκούσῃς νὰ βλαστημάῃ κάποιος, κλάψε γι᾿ αὐτὸν καὶ πές του· «Νὰ βρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου σὲ συγχωρῶ· νὰ βλαστημήσῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ». Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει κάτι παραπάνω· «Τὸ βλάστημο συμβούλευσέ τον μιά, δυό, τρεῖς. Δὲν σ᾿ ἀκούει; Χέρι ἔχεις; Χτύπα. Χέρι, ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο, θὰ ἁγιάσῃ».
Ἀλλὰ ἐμεῖς ἀκοῦμε νὰ βλαστημοῦν καὶ δὲν διαμαρτυρόμεθα. Εἶδα μιὰ μάνα νὰ βλαστημάῃ ὁ μικρὸς κι αὐτὴ νὰ τὸν χαϊδεύῃ! Ὦ γενεά, ὦ κόσμε ἄπιστε καὶ διεφθαρμένε, ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ ἴχνος ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστό!
Μάρτυρας εἶσαι ὅταν ὁμολογῇς τὸ Χριστό, ὅταν ὑπερασπίζεσαι τὴ θρησκεία σου, μάρτυρας γίνεσαι ὅταν ἐπιπλήττῃς τὸ βλάστημο. Μάρτυρας γίνεσαι καὶ ὅταν κάθεσαι στὸ τραπέζι, ποὺ σοῦ δίνει ὁ Θεὸς ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ κάνῃς τὸ σταυρό σου. Ἄχ! Θὰ ἤθελα, γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν, νὰ ἔχουν μιὰ τιμωρία. Ὄχι νὰ τοὺς σκοτώσουμε, ὄχι νὰ τοὺς φυλακίσουμε. Νά ᾿χουμε ἕνα πύραυλο, νὰ τοὺς βάλουμε μέσα, καὶ νὰ τοὺς στείλουμε στὸ φεγγάρι. Ὤ στὸ φεγγάρι! Νερὸ σταλαγματιά, ψωμάκι τίποτα, ἀχλάδια, μῆλα, δέντρα… τίποτα, προβατάκια νὰ βοσκοῦν τίποτα, ἀέρας τίποτα· νέκρα ἀπέραντος. Ἐκεῖ νὰ πᾶνε οἱ ἄθεοι. Ἐδῶ στὴ γῆ μᾶς τὰ ἔδωσε ὅλα ὁ Θεός, καὶ ἀντὶ νὰ τὸν εὐγνωμονοῦμε εἴμεθα ἀχάριστοι· τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε. Ἐκεῖ φτάσαμε.
Ὅταν, λοιπόν, κάθεσαι στὸ τραπέζι, σήκω ἐπάνω ―ἂς κοροϊδεύῃ ὁ ἄλλος―, μὴ φᾷς μπουκιά· κάνε πρῶτα τὸν τίμιο σταυρὸ κανονικά, ὅπως τὸν δίδαξε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καὶ τότε κάθησαι νὰ φᾷς.
* * *
Ἔτσι, ἀδέρφια μου, νὰ εμεθα μάρτυρες. Μάρτυρες μὲ τὴ γλῶσσα μας, μάρτυρες μὲ τὸν βίο μας, ποὺ πρέπει νὰ ἀκτινοβολῇ ὅπως εἶπε ὁ Χριστός· «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως δωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5,16). Μάρτυρες μὲ ὅλη μας τὴ ζωή. Μάρτυρες ἕως θανάτου. Καὶ μάρτυρες, ἂν δώσῃ ὁ Θεός, ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ποὺ τελείωσε τὴ ζωή του δίνοντας καὶ τὸ αἷμα του. Νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι κ᾿ ἐμεῖς γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια νὰ ὑποστοῦμε τὰ πάντα· νὰ τὰ δώσουμε ὅλα γιὰ τὴν πίστι μας, ὅλα γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ.
Τότε θὰ ἑορτάζουμε πραγματικὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος ὑπῆρξε ἀληθινὸς μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς νὰ γίνουμε ἀληθινοὶ μάρτυρές του καὶ ὄχι προδότες. Ὄχι Ἰοῦδες, ἀλλὰ σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι, ὄρθιοι στὶς ἐπάλξεις τοῦ καθήκοντος μέχρι τελευταίας μας ἀναπνοῆς. Νὰ ὁμολογοῦμε τὸν Χριστό μας, κι ὅταν φτάσῃ ἡ τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς μας νὰ ποῦμε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
1. Ἀγαποῦσε τὸν πλησίον του;
Κάποια μέρα πλησίασε τὸν Κύριο ἕνας πλούσιος νέος καὶ τὸν ρώτησε μὲ ἐνδιαφέρον πολύ: Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ἀποκτήσω τὴν αἰώνια ζωή; Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε:
Γιατί μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό, ἀφοῦ μὲ θεωρεῖς ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πραγματικὰ ἀγαθὸς παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός. Ἐὰν ὅμως θέλεις νὰ εἰσέλθεις στὴν αἰώνια ζωή, φύλαξε σ’ ὅλη τὴ ζωή σου τὶς ἐντολές.
Κι ὁ νέος ξαναρωτᾶ: Ποιὲς ἐντολές; Ὁ Κύριος τοῦ ἀπαριθμεῖ κάποιες ἀπὸ τὶς δέκα ἐντολὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Νὰ μὴ σκοτώσεις, νὰ μὴ μοιχεύσεις, νὰ μὴν κλέψεις, νὰ μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Καὶ τοῦ προσθέτει καὶ μία ἀκόμη ἐντολὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸ «Λευϊτικό»: Νὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου. Ὁ νέος τότε μὲ ἀπορία λέει: Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν νέος. Τί μοῦ λείπει ἀκόμη;
Ἦταν ὅμως ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ νέου; Ἔλεγε πράγματι τὴν ἀλήθεια;
Βέβαια ὁ νεὸς αὐτὸς προσπαθοῦσε ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε μὲ εἰλικρίνεια νὰ κερδίσει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀναζητοῦσε μὲ πόθο νὰ μάθει περισσότερα, νὰ γνωρίσει καλύτερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος λέει ὅτι ὁ Κύριος συμπάθησε τὸν νέο αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε. Κι ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι ἦταν προσεκτικὸς στὴ ζωή του καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τοῦ πρόσθεσε τὴν τελευταία αὐτὴ ἐντολή. Διότι ἤθελε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ δρόμο τῆς τέλειας ἀγάπης καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν προσκόλληση ποὺ εἶχε στὸν πλοῦτο.
Σ’ αὐτὸ ὅμως τὸ θέμα τῆς ἀγάπης ὁ νέος δὲν ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ καταλαβαίνει. Διότι μὲ βάση τὰ ὅσα ὅριζε ὁ νόμος, νόμιζε ὅτι ἦταν ἐντάξει. Ὅμως δὲν ἦταν. Διότι πῶς μποροῦσε νὰ ἀγαπάει τὸν διπλανό του, τὸν κάθε φτωχὸ καὶ ἄρρωστο καὶ ἐνδεή, ὅταν κρατοῦσε τὰ πλούτη του ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του; Πῶς μποροῦσε νὰ εὐτυχεῖ, ἐνῶ ἔβλεπε ὅτι τόσοι ἄλλοι γύρω του ὑπέφεραν μέσα στὴ δυστυχία; Γιατί δὲν ἔδινε ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ εἶχε σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν τίποτε; Ἀγαποῦσε βέβαια τὸν διπλανό του μέχρι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ ἡ ἀγάπη του δὲν τοῦ στοίχιζε οἰκονομικά.
Δυστυχῶς πολλοὶ Χριστιανοὶ στὶς μέρες μας μοιάζουμε πολὺ μὲ τὸν πλούσιο αὐτὸν τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀγαποῦμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά του, ἀλλὰ μένουμε ταυτόχρονα προσκολλημένοι στὰ πολλὰ ἢ λίγα πλούτη μας. Ἐπιτελοῦμε βέβαια τὰ θρησκευτικά μας καθήκοντα, μετέχουμε στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, δὲν θέλουμε ὅμως νὰ στερηθοῦμε μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουμε διαθέτοντας ἀπὸ αὐτὰ σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας ἢ σὲ ἄλλα ἱερὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι ἐνῶ γύρω μας τόσοι ὑποφέρουν, ἐμεῖς θέλουμε νὰ ζοῦμε ἄνετα, νὰ ἔχουμε πολλὰ σπίτια, πολλὰ αὐτοκίνητα, καινούργια ἔπιπλα καὶ τόσα ἄλλα. Ἔτσι ὅμως μεταδίδουμε τὸ πάθος μας αὐτὸ καὶ στὰ παιδιά μας. Καὶ κινδυνεύουμε νὰ σκληρυνθοῦμε, νὰ γίνουμε ἄσπλαχνοι, νὰ χάσουμε τὸ δρόμο μας καὶ τὸν προορισμό μας.
2. Τό μεγάλο ἐμπόδιο
Ὁ Κύριος στὴ συνέχεια εἶπε κατηγορηματικὰ καὶ ξεκάθαρα στὸν πλούσιο νέο: Ἐὰν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς. Κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις.
Μόλις ὅμως ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε πολλὰ κτήματα καὶ ἡ καρδιά του ἦταν προσκολλημένη σ’ αὐτά. Τότε ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές του: Ἀληθινὰ σᾶς λέω ὅτι δύσκολα ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος θὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἶναι εὐκολότερο νὰ περάσει μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ ὁ πλούσιος νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ μαθητὲς μὲ μεγάλη ἔκπληξη ρωτοῦν: Μὰ τότε ποιὸς τάχα μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπαντᾶ: Στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, στὸν Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά.
Μέσα ἀπὸ τὸν διάλογο ὅμως αὐτὸ προκύπτει εὔλογα ἡ ἀπορία: Ὅποιος δηλαδὴ θέλει νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, πρέπει νὰ πουλήσει ὅλη του τὴν περιουσία; Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἡ παραγγελία αὐτὴ τοῦ Κυρίου δόθηκε στὸν συγκεκριμένο πλούσιο καὶ εἶχε εἰδικὸ σκοπό. Νὰ τὸν ἀπεξαρτήσει ἀπὸ τὴ φιλαργυρία. Διότι ἡ φιλαργυρία του αὐτὴ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τῆς τελειότητος. Ὁ Κύριος δηλαδὴ προκειμένου νὰ ὁδηγήσει κάθε ἄνθρωπο στὴν τελειότητα, τοῦ ζητᾶ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ ἄλφα ἢ βῆτα πάθος ποὺ τὸν δένει στὴ γῆ καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἀγαπήσει ἐλεύθερα καὶ δυνατὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει διαφορετικὸ πάθος κυρίαρχο στὴν ψυχή του. Ἄλλος εἶναι δέσμιος στὸ θυμό, ἄλλος στὴ ζήλεια, στὴ μέθη, στὸ ψέμα, στὴν πονηρία. Πρέπει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ κυρίαρχο πάθος του, νὰ εἰσέλθει στὴ στενὴ πύλη καὶ νὰ βαδίσει τὴν τεθλιμμένη ὁδὸ γιὰ νὰ κερδίσει τὴν αἰώνια ζωή. Διαφορετικὰ κάποτε θὰ ἀπέλθει κι αὐτὸς λυπούμενος σὰν τὸν πλούσιο νέο. Γι’ αὐτὸ ὅσο εἶναι καιρός, ἂς πολεμήσουμε ὅλοι μας τὰ πάθη ἐκεῖνα ποὺ κυριαρχοῦν στὴν ψυχή μας, ποὺ μᾶς κρατοῦν σκλάβους στὴ γῆ καὶ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε λοιπόν, καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ δοῦμε τὴν ψυχή μας νὰ ἐλευθερώνεται, νὰ ὑψώνεται πρὸς τὰ ἀνώτερα. Τότε θὰ ἀγαποῦμε περισσότερο τὸν Θεὸ καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ, τὴν προσευχή, τὴ λατρεία, τὴν πνευματικὴ μελέτη. Θὰ ποθοῦμε καθημερινὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα.
Ἀκοῦς τὸ γείτονα, τὸ φίλο, τὴ συντροφιά σου καὶ κατηγοροῦν μὲ λόγια αἰσχρὰ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ; Ἂν ἔχῃς γλῶσσα, νὰ ὑπερασπίσῃς τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά, νὰ δώσῃς μάχη. Τὸ ἔκανες; μάρτυρας Χριστοῦ εἶσαι.
Περπατᾷς στὸ δρόμο, στὴν πλατεῖα, παντοῦ, κι ἀκοῦς τὸν ἄλλο νὰ βλαστημάῃ μὲ τὰ αἰσχρότερα λόγια τὴν Παναγιά μας, τὸν τίμιο σταυρό, ὅ,τι ἱερὸ ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας; Τί πρέπει νὰ κάνῃς; Ἐγὼ θὰ σᾶς πῶ; Ἀκοῦστε τί λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Σύ, λέει, ποὺ θ᾿ ἀκούσῃς νὰ βλαστημάῃ κάποιος, κλάψε γι᾿ αὐτὸν καὶ πές του· «Νὰ βρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου σὲ συγχωρῶ· νὰ βλαστημήσῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ». Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει κάτι παραπάνω· «Τὸ βλάστημο συμβούλευσέ τον μιά, δυό, τρεῖς. Δὲν σ᾿ ἀκούει; Χέρι ἔχεις; Χτύπα. Χέρι, ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο, θὰ ἁγιάσῃ».
Ἀλλὰ ἐμεῖς ἀκοῦμε νὰ βλαστημοῦν καὶ δὲν διαμαρτυρόμεθα. Εἶδα μιὰ μάνα νὰ βλαστημάῃ ὁ μικρὸς κι αὐτὴ νὰ τὸν χαϊδεύῃ! Ὦ γενεά, ὦ κόσμε ἄπιστε καὶ διεφθαρμένε, ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ ἴχνος ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστό!
Μάρτυρας εἶσαι ὅταν ὁμολογῇς τὸ Χριστό, ὅταν ὑπερασπίζεσαι τὴ θρησκεία σου, μάρτυρας γίνεσαι ὅταν ἐπιπλήττῃς τὸ βλάστημο. Μάρτυρας γίνεσαι καὶ ὅταν κάθεσαι στὸ τραπέζι, ποὺ σοῦ δίνει ὁ Θεὸς ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ κάνῃς τὸ σταυρό σου. Ἄχ! Θὰ ἤθελα, γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν, νὰ ἔχουν μιὰ τιμωρία. Ὄχι νὰ τοὺς σκοτώσουμε, ὄχι νὰ τοὺς φυλακίσουμε. Νά ᾿χουμε ἕνα πύραυλο, νὰ τοὺς βάλουμε μέσα, καὶ νὰ τοὺς στείλουμε στὸ φεγγάρι. Ὤ στὸ φεγγάρι! Νερὸ σταλαγματιά, ψωμάκι τίποτα, ἀχλάδια, μῆλα, δέντρα… τίποτα, προβατάκια νὰ βοσκοῦν τίποτα, ἀέρας τίποτα· νέκρα ἀπέραντος. Ἐκεῖ νὰ πᾶνε οἱ ἄθεοι. Ἐδῶ στὴ γῆ μᾶς τὰ ἔδωσε ὅλα ὁ Θεός, καὶ ἀντὶ νὰ τὸν εὐγνωμονοῦμε εἴμεθα ἀχάριστοι· τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε. Ἐκεῖ φτάσαμε.
Ὅταν, λοιπόν, κάθεσαι στὸ τραπέζι, σήκω ἐπάνω ―ἂς κοροϊδεύῃ ὁ ἄλλος―, μὴ φᾷς μπουκιά· κάνε πρῶτα τὸν τίμιο σταυρὸ κανονικά, ὅπως τὸν δίδαξε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καὶ τότε κάθησαι νὰ φᾷς.
Τότε θὰ ἑορτάζουμε πραγματικὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος ὑπῆρξε ἀληθινὸς μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς νὰ γίνουμε ἀληθινοὶ μάρτυρές του καὶ ὄχι προδότες. Ὄχι Ἰοῦδες, ἀλλὰ σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι, ὄρθιοι στὶς ἐπάλξεις τοῦ καθήκοντος μέχρι τελευταίας μας ἀναπνοῆς. Νὰ ὁμολογοῦμε τὸν Χριστό μας, κι ὅταν φτάσῃ ἡ τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς μας νὰ ποῦμε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Γιατί μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό, ἀφοῦ μὲ θεωρεῖς ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πραγματικὰ ἀγαθὸς παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός. Ἐὰν ὅμως θέλεις νὰ εἰσέλθεις στὴν αἰώνια ζωή, φύλαξε σ’ ὅλη τὴ ζωή σου τὶς ἐντολές.
Κι ὁ νέος ξαναρωτᾶ: Ποιὲς ἐντολές; Ὁ Κύριος τοῦ ἀπαριθμεῖ κάποιες ἀπὸ τὶς δέκα ἐντολὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Νὰ μὴ σκοτώσεις, νὰ μὴ μοιχεύσεις, νὰ μὴν κλέψεις, νὰ μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Καὶ τοῦ προσθέτει καὶ μία ἀκόμη ἐντολὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸ «Λευϊτικό»: Νὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου. Ὁ νέος τότε μὲ ἀπορία λέει: Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν νέος. Τί μοῦ λείπει ἀκόμη;
Ἦταν ὅμως ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ νέου; Ἔλεγε πράγματι τὴν ἀλήθεια;
Βέβαια ὁ νεὸς αὐτὸς προσπαθοῦσε ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε μὲ εἰλικρίνεια νὰ κερδίσει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀναζητοῦσε μὲ πόθο νὰ μάθει περισσότερα, νὰ γνωρίσει καλύτερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος λέει ὅτι ὁ Κύριος συμπάθησε τὸν νέο αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε. Κι ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι ἦταν προσεκτικὸς στὴ ζωή του καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τοῦ πρόσθεσε τὴν τελευταία αὐτὴ ἐντολή. Διότι ἤθελε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ δρόμο τῆς τέλειας ἀγάπης καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν προσκόλληση ποὺ εἶχε στὸν πλοῦτο.
Σ’ αὐτὸ ὅμως τὸ θέμα τῆς ἀγάπης ὁ νέος δὲν ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ καταλαβαίνει. Διότι μὲ βάση τὰ ὅσα ὅριζε ὁ νόμος, νόμιζε ὅτι ἦταν ἐντάξει. Ὅμως δὲν ἦταν. Διότι πῶς μποροῦσε νὰ ἀγαπάει τὸν διπλανό του, τὸν κάθε φτωχὸ καὶ ἄρρωστο καὶ ἐνδεή, ὅταν κρατοῦσε τὰ πλούτη του ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του; Πῶς μποροῦσε νὰ εὐτυχεῖ, ἐνῶ ἔβλεπε ὅτι τόσοι ἄλλοι γύρω του ὑπέφεραν μέσα στὴ δυστυχία; Γιατί δὲν ἔδινε ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ εἶχε σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν τίποτε; Ἀγαποῦσε βέβαια τὸν διπλανό του μέχρι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ ἡ ἀγάπη του δὲν τοῦ στοίχιζε οἰκονομικά.
Δυστυχῶς πολλοὶ Χριστιανοὶ στὶς μέρες μας μοιάζουμε πολὺ μὲ τὸν πλούσιο αὐτὸν τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀγαποῦμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά του, ἀλλὰ μένουμε ταυτόχρονα προσκολλημένοι στὰ πολλὰ ἢ λίγα πλούτη μας. Ἐπιτελοῦμε βέβαια τὰ θρησκευτικά μας καθήκοντα, μετέχουμε στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, δὲν θέλουμε ὅμως νὰ στερηθοῦμε μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουμε διαθέτοντας ἀπὸ αὐτὰ σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας ἢ σὲ ἄλλα ἱερὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι ἐνῶ γύρω μας τόσοι ὑποφέρουν, ἐμεῖς θέλουμε νὰ ζοῦμε ἄνετα, νὰ ἔχουμε πολλὰ σπίτια, πολλὰ αὐτοκίνητα, καινούργια ἔπιπλα καὶ τόσα ἄλλα. Ἔτσι ὅμως μεταδίδουμε τὸ πάθος μας αὐτὸ καὶ στὰ παιδιά μας. Καὶ κινδυνεύουμε νὰ σκληρυνθοῦμε, νὰ γίνουμε ἄσπλαχνοι, νὰ χάσουμε τὸ δρόμο μας καὶ τὸν προορισμό μας.
2. Τό μεγάλο ἐμπόδιο