Μετά από 45 μέρες έγινε μια μάχη στην περιοχή Κέλα Μεχμέτ. Υπήρχαν τριάντα νεκροί στρατιώτες. Ζήτησαν ενίσχυση και έστειλαν τη μονάδα μας, που ήταν πολύ φημισμένη, αφού ζούσαμε συνεχώς στα βουνά, όπως οι αντάρτες.
Πήγαμε στην περιοχή Κέλα Μεχμέτ και κάναμε αναγνωρίσεις για δύο μέρες. Ήμουν στην ομάδα αναγνωρίσεως. Την τρίτη μέρα οι (Κούρδοι) πολιτοφύλακες μας είπαν «εντοπίσαμε αντάρτες». Τότε δεν εμπιστευόμασταν τους πολιτοφύλακες, γιατί κι αυτοί αναγκάζονταν να πάρουν όπλα και να βοηθήσουν το κράτος, αφού προηγουμένως τους καίγαμε τα σπαρτά και τους τρομοκρατούσαμε. Έτσι οι πολιτοφύλακες απέφευγαν και δεν ήθελαν να συμμετέχουν στις μάχες.
«Ήμουν εχθρός των Κούρδων»
Εσύ τι στάση τηρούσες; Οι πολιτοφύλακες δεν ήθελαν να συμμετέχουν στη μάχη κι εσύ ήσουν στην εμπροσθοφυλακή, στην πρώτη γραμμή;
Η δική μου στάση καθοριζόταν από την ιδεολογία μου, η οποία ήταν η υπεράσπιση της τουρκικής σημαίας και του τουρκισμού. Γι’ αυτό πήγα εθελοντής στο στρατολογικό γραφείο και έγινα καταδρομέας. Όταν ήμουν νεοσύλλεκτος μας είπαν να δηλώσουμε να πάμε στην Κύπρο. Εγώ δεν δήλωσα και μου είπαν: «Μα τι κάνεις, εκεί θα περάσουμε καλά». Τότε εγώ είπα ότι θέλω να πάω στον πόλεμο εναντίον του ΡΚΚ. Ήμουν εχθρός των Κούρδων και υπέρ του έθνους και της πατρίδας.
Την τρίτη μέρα κάναμε αναγνωρίσεις στην περιοχή Κέλα Μεχμέτ. Δεν βρήκαμε τίποτα και αποφασίσαμε να επιστρέψουμε. Στο δρομολόγιο της επιστροφής, μόλις άρχισε να βραδιάζει, δεχτήκαμε ξαφνικά πυρά από τρεις κατευθύνσεις. Δεν πυροβολούσαν για να μας σκοτώσουν. Αυτό κατάλαβα. Οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν τα όπλα για αυτοάμυνα και όχι για να σκοτώνουν. Ήξεραν ότι τα φέρετρα με τους νεκρούς στρατιώτες τροφοδοτούσαν με επιχειρήματα το σύστημα που ήθελε τον πόλεμο.
Κάποια στιγμή ένιωσα μια σφαίρα να καρφώνεται στο δεξί μου πόδι. Στην αρχή δεν με ενοχλούσε, όμως κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν μπορώ να περπατήσω. Πέσαμε σε ενέδρα και προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε. Σε κάποιο σημείο γλίστρησα και έπεσα σε μια χαράδρα. Με προστάτεψε το σακίδιό μου.
Είμαι ο Ιμπραχίμ Γιαϊλαλί. Είμαι θύμα του πολέμου που συνεχίζεται [στο Κουρδιστάν]. Το 1994, ενώ υπηρετούσα σε μια μονάδα κομάντο του τουρκικού στρατού στο Σίρνακ, σε μια μάχη τραυματίστηκα και έπεσα αιχμάλωτος στα χέρια του ΡΚΚ. Ενημέρωσα την οικογένειά μου ότι είμαι αιχμάλωτος και οι δικοί μου πήγαν στο στρατολογικό γραφείο [της Παύρας του Πόντου]. Εκεί οι αρμόδιοι τους είπαν «δεν υπάρχει τέτοιος στρατιώτης καταγεγραμμένος στις τάξεις του τουρκικού στρατού». Όταν άρχισε η οικογένειά μου να αναζητεί λύση για την επιστροφή μου στο σπίτι, κι όταν άρχισα να δηλώνω αντίθετος με τον πόλεμο, οι Δυνάμεις Ασφαλείας τους προειδοποίησαν λέγοντας: «Έχουμε ερευνήσει την οικογένειά σας και ξέρουμε ότι είστε Έλληνες. Αν συνεχίσετε να αναζητείτε τρόπους για την επιστροφή του γιου σας, θα έχετε προβλήματα».Αν πέθαινα, θα παρέμενα Τούρκος. Όταν όμως η οικογένειά μου αναζητούσε τρόπους επιστροφής μου και άρχισε να ενοχλεί το κράτος, τότε ανακάλυψαν ότι είμαι «Έλληνας». Όταν επέστρεψα στο σπίτι μου, μετά από αιχμαλωσία δύο ετών και τριών μηνών, και όταν άρχισα να κάνω δηλώσεις εναντίον του πολέμου, βασανίστηκα και καταδικάστηκα, μένοντας σε στρατιωτική φυλακή για 3,5 μήνες. Μετά τη φυλακή ξαναπήγα στο στρατό και υπηρέτησα και πάλι σε μονάδα καταδρομών.
Όταν επέστρεψα στο σπίτι μου μετά το τέλος της θητείας μου, από όποια δουλειά κι αν δούλεψα εκδιώχτηκα κατόπιν εντολών των… αρμόδιων Αρχών, οι οποίες εισέβαλαν στο σπίτι μου αλλεπάλληλες φορές.
Όταν συνήλθα, δεν είδα κανέναν δίπλα μου. Το όπλο μου, ένα G3, ήταν δίπλα μου, αλλά δεν δούλευε. Έλεγξα τις χειροβομβίδες μου, εκείνες ήταν εντάξει. Τραβήχτηκα σε μια γωνιά και διαπίστωσα μέσα στο σκοτάδι ότι το δεξί μου πόδι είχε κομματιαστεί. Έβγαλα τη φανέλα μου και έδεσα όπως μπορούσα το πόδι μου. Ξεκουράστηκα και περίμενα τους στρατιώτες. Κάποια στιγμή, επειδή υπήρχε περίπτωση να αιχμαλωτιστώ, έσπασα το όπλο μου στα βράχια, για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Ετοίμασα τις χειροβομβίδες, αν έρχονταν οι αντάρτες θα τις απελευθέρωνα και θα έπαιρνα όσους μπορούσα μαζί μου στον άλλο κόσμο.
Εμείς όταν πιάναμε αιχμαλώτους αντάρτες, αν δεν μας έδιναν χρήσιμες πληροφορίες, τους σκοτώναμε αμέσως. Είδα με τα μάτια μου στρατιώτες να σκοτώνουν αιχμαλώτους και να κομματιάζουν τα πτώματά τους. Κάποια στιγμή, όταν είδα μια τέτοια σκηνή, πήγα και έκανα εμετό. Τότε ήλθε ο λοχίας και μου είπε: «Εσύ είσαι άντρας, είσαι Τούρκος! Γιατί φοβάσαι, γιατί κάνεις εμετό;». Έκαναν βασανιστήρια ακόμα και στα πτώματα, για να μας κάνουν να χάσουμε κάθε αίσθηση και να σκεφτόμαστε μόνο τον πόλεμο. Με άλλα λόγια, όταν έπεφτε στα χέρια τους ένας αντάρτης, αν δεν γινόταν προδότης, τον σκότωναν στη στιγμή.