Του Κωνσταντίνου Γρίβα Δρ Γεωπολιτικής Με την μεγάλη μάχη του Παγκοσμίου Κυπέλου, το Μουντιάλ, που ξεκίνησε στη Βραζιλία, να θυμηθού...
Του Κωνσταντίνου Γρίβα
Δρ Γεωπολιτικής
Με την μεγάλη μάχη του Παγκοσμίου Κυπέλου, το Μουντιάλ, που ξεκίνησε στη Βραζιλία, να θυμηθούμε ότι στην ιστορία της ανθρωπότητας υπάρχει και ένας πόλεμος που αναφέρεται ως «ο Πόλεμος του Ποδοσφαίρου»!
Και αυτό καθώς κάποιες φορές, οι μάχες για το ποδόσφαιρο δεν περιορίζονται στους αγωνιστικούς χώρους και ούτε είναι αναίμακτες.
Και
δεν αναφερόμαστε φυσικά στα επεισόδια των φανατικών οπαδών μέσα ή έξω
από το γήπεδο. Μερικές φορές οι ποδοσφαιριστές παραχωρούν τη θέση τους
στους στρατιώτες. Έτσι έγινε και με τον διάσημο «Πόλεμο του
Ποδοσφαίρου», τον Ιούλιο του 1969 μεταξύ Ελ Σαλβαδόρ και Ονδούρας στην
Κεντρική Αμερική.
Δρ Γεωπολιτικής
Με την μεγάλη μάχη του Παγκοσμίου Κυπέλου, το Μουντιάλ, που ξεκίνησε στη Βραζιλία, να θυμηθούμε ότι στην ιστορία της ανθρωπότητας υπάρχει και ένας πόλεμος που αναφέρεται ως «ο Πόλεμος του Ποδοσφαίρου»!
Και αυτό καθώς κάποιες φορές, οι μάχες για το ποδόσφαιρο δεν περιορίζονται στους αγωνιστικούς χώρους και ούτε είναι αναίμακτες.
Στις 26 Ιουνίου του 1969, λοιπόν, μετά από έναν κρίσιμο αγώνα για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλου, όπου το Σαλβαδόρ νίκησε 3 – 2 στην παράταση, το Ελ Σαλβαδόρ διέκοψε τις διπλωματικές του σχέσεις με την Ονδούρα και στις 14 Ιουλίου της επιτέθηκε ξεκινώντας έναν σύντομο αλλά αιματηρό πόλεμο!
Περί τις 3.000 άνθρωποι, στρατιώτες και πολίτες, από τις δύο χώρες βρήκαν τον θάνατο, ενώ κάποιες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό αυτό στις 6.000. Την πολεμική αυτή αναμέτρηση κάλυψε δημοσιογραφικά ο διάσημος Πολωνός πολεμικός ανταποκριτής Ρίζαρντ Καπουζίνσκι.
Κυνήγι μέχρι τα σύνορα!
Ο αγώνας αυτός ήταν ο 3ος στην σειρά, μιας και στον πρώτο, στις 8 Ιουνίου 1969, η Ονδούρα είχε νικήσει στην έδρα της, στην πρωτεύουσα της χώρας Τεγκουσιγκάλπα, το Σαλβαδόρ 1-0, ενώ στον δεύτερο, στις 15 Ιουνίου, είχε χάσει από το Ελ Σαλβαδόρ στην έδρα του με 3 – 0. Δεν μετρούσε η διαφορά στο σκορ και έπρεπε να διεξαχθεί ένας τρίτος αγώνας, ο οποίος έγινε σε ουδέτερο έδαφος, στην Πόλη του Μεξικού και εκεί, όπως είπαμε, το Σαλβαδόρ νίκησε 3 – 2.
Όμως, στους προηγούμενους αγώνες είχαν γίνει μεγάλα επεισόδια, ενώ ο τύπος των δύο χωρών, κυρίως του Σαλβαδόρ, είχε δημιουργήσει ατμόσφαιρα πολέμου με εμπρηστικά άρθρα. Στον δεύτερο αγώνα, η αποστολή της Ονδούρας κυνηγήθηκε σχεδόν μέχρι τα σύνορα των δύο χωρών από εξαγριωμένους οπαδούς του Σαλβαδόρ.
Στο μεταξύ, στην Ονδούρα ζούσαν και εργάζονταν εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες από το Σαλβαδόρ, οι οποίοι έγιναν στόχος βίαιων επιθέσεων από τους κατοίκους της Ονδούρας και η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο.
Πολλά τα προβλήματα μεταξύ τους
Βεβαίως θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα προβλήματα μεταξύ των δύο χωρών ήταν πολλά και μεγάλα και το θέμα του ποδοσφαίρου ήταν απλά η αφορμή για το ξέσπασμα του πολέμου. Το γεγονός όμως παραμένει ότι η πολεμική αναμέτρηση αυτή πέρασε στην ιστορία ως «Ο Πόλεμος του Ποδοσφαίρου».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πόλεμος του Ποδοσφαίρου θα μπορούσε να ήταν ένα από τα πιο διάσημα συμβάντα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, αν δεν είχε επισκιαστεί από το κοσμοϊστορικό γεγονός της πρώτης αποστολής στη Σελήνη, με τον Νιλ Άρμστρονγκ και τον Μπαζ Ώλντριν να πατάνε το έδαφος του δορυφόρου της Γης στις 20 Ιουλίου του1969.
Διακρατική βία και ποδόσφαιρο
Ο πόλεμος αυτός αποτέλεσε την πιο ακραία έκφραση της σύνδεσης διακρατικής βίας και ποδοσφαίρου.
Ωστόσο δεν είναι η μοναδική.
Πολλές φορές ποδοσφαιρικοί αγώνες έχουν χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο πολεμικών αναμετρήσεων ή συμπλήρωμα πολεμικών αναμετρήσεων, με πιθανώς πιο διάσημη περίπτωση αυτή του αγώνα Αργεντινής – Αγγλίας, μετά τον πόλεμο των Φόκλαντ.
Αποσβεστήρας ή πυροκροτητής;
Και εδώ τίθεται το ερώτημα για την ποδοσφαιρική μάχη: ΗΠΙΟ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΕΩΝ Ή ΓΕΝΝΗΤΡΙΑ ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΤΑΣΕΩΝ;
Οι απόψεις διίστανται αναφορικά με το κατά πόσον το ποδόσφαιρο μπορεί να λειτουργήσει ως αποσβεστήρας κραδασμών μεταξύ κρατών που βρίσκονται σε κακές σχέσεις μεταξύ τους, εκτονώνοντας στο γήπεδο της ένταση που θα μπορούσε να εκτονωθεί στο πεδίο της μάχης, ή αντιθέτως αποτελεί τον πυροκροτητή πολεμικών συγκρούσεων, φουντώνοντας τα πάθη.
Νομίζω ότι η συζήτηση αυτή είναι άσκοπη. Και αυτό, πολύ απλά, γιατί το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να ερμηνευτεί και αξιολογηθεί σαν ένας παράγων διαμόρφωσης της διεθνούς πολιτικής γιατί είναι κάτι πολύ περισσότερο.
Εξαίρεση οι ιδιόρρυθμες ΗΠΑ
Δεν είναι απλώς και μόνο ο βασιλιάς των σπορ αλλά ένα τεράστιας απήχησης και βάθους γνήσιο λαϊκό φαινόμενο, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, με (ως τώρα) εξαίρεση τις ιδιόρρυθμες Ηνωμένες Πολιτείες. Αποτελεί κομμάτι της ψυχής όλων του λαών του πλανήτη και κατά συνέπεια δεν μπορεί να μπει σε καλούπια όσον αφορά τον διεθνοπολιτικό του ρόλο, ούτε φυσικά να κατηγορηθεί σαν υπεύθυνο για συγκρούσεις, οι οποίες πάντοτε οφείλονται σε πολύπλοκα και σύνθετα πλέγματα αιτίων.
Επίσης, κατά την άποψη του γράφοντος, λανθασμένες είναι και οι διάφορες απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες πολλά καθεστώτα χρησιμοποιούν το ποδόσφαιρο για να αποκοιμίζουν τις μάζες.
Στην πραγματικότητα, το ποδόσφαιρο είναι τόσο βαθιά ριζωμένο στη λαϊκή ψυχή που οποιαδήποτε θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι επεβλήθη εκ των άνω στα πλατιά λαϊκά στρώματα, με σκοπό τη χειραγώγησή τους, είναι απλά εκτός πραγματικότητας.
Έκφραση ταξικών και εθνικών κινημάτων
Φυσικά, αυταρχικά καθεστώτα έχουν εκμεταλλευτεί κατά καιρούς ποδοσφαιρικές επιτυχίες εθνικών ομάδων ή συλλόγων για να ενισχύσουν τη δημοτικότητά τους. Αλλά μέχρις εκεί.
Από την άλλη, ταξικά και εθνικά κινήματα ανά τον κόσμο έχουν βρει πολλές φορές την έκφρασή τους σε μια ομάδα και έχουν ταυτιστεί με αυτήν. Κατά την άποψη του γράφοντος, η δαιμονοποίηση του ποδοσφαίρου δεν είναι παρά η ταξική απέχθεια που εκδηλώνουν οι ηγεμονικές ελίτ έναντι των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία είναι ταυτισμένα ψυχή τε και σώματι με «την μπάλα».