Οι στρατηγικές επιλογές για ισχυρή αμυντική ικανότητα της Ελλάδας Του Ανδρέα Γερολυμάτου Στο μέσον της οικονομικής κρίσης και μια...
Του Ανδρέα
Γερολυμάτου
Στο μέσον της οικονομικής κρίσης και μιας κρίσιμης εκλογικής
αναμέτρησης, οι προβληματισμοί για τις στρατηγικές επιλογές της Ελλάδας
ίσως να μη συνιστούν προτεραιότητα. Ωστόσο, η εθνική ασφάλεια προέχει
και δεν μπορούμε να την παραβλέψουμε. Αλλωστε, κάθε χρόνο το 4,8% του
ελληνικού ΑΕΠ, 14 δισ. δολάρια, ξοδεύονται για αμυντικούς σκοπούς.
Στις Ενοπλες Δυνάμεις περιλαμβάνονται 116.000 άνδρες και γυναίκες
του Στρατού, υποστηριζόμενοι από 1.723 άρματα μάχης. Στην Πολεμική
Αεροπορία υπηρετούν 33.000 άνδρες και γυναίκες, με ενεργό στόλο 295
αεροσκαφών, η ραχοκοκαλιά του οποίου συνίσταται σε 156
μαχητικά-βομβαρδιστικά F-16 συν 44 Mirage 2000. Η ισχύς του Πολεμικού
Ναυτικού εστιάζεται σε 14 φρεγάτες ανοικτής θαλάσσης. Χρειάζεται άραγε η
Ελλάδα ποντοπόρα σκάφη ενώ αντιμετωπίζει πρωτίστως την τουρκική απειλή
στο Αιγαίο; Μάλλον ναι, αν θέλουμε να είμαστε σε θέση να υπερασπισθούμε
την Κύπρο. Για τον σκοπό αυτό θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν
μεγαλύτερες και ενδεχομένως λιγότερες ναυτικές μονάδες με ενισχυμένη
δυνατότητα «αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής».
Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Ελλάδα επιβάλλεται να διαθέτει αμυντική
ικανότητα και να είναι σε θέση να μετέχει στις αποστολές του ΝΑΤΟ. Οι
Ελληνες λίγο ενδιαφέρονται γι' αυτές τις αποστολές, δεν βλέπουν να
συντρέχει λόγος για περιπέτειες στο εξωτερικό. Τους διαφεύγει ότι η
συλλογική άμυνα συνιστά τον πυρήνα του δόγματος της Ατλαντικής Συμμαχίας
και παράλληλα το κλειδί της ελληνικής ασφάλειας.
Τον μείζονα κίνδυνο για την ελληνική ασφάλεια συνιστά η Τουρκία.
Για τον λόγο αυτό, κύριο βραχίονα της ελληνικής άμυνας πρέπει να
αποτελεί μια πολύ ισχυρή Αεροπορία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική
Πολεμική Αεροπορία οφείλει να διαθέτει αριθμητική ισοπαλία με τα 485
τουρκικά μαχητικά αεροπλάνα. Αλλά η Ελλάδα οφείλει να διαθέτει ικανό
αριθμό σύγχρονων μαχητικών, ώστε να μπορεί να καταφέρει ισχυρό πλήγμα
στις τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις και στη βιομηχανική υποδομή της
Τουρκίας.
Εάν υποθέσουμε ότι ξεσπά ελληνοτουρκική σύρραξη, οι μάχες μάλλον θα
περιορισθούν είτε σε κάποια νησιά του Αιγαίου και στη Θράκη είτε στην
Κύπρο. Η συντριπτική τουρκική υπεροπλία (η Τουρκία διαθέτει 666.000
στρατό και παρατάσσει 3.759 άρματα μάχης) προδικάζει τουρκική επικράτηση
σ' έναν τελειωτικό πόλεμο. Αλλά ακριβώς η ελληνική στρατηγική πρέπει να
διασφαλίζει ότι θα πρόκειται για πύρρειο νίκη. Ενα ελληνικό στρατηγικό
δόγμα που θα εστιάζει στην αποδιάρθρωση της τουρκικής βιομηχανίας μπορεί
να λειτουργήσει ως ισχυρή αποτροπή. Η νεότευκτη τουρκική ευημερία
εδράζεται στο βιομηχανικό της δυναμικό. Αν αυτό πληγεί, το οικονομικό
θαύμα της Τουρκίας θ' αποτεφρωθεί.
Κατά συνέπεια, η Ελλάδα έχει ανάγκη από περισσότερα μαχητικά
αεροπλάνα, πιο ολιγάριθμο Πολεμικό Ναυτικό, πολύ μεγαλύτερη ακτοφυλακή
και επαγγελματικό στρατό βασισμένο σε 2-3 τεθωρακισμένες ταξιαρχίες και
σε συστοιχίες πυραύλων εδάφους-εδάφους, καθώς και ποικίλες ειδικές
δυνάμεις και τεχνικές μονάδες. Η υφιστάμενη ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών και
καταδρομέων που σήμερα αριθμεί περί τις 3.200-3.500 άνδρες, η Διοίκηση
Υποβρυχίων Καταστροφών και το 31ο Σμήνος Ειδικών Αποστολών πρέπει να
ενισχυθούν και να είναι διαθέσιμα για αποστολές του ΝΑΤΟ εκτός Ελλάδος.
Αυτό θα επιτρέψει τη μεταμόρφωση της Ελλάδας σε ενεργό μέλος της
Συμμαχίας, αντί της σημερινής παθητικής της συμμετοχής.
Η τρέχουσα συμμαχία με το Ισραήλ αποτελεί άλλο ένα στάδιο ενεργού
ελληνικής συμμετοχής σε συλλογικό αμυντικό σχήμα που αυξάνει τη
δυνατότητα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ν' αποκρούσουν και να πλήξουν
την Τουρκία. Η ισραηλινή Αεροπορία παρατάσσει 400 F-16 και F-15, από τα
οποία τα 58 είναι μαχητικά αεροπορικής υπεροχής που μπορούν να
εξουδετερώσουν οιοδήποτε οπλικό σύστημα διαθέτει η Τουρκία. Στην
πραγματικότητα, αναβαθμισμένη ελληνική Πολεμική Αεροπορία σε συνεργασία
με την ισραηλινή θα μπορούσε να διαλύσει την αεροπορική ισχύ της
Τουρκίας, να καταστρέψει το Ναυτικό και τον Στρατό της, καθώς και ικανό
τμήμα της βιομηχανίας της στις δυο πρώτες μέρες του πολέμου.
Η μόνη δυσχέρεια για αυτές τις προοπτικές έγκειται στα χρήματα. Η
Ελλάδα, στο χείλος της χρεοκοπίας, δεν έχει τα απαιτούμενα κεφάλαια για
την αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων - και μάλλον θα υποχρεωθεί να τις
ελαττώσει δραστικά. Σε τελευταία ανάλυση, η δημοσιονομική βιωσιμότητα
είναι το θεμέλιο της εθνικής ασφάλειας. Για να την κατοχυρώσει η Ελλάδα
έχει δύο δύσκολους δρόμους:
Ο ένας είναι να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ και να υποκύψει στον πειρασμό
των Σειρήνων, εν προκειμένω στις προσφορές φθηνού δανεισμού από τον κ.
Πούτιν, με αντάλλαγμα ναυτικές βάσεις.
Ο άλλος δρόμος έγκειται στην αξιοποίηση του ορυκτού και ενεργειακού
της πλούτου και στη δημιουργία πρωτογενούς ανάπτυξης που δεν θα είναι
στο έλεος φιλοδωρημάτων ή του τουρισμού. Η Ελλάδα διαθέτει σημαντικά
αποθέματα χρυσού, ενδεχομένως πετρελαίου και φυσικού αερίου, που μπορούν
να διασώσουν την οικονομία. Αυτά τα εθνικά περιουσιακά στοιχεία πρέπει
να ξεφύγουν από τη διαχείριση εγχώριων πολιτικών που τα προσεγγίζουν με
γνώμονα το ίδιον όφελος και τη διαπλοκή με σκοτεινούς επιχειρηματικούς
κύκλους.
O Ανδρέας Γερολυμάτος είναι καθηγητής και διευθυντής του Κέντρου
Ελληνικών Σπουδών Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος στο Βανκούβερ του Καναδά