του Αναστασίου Φαραντάτου, Σχη εα<55 ετών Από τα προσχολικά ακόμη χρόνια έχουμε όλοι μας αναμνήσεις από την παρέλαση της ...
Σχη εα<55 ετών
Από τα προσχολικά ακόμη χρόνια
έχουμε όλοι μας αναμνήσεις από την παρέλαση της 25ης Μαρτίου.
Πάντοτε
τέτοια μέρα μου έρχονται οι εικόνες των μικρών παιδιών. Άλλα καθισμένα στους
ώμους του πατέρα, που προσπαθούσαν πίσω από το πλήθος να δουν τα περελαύνοντα
τμήματα. Πολλά τα οδηγούσε η μητέρα από το χέρι και τα έσπρωχνε ανάλαφρα...
να
βγουν μπροστά από τους όρθιους συμπολίτες μας για να σταθούν πρώτα στο
διαχωριστικό κορδόνι. Θυμάμαι τον παππού με τα εγγονάκια κρατώντας σημαιάκια
στα χέρια, που έτρεχαν να δουν την παρέλαση.
Όλοι
οι Έλληνες χαμογελαστοί συνέρεαν να δουν και να καμαρώσουν το γιο, τον φίλο,
τον αδελφό, τον μπαμπά που παρελαύνει και πάντοτε ο αττικός ήλιος ζέσταινε
τέτοια μέρα τις καρδιές μας. Ζήτω οι ήρωες του ΄21. Ζήτω η 25η Μαρτίου. Όλοι
οι Έλληνες υπερήφανοι, μια ψυχή, μια
πνοή.
Η
σημερινή επέτειος ήταν διαφορετική. Όσο και να προσπάθησαν οι αρμόδιοι να μας
πείσουν ότι «το μήνυμα του αγώνα του ’21 μας δίνει δύναμη για να αγωνιστούμε
και να βγούμε από την οικονομική κρίση» δεν το πέτυχαν. Σήμερα δεν είδαμε χαμόγελα. Δεν είδαμε τα μικρά
παιδιά. Σήμερα είδαμε ΑΥΤΟΥΣ
περιχαρακωμένους από ασφυκτικά μέτρα ασφαλείας και ΕΜΑΣ με την θλίψη στα μάτια
και με τη μόνιμη σκέψη «Δύσμοιρη Πατρίδα πώς σε καταντήσανε;»
Συνηθίζεται
αυτές τις ημέρες να γράφουμε για τη δόξα των προγόνων μας, για το δικό μας
χρέος, για την ισχυρή Ελλάδα….όμως η σημερινή συγκυρία οδηγεί το νου μου σε
άλλο μονοπάτι…το μονοπάτι της σιωπής…
Αντί
αφιερώματος στη σημερινή εθνική επέτειο έκρινα σκόπιμο και χρήσιμο να αφήσω τον
εθνάρχη μας Θεόδωρο Κολοκοτρώνη να μας παρασύρει με το λόγο του. Κάπου εκεί,
από όσα μας εξιστορεί, βρισκόμαστε σήμερα και εμείς. Είναι τέτοια η ομοιότητα του τότε και του τώρα, που δεν μπορεί καμία
παρέλαση να διώξει την πικρία και την αγανάκτηση.
Μας αφηγείται λοιπόν ο Γέρος του Μωριά:
«Αι επαρχίαις ετοίμαζον τους Πληρεξουσίους διά την Β΄Συνέλευσιν. Τους
έγραφα να έλθουν να γίνη η Συνέλευσις εις το Ναύπλιον. Το κόμμα των Αρχόντων
δεν ήθελε να έλθει εκεί, πρώτο διότι ήταν φρούριο και δεύτερο διότι το είχα
εγώ. Άφησα τον Κολοιόπουλο φρούραρχο και επέρασα εις την Τριπολιτζά, αντάμωσα την Γερουσία και τον Μαυρομιχάλη,
εκάμαμε συμφωνία διά να βαστάξωμε εις την Συνέλευσι την Γερουσία και να μείνη η
Αρχιστρατηγία. Ωρκωθήκαμε διά να βαστάξωμεν την
σειράν. Τέλος πάντων αποφασίσθη εις το Άστρος να γίνη η Συνέλευσις.
Εσυνάχθηκαν μέρος. Εκεί έγραψαν εις στον Μαυρομιχάλη
τάζοντές του να τον κάμουν πρόεδρον φθάνη να υπάγη εκεί. Ο Μαυρομιχάλης
ελησμόνησε τους όρκους μας και επήγε, τόσον και ο Παπά Φλέσας και λοιποί.
Εσηκώθηκα και εγώ και επήγα εις το Άστρος, εκεί είμεθα χωρισμένοι φανερά δύο
κόμματα, το ένα ελέγετο των Προεστών και το άλλο του Κολοκοτρώνη. Των προεστών
ήτον οι περισσότεροι, ήτον 150 Πληρεξούσιοι και 6,000 στρατιώτες (Απρίλ. 1823).
Εγώ είχα τον Οδυσσέα, τον Μούρτζινο και άλλους 40 Πληρεξουσίους με 800. Αυτοί έφεραν στρατιώτας για να υποστηρίξουν
την γνώμην τους με την δύναμιν και εγώ με την δύναμιν εγύρευα να τους ανατρέψω
την γνώμην. Εμείς εκαθήμεθα εις τα Μελεγίτικα κονάκι και εκείνοι εις τα
Αγια-νήτικα, μια τουφεκιά μακρυά. Εκείνοι έκαμναν συνεδρίασιν και ημείς δεν
επηγαίναμε. Αυτοί ήθελαν και εψήφισαν να γίνουν 50 Στρατηγοί και 150 Βουλευταί.
Αυτή η πολυαρχία δεν με άρεζε εμένα διατί ο πολύς αριθμός ήθελε μας ΄χασει
καθώς και μας έχασε. Εψήφισαν τόσους Στρατηγούς διατί ενόμισαν να γκρεμίσουν με
τούτο την επιρροήν την εδικήν μου. Εψήφισαν να εκποιήσουν την γην, με σκοπόν να βγάλουν ό,τι
είχαν εξοδεύσει όσα ήθελαν και να αποζημιωθούν εις γην και να αφήσουν τον λαόν
γυμνόν και απ’ αυτήν την ελπίδα γης. Τότε ο λαός εγύρισε με την γνώμην την
εδικήν μου. Αυτοί σαν είδαν την κακήν εντύπωσιν οπού έκαμεν η εκποίησις,
εβιάσθηκαν να το σβύσουν αυτό το άρθρον. Αυτοί άρχισαν να κολακεύουν τους
φίλους μου και του έπερναν έναν έναν με το μέρος των. Με
επροσκάλεσαν να υπάγω. Επήγα εις ένα περιβόλι οπού έκαμναν την Συνέλευσιν και άρχισα να τους ειπώ: Σεβαστή Συνέλευσις
δεν είναι καλά αυτά τα ψηφίσματα οπού εκάματε, να ήναι
τόσο πολλοί Βουλευταί και τόσο πολλοί στρατηγοί, διατί θα μας φέρουν τόσα έξοδα
και τόσαις ζημίαις, διότι το έθνος μας είναι πτωχό και δεν ημπορεί να πληρώση
τόσους πολιτικούς και πολεμικούς ανωφελείς.
Ο Ζαΐμης εσηκώθηκε τότε και λέγει: Κολοκοτρώνη!
Κολοκοτρώνη! εις το χέρι σου στέκεται να χαθή η Ελλάς ή να ελευθερωθή αν ενωθής
μαζύ μας. Τον ερώτησα τρεις φοραίς «εγώ Κυρ Ανδρέα;» με απεκρίθηκε, εσύ!
Έτζι επήγα και εγώ και υπέγραψα λέγωντας: ας
όψεσθε διά εκείνα οπού οα ακολουθήσουν κακά εις την Πατρίδα μας διά την
πολυαρχία.- Είχαν ψηφίσει πρόεδρον του εκτελεστικού τον Μαυρομιχάλη, μέλη,
τον Ανδρέα Ζαΐμη, Σωτήρη Χαραλάμπη, Ανδρέα Μεταξά και Αρχιγραμματέα τον
Μαυροκορδάτο. Είχαν ψήφισμα να μη
βάλλουν άλλον εις την δούλευσιν κανέναν από τους νεοφερμένους από την Ευρώπη
παρά μόνον τους αυτόχθονας. Ο Παπά Φλέσας, Μινίστρος των Εσωτερικών,
Βάρβογλης Μινίστρος του Δικαίου, Περραιβός, Αναγνωσταράς Μινίστροι του Πολέμου,
τον Αινιάν Μινίστρο της Αστυνομίας, Περούκα Μινίστρο της Οικονομίας. Ο
Αρχιγραμματεύς του εκτελεστικού είχε και τα χρέη του εξωτερικού. Τότε
επροβάλαμε τον Γ. Κουντουριώτη Πρόεδρον και το εδέχθη, Πρόεδρο του Βουλευτικού
τον Ορλάνδο, αντιπρόεδρο τον Βρυσθένης και ετελείωσε η Συνέλευσις, αφού
υπόγραψα εγώ και οι εδικοί μου. Επήγαμε εις την Τριπολιτζά, εκεί έκαμαν διαταγή
Βουλευτικό και Εκτελεστικό και εδιώρισαν τον Πάνο φρούραρχον του Ναυπλίου και
εβγήκε ο Κολοιόπουλος. εις τρεις ημέρας έβαζον όλους εδικούς τους και εκατάτρεχαν
τους ‘δικούς μας. Επήρα τον Νέγρι. Εβγαίνομε εις την Σιλήμνα και
κάνομε νόμους. Αυτοί έμειναν μονάχοι εις την Τριπολιτζά. Ο σκοπός μας ήτον να
στείλωμεν ανθρώπους εις τας επαρχίας να οικονομούν τους στρατιώτας και εμείς να
κινήσωμεν κατά των Τούρκων και να μη γνωρίζωμε την Κυβέρνησι. Αυτοί είδαν την
αδυναμίαν τους, έκαμαν Συμβούλιον, έκραξαν
τον Κυρ Αναγνώστη Δελιγιάννη ως Μεσίτη, διά να δεχθώ τας προτάσεις των. Ο
Υψηλάντης ήτον με ημάς. Η γνώμη τους ήτον να με βάλουν Αντιπρόεδρο του
εκτελεστικού διά να έβγω από τα άρματα, να με αδυνατίσουν. Έστειλαν
πρέσβεις, με ευρήκαν εις την Πιάνα. Έπειτα από πολλάς δυσκολίας έρχονται,
επέστρεψα εις την Τριπολιτζά.-
1823.
Απρίλιος, στοχάζομαι, Άστρος.
Εις
την Συνέλευσιν έγεινεν Πρόεδρος ο Μαυρομιχάλης του Εκτελεστικού, ο Ζαΐμης στο εκτελεστικό,
ο Σωτήρ Χαραλάμπης ο Ανδρέας Μεταξάς. Αρχιγραμματεύς και Εξωτερικών ο
Μαυροκορδάτος. Εις το Βουλευτικόν Ορλάνδος και Αντιπρόεδρος ο Βρυσθένης και 70
Βουλευτικοί. Εκάμαμεν τον όρκον εις το Άστρος και εκινήσαμεν διά την
Τριπολιτζάν. Μινίστρος της Δικαιοσύνης ο Μπάρμπογλους, Μινίστρος Εσωτερικών ο
Παπά Φλέσας, της Αστυνομίας ο Γ. Αινιάν, Μινίστρος του Πολέμου ο Αναγνωσταράς
και ο Περραιβός, ο ένας διά την Ρούμελην και ο άλλος διά την Πελοπόννησον. Πηγαινάμενοι εις
την Τριπολιτζάν αρχήνησαν της ραδιουργίαις, ότι ήθελαν να βάλουν από το μέρος
τους εις όλα τα υπουργήματα, πολιτικά και στρατιωτικά, από τους συγγενείς τους.
Εκάμαμεν την Συνέλευσιν διά όλην την Ελλάδα και εκείνοι το καταμέρισαν εις την
συγγένειαν και εις τα κόμματα. Επήγα ο ίδιος μια βολά και τους είπα τι είναι
αυτό που κάνουνε οι Μινίστροι, ό,τι σας προβάλλουν κάνετε. Η Συνέλευσις σας
ώρκωσε να τηράτε του έθνους την υπόθεσι και να βάλλετε εις τα υπουργήματα από
όλους να δουλεύουν την Πατρίδα και να πορεύωνται και εκείνοι εις την δυστυχίαν
και εγώ βλέπω τους Υπουργούς να κάνουνε κατά μέρος και έτζι διαιρούνται και οι
πολιτικοί, διαιρούνται και τα άρματα.
Μου
απεκρίθηκαν «και αφτούνο το διορθόνομε» με λόγο και με έργον ήτον η γνώμη των να βάλουν από τους εδικούς των και εγώ να
αδυνατήσω. Βλέποντας εγώ το πράγμα όσον επήγαινε τόσο χειρότερα, ωμίλησα
και κάμαμε Συνέλευσι.
Στην
Συνέλευσιν έγεινε ψήφισμα ότι να μη βάλουν άλλους ξένους, ειμή τον Μαυροκορδάτον
διά τα Εξωτερικά. Αρχήνησαν και έβαλλαν φιλικώς και εκείνα που υπογράψαμεν τα
αλησμόνησαν. Τότενες σαν έκαμα Συνέλευσι, είπαμε, τι είναι ετούτο που
γίνεται, πατριώτες: Άλλα υπογράψαμε και άλλα βλέπομεν να κάνουν. Ημείς είπαμεν
ότι πολιτικώς και στρατιωτικώς να εκλέγουν τους αξίους και εκείνοι να ομιλούν
όλοι συμφώνως και έτζι να τους διορίζουν και αυτοί το εναντίον. Τότε εκίνησα το μεσημέρι και επήγα εις ένα χωριό απ’
έξω από την Τριπολιτζά μιά ώρα και είχαμε και τον Νέγρη (το χωριό Σιλλίμνα), ο
Υψηλάντης ήτον. Οι Βουλευταί πλειότεροι ήλθαν. Αποφασίσαμε και εκάμαμε ένα νόμο να μην ακούωμεν τας διαταγάς. Και
όσοι είμεθα στρατιωτικοί να πάμε κατά τους Τούρκους. Όσοι πολιτικοί να μας
προβλέπουν από τροφάς να γλυτώσωμεν την Πατρίδα μας και εκείνοι ας κάθωνται.
Βλέποντας την πανουργίαν οπού είχαν δια να με εξοντώσουν, εκείνοι με
εδυνάμωσαν-Τότε άρχησαν καινούργιο σχέδιο και βάνουν μεσίτας και τον Αναγνώστη
τον Δελιγιάννη, που εκράταε τον μέσον όρο, να ιδή ποίος στέλνει τον διδάσκαλον
τον Θεόδωρον και τον Γιάννην Ράγκον να
έλθουν να μου ειπούν να γυρίσω οπίσω, να μη χαλάση η Κυβέρνησις και έμβα και συ
Αντιπρόεδρος. Παρακούοντας ο Αναγνώστης ο Δελιγιάννης και διά να μη γίνη
εμφύλιος πόλεμος εγύρισα να ιδώ τι θα γίνει και από τούτην την
Κυβέρνησι. Έτζι επήγα εις το Εκτελεστικό. Την πρώτην ημέρα που επήγα
εχαιρέτησα τον Μαυρομιχάλη και λοιπούς και μου αποκρίθηκε ο Πετρόμπεης ότι, ως πότε θα χορεύης
Κολοκοτρώνη; και του είπα, όσο τραγουδάτε σεις χορεύω εγώ. Παύτε τα τραγούδια
και παύω τον χορόν.
Ακολουθούσαμε
το έργον της Κυβερνήσεως. Ο Αρχιγραμματέας μας βάνει τον Περραιβόν και τον
Αινιάν να κάμουν μίαν εταιρία διά την Αττικήν και Εύβοιαν, ότι να έλθουν εδώ να
κάμουν άλλο Γκουβέρνο. Κάνουν ένα μήνα Συνέλευσιν μυστικώς. Κάνουν δεκατέσσερα
κεφάλαια, τα οποία δεν τα ενθυμούμαι και υπογραφθήκανε πολλοί και οι δύο
Μινίστροι, ο ένας της Αστυνομίας και ο Περραιβός και άλλοι οπού έκαναν το
μιστικοσυμβούλιο: να το υπογράψωμεν και ημείς. Τότες το επήρε ο Μαυροκορδάτος
να το διαβάση, ως Αρχιγραμματέας. Αρχήνησε
και εδιάβασε το πρώτον κεφάλαιον, αργά. Το δεύτερο
κεφάλαιο, που είχε την δύναμι, το εδιάβασε ογλίγορα, διά να μη καταλάβωμε τίποτες.
Του λέγω εγώ: για διάβασε αυτό το κεφάλαιο να μας το εξηγήσης καλά, να ιδούμε
τι είναι. Το εκατάλαβα ότι εμούδιασε-το εδιάβασε τζάτρα-πάτρα-,διάβασε και το
τρίτο κεφάλαιο-το εδιάβασε, το ετελείωσε. Τελειώνοντας τα κεφάλαια, έγραφαν ότι
όλα τα κεφάλαια να αλλάξουν, αν ανάγκη, όχι ποτέ το
δεύτερο να μη εγγιχθή (είχαν και τσεκούρι μέσα). Εγώ εμβήκα σε υποψία.
Ακαρτερώ να ομιλήσοπυν ο Πρόεδρος και οι σύντροφοί μου. Δεν ωμίλησε κανείς. Τότε επετάχθηκα εγώ και λέω: Κύριε Αινιάν, συ
είσαι Μινίστρος, αυτά τα γράμματα-ξεύρω που μαζώνεστε τριάντα ημέραις….διατί
δεν ειδοποιούσατε την Κυβέρνησι; και τα φέρετε τώρα να υπογραφτούμε. Δεν είσαι
άξιος της Αστυνομίας, κόπιασε στο καλό-και τα γράμματα εκείνα τα εκρατήσαμε. Το
ίδιο έκαμα και του Περραιβού. Δεν επέρασε και εκεί η
ραδιουργία τους».
Που είναι ένας Κολοκοτρώνης σήμερα; .... Χρόνια Πολλά και Καλή Λευτεριά.