ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ, κ. ΠΑΝΟΥ ΜΠΕΓΛΙΤΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΑΜΥΝΑΣ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ...
ΔΗΛΩΣΕΙΣ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ, κ. ΠΑΝΟΥ ΜΠΕΓΛΙΤΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΑΜΥΝΑΣ
ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ-ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΝΑΤΟ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤ’ ΙΔΙΑΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΜΟΔΙΟ ΓΙΑ
ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΟ ΤΗΣ Ε.Ε., ΧΟΑΚΙΝ ΑΛΜΟΥΝΙΑ
Για το ζήτημα των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά και τη συνάντηση με τον κ.
Αλμούνια:
Ζήτησα να συναντηθώ με τον κ. Αλμούνια, για να
συζητήσουμε το θέμα των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά. Όπως γνωρίζετε, ο κ. Αλμούνια
είναι ο αρμόδιος Επίτροπος Ανταγωνισμού, με τον οποίο έχουμε μια στενή σχέση
και συνεργασία για τη διαχείριση των προβλημάτων εφαρμογής των σχετικών αποφάσεων
της Επιτροπής.
Υπάρχει μια απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Ιούλιο
του 2008, η οποία εξειδικεύτηκε με νεότερη απόφαση του Δεκεμβρίου το 2010, για
την υποχρέωση των Ναυπηγείων να επιστρέψουν στο Ελληνικό Δημόσιο ποσά
προσαυξημένα με τους αναλογούντες τόκους, που ανέρχονται σε 539 εκατ.
ευρώ. Το αρχικό ποσό της κρατικής
ενίσχυσης, όπως τη χαρακτήρισε με βάση το Κοινοτικό Δίκαιο η Επιτροπή,
ανερχόταν περίπου σε 250 εκατ. ευρώ και σε αυτά προστέθηκαν και οι τόκοι.
Πρόκειται για καταγγελία ανταγωνιστών κατά των Ναυπηγείων
Σκαραμαγκά και στη συνέχεια για διαδικασία, της οποίας επιλήφθηκε η αρμόδια
Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, προκειμένου να αντιμετωπίσει το θέμα των
κρατικών ενισχύσεων, όπως χαρακτηρίστηκαν. Στη συνέχεια, βέβαια, τα Ναυπηγεία, τα οποία ανήκαν στους Γερμανούς της Thyssen Group, πουλήθηκαν στην
εταιρεία Abu Dhabi Mar, που είναι
συμφερόντων Άμπου Ντάμπι.
Σε όλη τη διάρκεια του 2010, αντιπροσωπεία από το
Υπουργείο Οικονομικών, που είναι και αρμόδιο σε σχέση με την Επιτροπή, αλλά και
στελέχη από το Υπουργείο Άμυνας και εκπρόσωποι τόσο της γερμανικής εταιρείας
αλλά και των ενδιαφερομένων να αγοράσουν τα Ναυπηγεία, ήρθαν σε επαφή και
διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Μέσα από τις διαπραγματεύσεις και αφού είχε προηγηθεί
στην Ελλάδα η υπερψήφιση από την Ολομέλεια της Βουλής της αγοράς πλέον των
Ναυπηγείων από την Abu Dhabi Mar κατέληξαν σε μια
απόφαση, η οποία χαρακτηρίζεται στο λεκτικό της Επιτροπής ως «στρατιωτική
απόφαση» της 1ης Δεκεμβρίου 2010.
Αυτή η απόφαση επαναβεβαίωνε την απόφαση του Ιουλίου του
2008 περί επιστροφής των χρημάτων και στην περίπτωση που τα χρήματα αυτά δεν
μπορούσαν να επιστραφούν, προέκυπταν δύο μείζονες υποχρεώσεις: πρώτον, τα
Ναυπηγεία υπό τη νέα ιδιοκτησία θα ήταν αποκλειστικά ναυπηγεία για στρατιωτικούς
σκοπούς, εξαιρουμένης της δραστηριότητας κατασκευής των εμπορικών πλοίων για
μια 15ετία και δεύτερον, τα μη αναγκαία για στρατιωτικούς σκοπούς τμήματα των
Ναυπηγείων Σκαραμαγκά θα έπρεπε μέσα από
διεθνή πλειοδοτικό διαγωνισμό να πουληθούν και το ποσό που θα συγκεντρωνόταν
από το διαγωνισμό να επιστραφεί στο ελληνικό κράτος.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε έτσι περιθώριο με την απόφαση
του Δεκεμβρίου να υλοποιηθεί η ανάκτηση από το Ελληνικό Δημόσιο των μη
στρατιωτικής χρήσεως τμημάτων των Ναυπηγείων εντός εξαμήνου, δηλαδή μέχρι το
τέλος του Ιουνίου του 2011.
Δυστυχώς, η νέα διοίκηση των Ναυπηγείων, προφασιζόμενη
διάφορες δικαιολογίες, κατόρθωσε να ολοκληρωθεί το εξάμηνο χωρίς να προχωρήσει
σε διαγωνισμό.
Παράλληλα, μια προσπάθεια του Υπουργείου Άμυνας να υλοποιηθεί
η δυνατότητα να πάρει το Δημόσιο τα μη στρατιωτικής χρήσεως τμήματα των
Ναυπηγείων προσέκρουσε στην άρνηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και βρεθήκαμε
μπροστά στο γεγονός της καταγγελίας της Ελλάδας και της προσφυγής στο Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο από την πλευρά της Επιτροπής.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ερμήνευσε στην απόφασή της του
Δεκεμβρίου του 2010 ότι συμπεριλαμβάνει στην απαγόρευση για μια 15ετία των
εμπορικών δραστηριοτήτων και τις κατασκευές στρατιωτικών πλοίων τρίτων μη
κοινοτικών χωρών, τις οποίες και αυτές χαρακτήριζε ως εμπορικές δραστηριότητες
και τις ενέτασσε στην πρώτη απαγόρευση.
Γίνεται αντιληπτό ότι αυτή, η διασταλτική ερμηνεία,
ουσιαστικά καταστρέφει κάθε προοπτική βιωσιμότητας των Ναυπηγείων, γιατί δεν
μπορούν να επιβιώσουν αποκλειστικά και μόνο με τις παραγγελίες του Πολεμικού
Ναυτικού της χώρας μας. Ασφαλώς καμία αμυντική βιομηχανία ή ναυπηγείο δεν
μπορεί να επιβιώσει μ΄ αυτό τον τρόπο στην Ελλάδα και όλο τον κόσμο.
Δυστυχώς για τη χώρα μας, τα τελευταία σαράντα χρόνια
ουσιαστικά οι αμυντικές βιομηχανίες επιβίωσαν κατά τρόπο κρατικοδίαιτο, με
αποτέλεσμα να φτάσουμε σήμερα στο απόλυτο αδιέξοδο και σε οριακές καταστάσεις.
Ζήτησα, λοιπόν -αφού αποστείλαμε με τον συνάδελφό μου
Υπουργό Οικονομικών, κ. Βενιζέλο, στις 26 Αυγούστου 2011 κοινή επιστολή προς
τον κ. Αλμούνια σε απάντηση δικής του επιστολής του Ιουλίου- να συναντηθώ με
τον κ. Αλμούνια, για να συζητήσουμε επί της επιστολής μας αυτής, αλλά και για
να δω τις δυνατότητες που έχει η Επιτροπή, δυνατότητες νομικές κατ’ αρχήν, τις
οποίες σεβόμαστε απολύτως, αλλά και «πολιτικές»: για να μπορέσουμε να υπερβούμε
το αδιέξοδο αυτό. Διότι η νέα διοίκηση των Ναυπηγείων ζητά τη βοήθεια του
ελληνικού κράτους στη σχέση και τη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την
εκτίμηση αυτής της διασταλτικής ερμηνείας που ουσιαστικά ακυρώνει κάθε
προοπτική των Ναυπηγείων και βεβαίως, συγχρόνως από την πλευρά της διοίκησης,
τίθενται όροι απαράδεκτοι, τους οποίους αρνήθηκα και συνεχίζω να αρνούμαι να
κάνω αποδεκτούς. Όπως, παραδείγματος χάριν, ότι, προκειμένου να συνεχίσουν τη
λειτουργία τους και προκειμένου να αναβιώσουν την καταγγελθείσα τον περασμένο
Μάιο υποκατασκευαστική συμφωνία με τη γερμανική εταιρεία HDW,που είναι
θυγατρική της Thyssen Krupp, θα έπρεπε να
δεσμευτούμε άμεσα περί νέων παραγγελιών, με πρώτη παραγγελία τον εκσυγχρονισμό
και την αναβάθμιση των φρεγατών τύπου MEKO.
Όπως αντιλαμβάνεστε, σε όλες μου τις συναντήσεις με τη
διοίκηση και τους εκπροσώπους της, αρνήθηκα να αποδεχθώ αυτό το αίτημα και θα
συνεχίσω να αρνούμαι να το αποδέχομαι. Είναι έξω από κάθε συμβατικό όρο που
έχουμε συμφωνήσει μέχρι τώρα ως Υπουργείο Άμυνας και ως κράτος γενικότερα, μέσα
από την εκτελεστική συμφωνία που πήρε τη μορφή νόμου και υπερψηφίστηκε, από τη
Βουλή.
Άρα, λοιπόν, ζήτησα τη νομική βοήθεια του αρμόδιου
Επιτρόπου στο πώς μπορεί να υλοποιηθεί από την πλευρά του κράτους και από την
πλευρά της διοίκησης των Ναυπηγείων η απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου του
2010. Ζήτησα την τεχνική συνεργασία και τη νομική βοήθειά του και συμφωνήσαμε να
είμαστε σε ανοιχτή επικοινωνία και συνεργασία, αλλά και μέσω του μονίμου
αντιπροσώπου μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, του πρέσβη κ. Σωτηρόπουλου, με το
γραφείο (cabinet) του Επιτρόπου,
ώστε να καθίσουν και να δουν τι τρόπους έχουμε για να υπερασπιστούμε το
Κοινοτικό Δίκαιο και τις αποφάσεις της Επιτροπής, που είναι και ο στόχος μου.
Στόχος μου είναι να σεβαστούμε το Κοινοτικό Δίκαιο, το
Δίκαιο του Ανταγωνισμού, και να
συνδράμουμε στο μέτρο της αρμοδιότητάς μας στην υλοποίηση αυτών των αποφάσεων
από την πλευρά της διοίκησης των Ναυπηγείων.
Ζήτησα, παράλληλα, αφού εξετάσουμε τις νομικές και
τεχνικές πλευρές, να αξιολογήσει ο κ. Αλμούνια τη διασταλτική ερμηνεία των
υπηρεσιών της Επιτροπής σε σχέση με την ενσωμάτωση σε αυτή της 15ετούς
απαγόρευσης και της κατασκευής στρατιωτικών πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού
τρίτων χωρών.
Η συνάντηση έγινε σε πολύ καλό κλίμα, διότι είμαστε,
παλαιόθεν, γνωστοί και φίλοι με τον κ. Αλμούνια και βεβαίως εκείνος, από την
πλευρά του, εξέφρασε την ετοιμότητά του να βοηθήσει. Και από αυτή την πλευρά,
είναι σημαντική αυτή η συνάντηση και η προθυμία του Επιτρόπου. Γιατί αυτό που
μας ενδιαφέρει ως Κυβέρνηση και ως Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και προσωπικά εμένα
ως Υπουργό είναι να υποστηρίξουμε τα Ναυπηγεία, τη βιωσιμότητά τους, τις ξένες
επενδύσεις σ’ αυτά, τις 1.200 θέσεις εργασίας. Χωρίς αυτό, όμως, να σημαίνει
ότι θα σηκώσει στην πλάτη του αποκλειστικά το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας τη
βιωσιμότητα των Ναυπηγείων, όπως και των άλλων ναυπηγείων, για παράδειγμα της
Ελευσίνας, του Νεωρίου, της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης του Περάματος.
Είναι ένα κρίσιμο θέμα από νομική, οικονομική, κοινωνική
πλευρά, αλλά και από την πλευρά της άμυνας και της ασφάλειας της χώρας. Κατά το
μέτρο της αρμοδιότητάς μου, με ενδιαφέρει η άμυνα της χώρας. Με ενδιαφέρει η
υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος, η επιβίωση των Ναυπηγείων, η ανάπτυξή τους
και οι ξένες επενδύσεις, έτσι ώστε να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας και να
διατηρήσουν ένα τεχνικό, τεχνολογικό και κατασκευαστικό knowhow πραγματικά πάρα
πολύ υψηλού επιπέδου.
Θα είμαστε, λοιπόν, σε διαρκή επικοινωνία με τον κ.
Αλμούνια. Πρέπει άμεσα να βρεθεί λύση σ’ αυτό το θέμα, γιατί πρέπει να
αποτρέψουμε δυσμενείς εξελίξεις.
Εάν η Επιτροπή ανακαλέσει τη διασταλτική ερμηνεία για τα
15 χρόνια απαγόρευσης στα στρατιωτικά πλοία τρίτων χωρών, λύνεται ένα πολύ σημαντικό
ζήτημα με δύο τρόπους: πρώτον, αφαιρούμε την επιχειρηματολογία από τη διοίκηση
των Ναυπηγείων ότι δεν φέρνει επενδύσεις, όπως δεσμευόταν στην αρχή, γιατί
εμποδίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την απόφασή της. Δεύτερον,
δοκιμάζεται η ειλικρίνεια της διοίκησης των Ναυπηγείων ως προς τις επενδύσεις
που έλεγε ότι είχε έτοιμες να φέρει. Δηλαδή, ένας αποτρεπτικός παράγοντας
ακυρώνεται, και ανοίγει ο δρόμος και σε παραγγελίες τρίτων χωρών στα
στρατιωτικά, πλέον, Ναυπηγεία Σκαραμαγκά.
Η άμεση απαίτηση για ανάκτηση των χρημάτων ουσιαστικά θα
ισοδυναμούσε με κλείσιμο των Ναυπηγείων. Κανένας επενδυτής δεν θα έβγαζε από
την τσέπη του 539 εκατ. ευρώ για να τα δώσει, πέραν του άλλου κόστους
επένδυσης, για επιστροφή κρατικών ενισχύσεων στο Ελληνικό Δημόσιο. Αυτό κανείς
δεν μπορεί να το κάνει, γιατί θα ήταν ένα επενδυτικό αντικίνητρο. Γι’ αυτό και
βρέθηκε, με τη συνεργασία της Επιτροπής, αυτή η φόρμουλα, με την απόφαση του
Ιουλίου του 2008.
Αν ανατρέξει κάποιος στην ιστορία του προβλήματος, αυτό
έχει βάθος χρόνου και βάθος χειρισμών. Αν ανατρέξει κανείς στην απόφαση του
Ιουλίου του 2008, θα δει ότι, ήδη, η τότε Κυβέρνηση, είχε αποφασίσει να μην
ζητήσει την ανάκληση σε χρήμα. Αλλά πήγαν σε άλλες μορφές ανάκλησης αυτών των
κρατικών ενισχύσεων και από εκεί το πήραμε το θέμα, τον Οκτώβριο του 2009, με
όλες τις επιβαρύνσεις, για να το φτάσουμε μέχρι την απόφαση αυτή, του
Δεκεμβρίου του 2010.
Μπορώ να σας πω ότι αυτές οι μη στρατιωτικές υποδομές
είναι χρήσιμες. Εμείς, θα μπορούσαμε να τις πάρουμε ως Υπουργείο Άμυνας, γιατί
είναι πολύ χρήσιμες για το Πολεμικό μας Ναυτικό και για τις εργασίες
εκσυγχρονισμού στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Αυτό όμως μπορεί να γίνει, σύμφωνα
με την Επιτροπή, μόνον εάν αποτύχει ο διεθνής διαγωνισμός.
Για τα αποτελέσματα της Συνόδου των Υπουργών Άμυνας των χωρών-μελών του
ΝΑΤΟ:
Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τις εξελίξεις στη Λιβύη,
την αξιολόγηση της κατάστασης στο Κοσσυφοπέδιο και τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν
και ασφαλώς στα θέματα καταπολέμησης της πειρατείας στον ευρύτερο χώρο του κέρατος
της Αφρικής και ιδιαίτερα στη Σομαλία.
Τα θέματα αυτά συνδέονται με μείζονες προκλήσεις για την
Ατλαντική Συμμαχία. Η πρώτη πρόκληση είναι το πώς η Ατλαντική Συμμαχία θα
μπορεί να υπερασπιστεί το ρόλο και την αποστολή της σε μια περίοδο μεγάλης
οικονομικής κρίσης. Πώς, με άλλα λόγια, θα μπορεί να σταθεί στο ύψος των
αναγκών της περιόδου αυτής, λαμβάνοντας υπόψη την καταλυτική επίδραση της
παγκόσμιας και ευρωπαϊκής κρίσης πάνω στους προϋπολογισμούς των Υπουργείων
Άμυνας, δηλαδή πάνω στους αμυντικούς προϋπολογισμούς.
Το θέμα αυτό δεν απασχολεί μόνο το ΝΑΤΟ. Απασχολεί και
την Ευρωπαϊκή Ένωση, απασχολεί και τις ΗΠΑ και ήταν εμφανής και ειλικρινής η
άποψη της αμερικανικής πλευράς και του Υπουργού Άμυνας, του κ. Πανέττα, ότι οι
ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να χρηματοδοτούν σε ποσοστό πάνω από 70% τις ανάγκες της
Συμμαχίας.
Αυτό το θέμα, που για μένα έχει στρατηγικό χαρακτήρα, θα
το συναντήσουμε πάρα πολλές φορές μπροστά μας.
Θα το συναντήσουμε και στη εκδοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην εκδοχή
του ΝΑΤΟ σε σχέση με την κάλυψη διεθνών αποστολών ή με την κάλυψη ειρηνευτικών
δράσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.
Είναι γεγονός ότι η Λιβύη και η συμπεριφορά των συμμάχων
και εταίρων ουσιαστικά έχει δημιουργήσει ένα νέο προβληματισμό. Τα μαθήματα και
τα συμπεράσματα που έχουν προκύψει από τη στρατιωτική δράση της συμμαχίας στην
Λιβύη είναι σημαντικά και θα μπορούσα να επισημάνω τα εξής:
Το πρώτο είναι η απουσία, λίγους μήνες μετά την υιοθέτηση
του στρατηγικού δόγματος της συμμαχίας, μιας καθαρής αλληλεγγύης μεταξύ των
συμμάχων και εταίρων. Είχαμε ουσιαστικά και πάλι την επανάληψη του παρελθόντος,
με τη συνεργασία “προθύμων” και
κορυφαίες χώρες, από την άλλη πλευρά, όπως η Πολωνία, η Γερμανία και η Τουρκία,
να αρνούνται να συμμετάσχουν. Άρα,
λοιπόν, είχαμε ένα έλλειμμα αλληλεγγύης.
Διαπιστώνεται από τους στρατιωτικούς ότι υπήρξε
τουλάχιστον σε μια αρχική φάση έλλειμμα καθοδήγησης, επιχειρησιακού σχεδιασμού
και διαπιστώνεται από τους ίδιους στρατιωτικούς ότι υπήρξαν στην πορεία των
επιχειρήσεων και ελλείμματα σε συγκεκριμένα οπλικά συστήματα από την πλευρά της
Συμμαχίας και των χωρών που συμμετείχαν.
Είναι επίσης γεγονός ότι το ΝΑΤΟ προσανατολίζεται -και
αυτό είναι ένα από τα θέματα που συζητήσαμε- για την επόμενη μέρα στη Λιβύη.
Για να υπάρξει, όμως, η ‘day after’ και η διαδικασία ανασυγκρότησης στη Λιβύη, πρέπει να
είναι καθαρό το πεδίο. Η κατάσταση ακόμα είναι πάρα πολύ εύθραυστη και οι
πληροφορίες που μας έρχονται και τις ανταλλάξαμε, είναι ότι δεν μπορεί να
προσδιοριστεί ο χρόνος που θα ξεκαθαρίσει το τοπίο. Υπάρχουν πολλές πληροφορίες
περί εσωτερικών συγκρούσεων των αντικαθεστωτικών δυνάμεων, υπάρχουν ακόμα
εστίες αντίστασης από την πλευρά των δυνάμεων Καντάφι.
Πολλοί θέτουν το ερώτημα πού είναι ο ίδιος ο
Καντάφι, αν είναι εντός της χώρας ή
εκτός. Υπάρχουν δηλαδή ζητήματα που ακόμα δεν έχουν ξεκαθαριστεί, ωστόσο
προετοιμάζεται η επόμενη μέρα. Τι θα είναι η επόμενη μέρα; Θα είναι η
ανασυγκρότηση σε όλες τις πτυχές της: οικονομική, θεσμική, με την έννοια του institution building, του state building, ανασυγκρότηση
από την πλευρά των υπηρεσιών άμυνας και ασφάλειας της χώρας, της αστυνομίας,
των ενόπλων δυνάμεων και, βεβαίως, γενικότερα οικονομική και κοινωνική
ανασυγκρότηση της χώρας.
Το ίδιο αίτημα και το ίδιο θέμα στρατηγικού χαρακτήρα
αποτελεί και η παρουσία του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, μετά την καταληκτική
ημερομηνία αποχώρησης των δυνάμεων της Συμμαχίας το 2014. Και εκεί αναζητούνται
τρόποι για παραμονή κάποιων δυνάμεων και διεύρυνση της συνεργασίας με τις αρχές
του Αφγανιστάν, στο πλαίσιο της στρατηγικής για την ανασυγκρότηση και της
συμφιλίωση στο εσωτερικό της χώρας.
Όλα αυτά, όμως, θα εξαρτηθούν, όπως και πολλά από τα
επιχειρησιακά ζητήματα, σε σχέση με τα οπλικά συστήματα. Θα εξαρτηθούν από τη
διάθεση των κρατών-μελών και από τη δυνατότητα που έχουν να αυξήσουν τον εθνικό
προϋπολογισμό τους. Εκτίμησή μου είναι ότι το αίτημα Ράσμουσεν για αύξηση των
εθνικών αμυντικών προϋπολογισμών στο 2% δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Υπάρχουν
χώρες με αυστηρές πολιτικές λιτότητας, υπάρχουν χώρες που δεν προτίθενται για
πολλούς εσωτερικούς λόγους να αυξήσουν τους αμυντικούς τους εξοπλισμούς και άρα
τίθενται ζητήματα υλοποίησης των στόχων και συνεργασίας των χωρών στην
αξιοποίηση κοινών οπλικών συστημάτων. Αλλά και μέσα από την έρευνα και την
τεχνολογία κατασκευής, από κοινού, οπλικών συστημάτων ή αξιοποίησης με κοινή
χρηματοδότηση διαφόρων προϊόντων μεγάλων αμυντικών βιομηχανιών της Ευρώπης και
των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αυτά τα ζητήματα, κάτω από την πιεστική κατάσταση και τις
οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, θα επανέρχονται διαρκώς. Αλλά είμαι
βέβαιος ότι, παρατεινόμενης της οικονομικής κρίσης και γενικότερα της
αβεβαιότητας τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτά τα
ζητήματα δεν πρόκειται γρήγορα να λυθούν.
Ένα θέμα που συζητήσαμε επίσης είναι το Κόσοβο και η
ανησυχία μας για τις εκεί εξελίξεις την τελευταία περίοδο. Εδώ θέλω να σας πω
δύο πράγματα: ένα για την Λιβύη και ένα για το Κόσοβο. Για την Λιβύη, η απόφαση
της Κυβέρνησής μας είναι να συνεχίσει την πολιτική της βοήθειας, με την
αξιοποίηση των εγκαταστάσεων και των διευκολύνσεων στη Σούδα, αλλά και στις
άλλες περιοχές όπου έχουμε αεροπορικές βάσεις.
Στοχεύουμε να δημιουργήσουμε στη Σούδα μια βάση από την οποία θα εκκινεί
η ανθρωπιστική βοήθεια και όλος ο σχεδιασμός ανασυγκρότησης της Λιβύης.
Θέλω να σας πω επίσης ότι η χώρα δέχθηκε τα συγχαρητήρια
της Γαλλίας, του Βελγίου, της Νορβηγίας, του Κατάρ, των Ηνωμένων Πολιτειών για
την συμβολή της μέσα από την παραχώρηση των διευκολύνσεων στη Σούδα και στις
άλλες αεροπορικές μας βάσεις στον πόλεμο στην Λιβύη. Επανειλημμένα αναφέρθηκαν
στην Ελλάδα και αυτό το συγκρατώ. Όχι για να “ευλογήσουμε τα γένια μας”, αλλά
για να φανεί ότι η Ελλάδα έχει ακόμα στρατηγική αξία. Η Ελλάδα, όταν έχει
πολιτική, όταν έχει στρατηγική, μπορεί να αναδεικνύει την γεωστρατηγική της
αξία και πιστεύω ότι είναι προς το εθνικό συμφέρον να συνεχίσουμε σε αυτήν την
κατεύθυνση, στην αξιοποίηση δηλαδή, στο πλαίσιο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
της Ατλαντικής Συμμαχίας, των σημαντικών διευκολύνσεων, βάσεων και υποδομών,
που έχουμε στην χώρα μας και κυρίως στην Κρήτη.
Τόνισα, λοιπόν, ότι είμαστε έτοιμοι και στην φάση που
ανοίγει, με την επόμενη μέρα στην Λιβύη, να παίξουμε έναν εξίσου σημαντικό ρόλο
όπως και την προηγούμενη περίοδο.
Το δεύτερο θέμα είναι αυτό του Κοσσόβου. Δεν σας κρύβω
ότι προσωπικά έχω ανησυχία για τις εξελίξεις και δεν σας κρύβω επίσης ότι στην
τοποθέτησή μου ζήτησα η KFOR να είναι μια δύναμη, ο τρίτος παρατηρητής, ας το πω
έτσι, ουδέτερη και αντικειμενική στη διασφάλιση της ειρήνης και της ειρηνικής
συμβίωσης των εθνοτικών κοινοτήτων στο Βόρειο Κόσοβο και βεβαίως στη διασφάλιση
και στο σεβασμό των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά και της
Ατλαντικής Συμμαχίας.
Ζήτησα επίσης, στο πλαίσιο ενός κλίματος αρκετά αρνητικού
για τη Σερβία, να μην απομονωθεί η χώρα από το ΝΑΤΟ και να μην τιμωρείται
συνεχώς. Να μην καθίστανται όλα τα ζητήματα προϋποθέσεις και όροι για την
πορεία της Σερβίας προς τους Ευρωατλαντικούς θεσμούς. Η συνέχιση της απομόνωσης
της Σερβίας προκαλεί έναν ευρύτερο προβληματισμό για την σταθερότητα, την
ασφάλεια και γενικότερα τις συνθήκες ειρηνικής συνύπαρξης στην περιοχή των
Δυτικών Βαλκανίων.
Και ως χώρα, έχουμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτό. Διότι
είναι προς το εθνικό συμφέρον να είμαστε σταθεροποιητικός παράγοντας στην
περιοχή των Βαλκανίων και από αυτή την πλευρά μάς ενδιαφέρει η Σερβία να βρει
σύντομα -και συμβάλλουμε προς αυτήν την κατεύθυνση- το δρόμο συμμετοχής στους
Ευρωατλαντικούς θεσμούς. Είναι η μόνη προοπτική, κατά την άποψή, μας για τη
σταθερότητα στην περιοχή μας.