Είναι γνωστή η μεγάλη έμφαση που έχει δοθεί από τη «Σ» τα τελευταία δύο χρόνια στα ζητήματα που αφορούν τη Δομή Δυνάμεων, καθώς ...
Είναι γνωστή η μεγάλη
έμφαση που έχει δοθεί από τη «Σ» τα τελευταία δύο χρόνια στα ζητήματα
που αφορούν τη Δομή Δυνάμεων, καθώς αυτή υλοποιεί στην πράξη την
Πολιτική Εθνικής Άμυνας και την Εθνική Στρατιωτική Στρατηγική της χώρας.
Μάλιστα, η προσοχή εστιάστηκε στη Δομή Δυνάμεων του Ελληνικού Στρατού, ο
οποίος τα τελευταία χρόνια έχει προχωρήσει σε πολλές πρωτοβουλίες
αναδιάρθρωσης και μετασχηματισμού.
Δεν πρέπει να διαφεύγει επίσης της προσοχής
μας ότι τόσο το Ενιαίο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Ανάπτυξης και
Εκσυγχρονισμού (ΕΜΠΑΕ) όσο και το Δεκαπενταετές Σχέδιο Εξοπλιστικών
Στόχων (ΔΕΣΕΣ), συντάσσονται και καταρτίζονται με αποκλειστικό σκοπό την
υποστήριξη της Δομής Δυνάμεων με την προμήθεια των αναγκαιούντων μέσων.
Η παρούσα ανάλυση αποτελεί την πρώτη μιας σειράς, που αποσκοπεί στην περαιτέρω διεύρυνση και εμβάθυνση του διαλόγου που έχει ήδη αρχίσει αλλά και στην καλόπιστη συνεισφορά με θέσεις και προτάσεις με σκοπό να επιτευχθεί ο κοινός και καθολικά αποδεκτός αντικειμενικός σκοπός, δηλαδή η σχεδίαση και υιοθέτηση εκείνης της Δομής Δυνάμεων η οποία θα ανταποκρίνεται πλήρως στις αμυντικές απαιτήσεις της χώρας, θα δημιουργεί σύγχρονες και τεχνολογικά προηγμένες ένοπλες δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν με επιτυχία όλες τις απειλές και τους κινδύνους αλλά ταυτόχρονα θα αξιοποιεί όσο το δυνατόν αποδοτικότερα τους διαθέσιμους πολιτικούς, κοινωνικούς, οικονομι- κούς και ανθρώπινους πόρους.
Στην ανάλυση που ακολουθεί θα ασχοληθούμε με το ζήτημα των εφεδρειών, που αποτελεί μία σημαντική παράμετρο η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη στη σχεδίαση της νέας δομής δυνάμεων. Το μεγάλο ζητούμενο από τη στιγμή που θα αρχίσουν οι πολεμικές επιχειρήσεις είναι να βρεθεί και συγκεντρωθεί η απαραίτητη ισχύς πυρός, να προσανατολιστεί έγκαιρα και να προσβάλλει τον αντίπαλο σε καίριο σημείο ώστε να τον καταστρέψει ή να τον αδρανοποιήσει ή να του στερήσει τις εφεδρείες του, που σημαίνει να του αφαιρέσει τη δική του ισχύ.
Στην ελληνική αρθρογραφία, συνήθως γίνεται μια γενική σύγκριση της αναλογίας δυνάμεων, χωρίς ποιοτικά χαρακτηριστικά και δίχως να εξετάζεται σε ποιο μέρος οι δυνάμεις βρίσκονται ανεπτυγμένες και τι δυνατότητες έχουν να επέμβουν, για να διαφοροποιήσουν την ισχύ, που βρίσκεται στην περιοχή αντιπαράθεσης. Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, η ποσοτική αναλογία ήταν σε κάθε περίπτωση δυσμενής για τις δυτικές χώρες, οι οποίες όμως κατόρθωσαν -χωρίς να διαθέτουν βάθος στην αμυντική τους τοποθεσία και με δυνάμεις στριμωγμένες ανάμεσα σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις- να ξεπεράσουν την ποσοτική διαφορά με την απόκτηση υπέρτερου ποιοτικά οπλοστασίου, το οποίο σε ένα βαθμό αντικατέστησε τον πυλώνα αποτροπής, που στηριζόταν στις πυρηνικές δυνάμεις.
Ειδικά, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να παράγονται οπλικά συστήματα που στηρίζονταν αποκλειστικά στην απόκτηση της ποιοτικής διαφοράς, βασισμένα σε προηγμένα ηλεκτρονικά και στη δυνατότητα ταχύτερης αντίδρασης. Επάνω σε αυτά τα συστήματα «χτίστηκε» μια νέα τακτική αντίληψη, που αποσκοπούσε στο να απορροφήσει αρχικά την ισχύ του επιτιθέμενου (στην περίπτωση που θα άρχιζαν οι επιχειρήσεις με πρωτοβουλία του Συμφώνου της Βαρσοβίας) και στη συνέχεια να καταστρέψει τις δυνάμεις αυτές, με ισχυρές δυνάμεις αντεπίθεσης σε καθορισμένους χώρους εγκλωβισμού. Στην τότε Δυτική Γερμανία δοκιμάστηκαν, ευτυχώς μόνο στα σχέδια, τα σενάρια που θα αντιμετώπιζαν καλύτερα τον αντίπαλο. Οι δυνάμεις της πρώτης γραμμής (πλην των γερμανικών) προέρχονταν κυρίως από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, την Ολλανδία, ενώ πιο πίσω βρίσκονταν οι γαλλικές.
Η παρούσα ανάλυση αποτελεί την πρώτη μιας σειράς, που αποσκοπεί στην περαιτέρω διεύρυνση και εμβάθυνση του διαλόγου που έχει ήδη αρχίσει αλλά και στην καλόπιστη συνεισφορά με θέσεις και προτάσεις με σκοπό να επιτευχθεί ο κοινός και καθολικά αποδεκτός αντικειμενικός σκοπός, δηλαδή η σχεδίαση και υιοθέτηση εκείνης της Δομής Δυνάμεων η οποία θα ανταποκρίνεται πλήρως στις αμυντικές απαιτήσεις της χώρας, θα δημιουργεί σύγχρονες και τεχνολογικά προηγμένες ένοπλες δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν με επιτυχία όλες τις απειλές και τους κινδύνους αλλά ταυτόχρονα θα αξιοποιεί όσο το δυνατόν αποδοτικότερα τους διαθέσιμους πολιτικούς, κοινωνικούς, οικονομι- κούς και ανθρώπινους πόρους.
Στην ανάλυση που ακολουθεί θα ασχοληθούμε με το ζήτημα των εφεδρειών, που αποτελεί μία σημαντική παράμετρο η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη στη σχεδίαση της νέας δομής δυνάμεων. Το μεγάλο ζητούμενο από τη στιγμή που θα αρχίσουν οι πολεμικές επιχειρήσεις είναι να βρεθεί και συγκεντρωθεί η απαραίτητη ισχύς πυρός, να προσανατολιστεί έγκαιρα και να προσβάλλει τον αντίπαλο σε καίριο σημείο ώστε να τον καταστρέψει ή να τον αδρανοποιήσει ή να του στερήσει τις εφεδρείες του, που σημαίνει να του αφαιρέσει τη δική του ισχύ.
Στην ελληνική αρθρογραφία, συνήθως γίνεται μια γενική σύγκριση της αναλογίας δυνάμεων, χωρίς ποιοτικά χαρακτηριστικά και δίχως να εξετάζεται σε ποιο μέρος οι δυνάμεις βρίσκονται ανεπτυγμένες και τι δυνατότητες έχουν να επέμβουν, για να διαφοροποιήσουν την ισχύ, που βρίσκεται στην περιοχή αντιπαράθεσης. Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, η ποσοτική αναλογία ήταν σε κάθε περίπτωση δυσμενής για τις δυτικές χώρες, οι οποίες όμως κατόρθωσαν -χωρίς να διαθέτουν βάθος στην αμυντική τους τοποθεσία και με δυνάμεις στριμωγμένες ανάμεσα σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις- να ξεπεράσουν την ποσοτική διαφορά με την απόκτηση υπέρτερου ποιοτικά οπλοστασίου, το οποίο σε ένα βαθμό αντικατέστησε τον πυλώνα αποτροπής, που στηριζόταν στις πυρηνικές δυνάμεις.
Ειδικά, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να παράγονται οπλικά συστήματα που στηρίζονταν αποκλειστικά στην απόκτηση της ποιοτικής διαφοράς, βασισμένα σε προηγμένα ηλεκτρονικά και στη δυνατότητα ταχύτερης αντίδρασης. Επάνω σε αυτά τα συστήματα «χτίστηκε» μια νέα τακτική αντίληψη, που αποσκοπούσε στο να απορροφήσει αρχικά την ισχύ του επιτιθέμενου (στην περίπτωση που θα άρχιζαν οι επιχειρήσεις με πρωτοβουλία του Συμφώνου της Βαρσοβίας) και στη συνέχεια να καταστρέψει τις δυνάμεις αυτές, με ισχυρές δυνάμεις αντεπίθεσης σε καθορισμένους χώρους εγκλωβισμού. Στην τότε Δυτική Γερμανία δοκιμάστηκαν, ευτυχώς μόνο στα σχέδια, τα σενάρια που θα αντιμετώπιζαν καλύτερα τον αντίπαλο. Οι δυνάμεις της πρώτης γραμμής (πλην των γερμανικών) προέρχονταν κυρίως από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, την Ολλανδία, ενώ πιο πίσω βρίσκονταν οι γαλλικές.
Για
την άμυνα υπήρξαν δύο σχολές σκέψης. Η αμερικανική σκόπευε να εφαρμόσει
κινητή άμυνα, παραχωρώντας έδαφος για να κερδίσει χρόνο, να μειώσει την
εχθρική ισχύ και τελικά να εγκλωβίσει τον αντίπαλο σε συγκεκριμένους
χώρους καταστροφής (Kill Zones/Engagement Areas). Η γερμανική σχολή δεν
είχε πρόθεση να εγκαταλείψει κατοικημένες περιοχές για κανένα όφελος και
στηριζόταν στη μεγάλη ισχύ πυρός μπροστά αλλά και στη χρήση ισχυρών
εφεδρειών για αντεπιθέσεις και ανακατάληψη του εδάφους που θα είχε
αρχικά καταληφθεί.
Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ