Η αξιοποίηση του υλικού στο έπακρο, η προσαρμογή αυτού αλλά και των διαδικασιών και του προσωπικού στις μετεξελισσόμενες απειλές και α...
Η αξιοποίηση του υλικού στο έπακρο, η προσαρμογή αυτού αλλά και των
διαδικασιών και του προσωπικού στις μετεξελισσόμενες απειλές και
ανάγκες, η εξοικονόμηση κονδυλίων και, πάνω απ’ όλα, η αποφυγή, η
απορρόφηση και η αντικατάσταση και αποκατάσταση απωλειών κατά τη
διάρκεια συγκρούσεων υψηλής έντασης, αποτελούν την πεμπτουσία του
αεροπορικού σχεδιασμού υψηλών αξιώσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ύπαρξη σύγχρονων μαχητικών σε επαρκείς
αριθμούς, επανδρωμένων από καλοεκπαιδευμένα πληρώματα, πλαισιωμένων από
ικανούς πολλαπλασιαστές ισχύος, εφοδιασμένων με σύγχρονα όπλα και
κατάλληλα προστατευμένων από συμβατικές και μη συμβατικές απειλές είναι
αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για μια αξιόμαχη αεροπορική δύναμη.
Οι σοβαρές, μη παρακμιακές αεροπορικές δυνάμεις επαυξάνουν τα
ανωτέρω με μια τριάδα προσεγγίσεων που αυξάνουν τη μαχητική τους ισχύ
δυσανάλογα σε σχέση με το κόστος που ενέχουν.
Οι τρεις αυτές ιδιαιτερότητες είναι ότι:
1) Ενσωματώνουν εγχώριες τεχνικές καινοτομίες και βιομηχανικές σχεδιάσεις,
2) Έχουν εφεδρεία σε βάσεις, πιλότους, αεροσκάφη, αντιαεροπορικά και
τεχνικούς (π.χ. με χρήση αεροσκαφών β’ γραμμής, εκσυγχρονισμένων ή μη)
και
3) Έχουν τρόπους επαύξησης της χρηστικότητας ληγμένων αεροσκαφών με
αναθεώρηση του ρόλου τους, χωρίς καν την ανάγκη εκσυγχρονισμού.
Tο πρώτο είναι μάλλον ευκολονόητο, και το Ισραήλ, με την εγκατάσταση
εγχώριων ηλεκτρονικών στα αεροσκάφη που εισάγει (αλλά και αεροδυναμικών
βελτιώσεων, π.χ. Kfir, όπου τοποθετήθηκαν πτερύγια κάναρντς) είναι το
άριστο παράδειγμα.
Όσον αφορά στα αεροσκάφη β’ γραμμής, όπως F-104G παλαιότερα και
σήμερα F-4SRA, F-5Α, Mirage F1, T-6A, μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά το
δοκούν με ή χωρίς εκσυγχρονισμό, αρκεί να είναι ενεργά και μηχανικώς εν
τάξει (περί εκσυγχρονι- σμών βλ. «C» 64 και 86).
Στην παρουσίαση αυτή θα ασχοληθούμε κυρίως με την τρίτη κατηγορία, τη βραχύχρονη αξιοποίηση θεωρητικώς «ληγμένων» αεροσκαφών.
Η έννοια του «ληγμένου» μπορεί να αναφέρεται σε δομικά δεδομένα
(π.χ. τα F-5 της Π.Α. δεν έχουν άλλες από ώρες πτητικές εκμετάλλευσης),
σε δυνατότητες στο σύγχρονο ή έστω στο προβλεπόμενοπεδίο μάχης, όπως
στην περίπτωση των A-7 και παλαιότερα των F-104 ή τέλος στην ανεπάρκεια,
έλλειψη, αχρήστευση και αστοχία συστημάτων και υποσυστημάτων ουσιωδών
για την εκτέλεση της αποστολής (περίπτωση Mirage F1 με την έλλειψη INS
και την αχρήστευση των ραντάρ Cyrano IV).
Τα «ληγμένα» αεροσκάφη αναλαμβάνουν αποστολές κρούσης μικρής
επικινδυνότητας και δυσχέρειας και ειδικές αποστολές που διευκολύνουν
τον αεροπορικό πόλεμο, όπως παρατήρηση, σύνδεσμο, προωθημένο έλεγχο
πυρός, προσέλκυση εχθρικών αεροσκαφών σε ενέδρες μαχητικών ή
αντιαεροπορικών, παραπλάνηση εχθρικής δίωξης ή συνοδείας,
αποπροσανατολισμό εχθρικής αεράμυνας και κορεσμό της, καταγραφή εχθρικής
ηλεκτρονικής διάταξης μάχης κλπ.
Η αποστολή τους π.χ. για μαζική ρίψη αεροφύλλων προς δημιουργία
σκιασμένων για την εχθρική παρατήρηση περιοχών, όταν γίνεται σε απόσταση
ασφαλείας, είναι απλή και ακίνδυνη, ενώ η μετατροπή τους σε
τηλεκατευθυνόμενα, με την τεχνολογία της αμερικανικής σειράς ιπταμένων
στόχων (QF-4, QF-102 κλπ), που τεχνολογικά ανάγεται στη δεκαετία του
’70, επιτρέπει υψηλής πιστότητας εξαπάτηση εχθρικής αεράμυ- νας αλλά και
καταστροφικές αποστολές με φορτία εκρηκτικών.
Η ελληνική περίπτωση
Το πλήθος των αμφίβιων, αποβατικών και αεραποβατικών δυνάμεων της
Τουρκίας, μαζί με τα μεταφορικά του μέσα και σε συνδυασμό με τις
–εγγύτατες– αποστάσεις, επιτρέπει πολλαπλές επιθέσεις για κατάληψη
πολλαπλών στόχων.
Οι δυνατότητες εναέριας (από ελικόπτερα) και θαλάσσιας (από νέου
τύπου πολυ- άριθμα περιπολικά σκάφη) απομόνωσης του επιλεγμένου πεδίου,
ακόμη και κάτω από τα συνήθη υψόμετρα επιχειρήσεων μαχητικών αεροσκαφών,
περιπλέκει το θέμα ελιγμών και μεταφοράς ενισχύσεων από την ελληνική
πλευρά, δημιουργώντας συνθήκες αντιπροσβασιμότητας και αφήνοντας ως
μοναδική επιλογή την κατανίκηση του επιτιθέμενου σε πρώτο χρόνο επί του
κάθε επιλεγμένου από αυτόν πεδίου.
Το αχανές της ελληνικής επικράτειας, το κόστος, ο αιφνιδιασμός και η
πρωτοβουλία του αντιπάλου δεν επιτρέπουν ούτε οχύρωση ούτε φύλαξη.
Οι αισθητήρες της σήμερον αντιθέτως επιτρέπουν επιτήρηση μακρόθεν
και χωρίς κατατριβή δυνάμεων ή σπατάλη με μορφή περιπολιών και
εγκαταστάσεων.
Χρειάζεται όμως και πλήγμα για εξουδετέρωση των επιτιθέμενων
δυνάμεων αφότου αυτές εντοπιστούν. Η μέχρι σήμερα απάντηση στο πλαίσια
της «ευελιξίας» («μικρός κι ευέλικτος στρατός κλπ.») αφορούσε στην
καθυστέρη- ση του εχθρικού κύματος μέχρι την έλευση ενισχύσεων.
Όμως η σύμμετρη κινητικότητα, λόγω πρωτοβουλίας και αποστάσεων αλλά
και αριθμητικής αναλογίας, δεν επαρκεί. Απαιτείται πολύ ανώτερη
ευκινησία από αυτή του αντιπάλου, ήτοι ασύμμετρη, και μάλιστα με
αντικείμενο την κρούση και όχι τη μεταφορά ενισχύσεων, αφού το «βάθος»
του ελληνικών ενόπλων δυνάμεων με τις διαδοχικές συρρικνώσεις είναι
μηδενικό ακόμη και στο Πεζικό.
Η μεταφορά ενισχύσεων είναι απολύτως ανεπαρκής επιχειρησιακή
προοπτική στην ελληνική περίπτωση, αφού αυτές θα είναι λιγότερες –και
μάλλον κατώτερες ποιοτικά– απ’ όσες μπορούν να διαθέτουν οι Τούρκοι,
τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και σε ρυθμό αποστολής/εμπλοκής/φθοράς.
Διαβάστε εδώ αναλυτικά για την επιχειρησιακή διάσταση της αεροπορικής εφεδρείας.
Tμήμα ειδήσεων defencenet.gr