Με την πάροδο του χρόνου η επιχειρησιακή διαθεσιμότητα των αεροσκαφών Ρ-3Β της 353 ΜΝΑΣ (Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας) έχει ουσιαστικά α...
Με την πάροδο του χρόνου η επιχειρησιακή διαθεσιμότητα των αεροσκαφών Ρ-3Β της 353 ΜΝΑΣ (Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας) έχει ουσιαστικά απολεσθεί. Ταυτόχρονα η κάλυψη από αέρος των αναγκών της ανθυποβρυχιακής έρευνας και της επιτήρησης επιφανείας είναι ένα ζήτημα που παραμένει ανοικτό για το ΠΝ χωρίς ακόμη να έχει εξευρεθεί η οποιαδήποτε λύση.
Στο κείμενο που ακολουθεί επιχειρούμε μια πρώτη ανίχνευση των πιθανών εναλλακτικών προτάσεων που στοχεύουν στην ανανέωση του στόλου των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας του ΠΝ.
Το καλοκαίρι του 1996 είναι η περίοδος κατά την οποία παραλαμβάνονται έξι αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας (Α/ΦΝΣ) τύπου Ρ-3Β Orion, από τα αποθέματα του αμερικανικού Ναυτικού (USN) για την αντικατάσταση των UH-16B Albatross τα οποία, τη χρονιά εκείνη, αισίως συμπλήρωναν 27 χρόνια επιχειρησιακής ζωής.
Το πρώτο αεροσκάφος παραλήφθηκε τον Μάιο του 1996 και το τελευταίο τον Δεκέμβριο του 1997, ενώ παράλληλα τέσσερα αεροσκάφη P-3A παραλήφθηκαν ως πηγή ανταλλακτικών. Η κατάσταση των Ρ-3Β δεν ήταν αυτή που επιθυμούσε το ΠΝ (σημειωτέον ότι τα συγκεκριμένα είχαν κατασκευαστεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά), αλλά ήταν και η μόνη διέξοδος εκείνη τη χρονική περίοδο, καθώς το θέμα της αντικατάστασης των Albatross είχε φτάσει σε οριακά επίπεδα, αφού τα τελευταία αδυνατούσαν όχι μόνο να καλύψουν τις υπάρχουσες ανάγκες, αλλά παρουσίαζαν επιπλέον και στοιχειώδεις ελλείψεις αναφορικά με τη συντήρηση και την καθ’ εαυτή πτητική τους ικανότητα.
Από την άλλη πλευρά, τα «νέα» Ρ-3Β TACNAVMOD, όπως είναι η επίσημη κωδικοποίησή τους στο USN, η αλλιώς Super B, κάλυψαν για ένα μεγάλο διάστημα τις ανάγκες του ΠΝ σε αποστολές θαλάσσιας επιτήρησης και παροχής μέρους ανθυποβρυχιακού έργου, αλλά ο ήδη -ακόμη και για το 1996- παρωχημένος εξοπλισμός τους, τα έχει καταστήσει σήμερα προβληματικά για την περαιτέρω αποδοτική συνέχιση των αποστολών τους.
Οι κυριότερες ελλείψεις είχαν να κάνουν με το ραντάρ έρευνας επιφανείας, στη μη ύπαρξη ζεύξης δεδομένων, στα συστήματα ESM αλλά και στον ανθυποβρυχιακό εξοπλισμό τους. Οι οριακές δυνατότητες του αεροσκάφους -η συγκεκριμένη έκδοση του οποίου είχε κάνει την πρώτη του πτήση στις 24 Σεπτεμβρίου του 1965- είχαν γίνει αντιληπτές από το ΓΕΝ, από τα πρώτα κιόλας χρόνια υπηρεσίας του. Έτσι, στο ΕΜΠΑΕ 1996-2000 υπήρχε πρόβλεψη για την αναβάθμιση των αεροσκαφών αυτών σε ποσό που αντιστοιχούσε τα 4,105 δισ. δρχ. Στο επόμενο ΕΜΠΑΕ το ποσό αυτό αυξήθηκε στα 15,3 δισ. δρχ.
Παρ’ όλα αυτά, κανένα πρόγραμμα δεν καρποφόρησε, καθώς τα κονδύλια αυτά διοχετεύθηκαν σε άλλα προγράμματα του Ναυτικού που θεωρήθηκε πως είχαν μεγαλύτερη προτεραιότητα. Παράλληλα, όμως, το θέμα της αναβάθμισης της ανθυποβρυχιακής από αέρος παρουσίας του ΠΝ, προβλημάτισε έντονα και το ΝΑΤΟ, καθώς θεωρεί την παρουσία των ελληνικών Α/ΦΝΣ ως παράγοντα λίαν κρίσιμης σημασίας για την ανάληψη κάλυψης αποστολών επι- τήρησης και ανθυποβρυχιακού πολέμου στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου. Έτσι, το ΠΝ, το οποίο έχει και την ευθύνη της επιχειρησιακής αξιοποίησης των αεροσκαφών αυτών, προχώρησε σε μια νέα εκ των πραγμάτων εξέταση του θέματος. Στο πλαίσιο αυτό παλαιότερα είχαν εξεταστεί και ορισμένες άλλες εναλλακτικές επιλογές.
Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr