Το «πράσινο φως» για τη δημιουργία εθνικής Αρχής κυβερνοάμυνας και στην Ελλάδα δόθηκε από το ΚΥΣΕΑ, λίγο μετά τη Σύνοδο Κορυφής του NAT...
Το «πράσινο φως» για τη δημιουργία εθνικής Αρχής κυβερνοάμυνας και στην Ελλάδα δόθηκε από το ΚΥΣΕΑ, λίγο μετά τη Σύνοδο Κορυφής του NATO που έγινε στη Λισσαβόνα τον περασμένο Νοέμβριο, με σκοπό τον καθορισμό της μελλοντικής πορείας της Συμμαχίας. Σύμφωνα με την ανακοίνωση Τύπου που εξέδωσε η Διεύθυνση Δημόσιας Διπλωματίας του NATO στις 20 Νοεμβρίου, μεταξύ των θεμάτων στα οποία υπήρξε συμφωνία μεταξύ των κρατών-μελών ήταν και το θέμα ενισχύσεως των δυνατοτήτων τους στην κυβερνοάμυνα (σ.σ.: βλ. σχετική αναφορά επ’ αυτού στον «ΚτΕ» της 17ης Οκτωβρίου 2010).
Το θέμα αυτό αποτέλεσε το αντικείμενο συγκεκριμένης αναφοράς στην πολυσέλιδη ανακοίνωση, η παράγραφος 40 της οποίας ανέφερε: «Οι απειλές στον κυβερνοχώρο αυξάνουν ταχύτατα και εξελίσσονται κατά εξειδικευμένο τρόπο. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η μόνιμη και απρόσκοπτη πρόσβαση του NATO στον κυβερνοχώρο και η ακεραιότητα των κρίσιμων συστημάτων του, θα λάβουμε υπ’ όψιν τη διάσταση του κυβερνοχώρου των σύγχρονων συγκρούσεων στο δόγμα του NATO και θα βελτιώσουμε τις δυνατότητες του να εντοπίζει, προλαμβάνει και να αντεπεξέρχεται σε κυβερνοεπιθέσεις εναντίον συστημάτων κρίσιμης σημασίας για τη Συμμαχία. Ιδιαίτερα, θα καταβάλλουμε έντονες προσπάθειες για να επιταχύνουμε την εξέλιξη της ικανότητας του NATO να ανταποκρίνεται σε συμβάντα ηλεκτρονικών υπολογιστών NCIRC (NATO Computer Incident Response Capability) σε πλήρη επιχειρησιακή ικανότητα (FOC – Full Operational Capability) μέχρι το 2012 και τη συγκέντρωση όλων των οργάνων του ΝΑΤΟ κάτω από μία συγκεντροποιημένη προστασία από επιθέσεις στον κυβερνοχώρο. θα χρησιμοποιήσουμε τις διαδικασίες αμυντικού σχεδιασμού του NATO, προκειμένου να αναπτύξουμε τις δυνατότητες κυβερνοάμυνας των συμμάχων-χωρών, να παράσχουμε βοήθεια σε κάθε σύμμαχο κατόπιν αιτήματος του και να βελτιστοποιήσουμε την ανταλλαγή πληροφοριών, συνεργασίας και διαλειτουργικότητας. Προκειμένου να προσεγγίσουμε τους κινδύνους για άλλους παράγοντες, όπως τα Ηνωμένα ‘Εθνη και η Ε.Ε., όπως αυτό συμφωνήθη. Αναθέσαμε στο Συμβούλιο -αντλώντας μέσα από υπάρχουσες διεθνείς υποδομές και με βάση μία επανεξέταση της παρούσας πολιτικής μας – να αναπτύξει εις βάθος μία πολιτική του NATO στο θέμα της κυβερνοάμυνας μέχρι τον Ιούνιο του 2011 και να προετοιμάσει ένα σχέδιο δράσεως για την εφαρμογή της».
Η αναφορά στο θέμα αυτό αποτέλεσε το αντικείμενο και της συνεντεύξεως της 22ας Νοεμβρίου που έδωσε, αμέσως μετά το πέρας της συναντήσεως κορυφής, και του ΥΕθΑ κ. Βενιζέλου, ο οποίος – αναφερόμενος σης νέες απειλές που αντιμετωπίζει το NATO – έκανε λόγο «πρωτίστως, και αυτό είναι το νέο στοιχείο το οποίο έχει καταστεί προτεραιότητα», όπως τόνισε, «στον κίνδυνο των κυβερνοεπιθέσεων και άρα στην νατοϊκή κυβερνοάμυνα».
Ενημέρωση.
Περίπου έναν μήνα αργότερα, ο κ. Βενιζέλος ζήτησε, όπως πληροφορηθήκαμε, να του γίνει ενημέρωση από τη Διεύθυνση Κυβερνοάμυνας του ΓΕΕΘΑ, η οποία και έγινε παρουσία του αναπληρωτή του κ. Μπεγλίτη και των αρχηγών των Γενικών Επιτελείων.
Στο τέλος της ενημερώσεως, ο κ. Βενιζέλος ζήτησε από τη ΔΙΚΥΒ να συντάξει μία εισήγηση σχετικά με τη δημιουργία εθνικής Αρχής κυβερνοάμυνας, την ανάγκη για δημιουργία της οποίας είχε τονίσει κατ’ επανάληψη η στήλη. Η απόφαση αυτή αποτελεί μία άκρως θετική εξέλιξη, αλλά η υλοποίηση της απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή για να μην καταλήξει και αυτή η προσπάθεια σε μία απλή «ταμπέλα» ή δικαιολογία προς το NATO, ήταν εντάξει, το κάναμε και αυτό.
Ένα από τα βασικά θέματα που πρέπει να λυθούν για τη δημιουργία εθνικής Αρχής κυβερνοάμυνας, είναι η τροποποίηση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου (Π.Δ. 360/92, αΔ. 325/2003, υπουργική απόφαση 120/6/200994/Σ. 1691/8.6.2004 του ΥΕΘΑ, νόμος 3649/2008 κ.ά.), το οποίο είναι σε προφανή διάσταση με την πραγματικότητα (βλ. «ΚτΕ» 26ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με τις δυνατότητες της Τουρκίας στον τομέα αυτό και την υπάρχουσα κατάσταση στην Ελλάδα). Ένα δεύτερο θέμα είναι φυσικά η αναβάθμιση της ΔΙΚΥΒ σε διοίκηση, στα πρότυπα άλλων χωρών του NATO, και κυρίως η εξασφάλιση της αναγκαίας χρηματοδοτήσεως, κάτι που είναι ιδιαίτερα εύκολο, δεδομένου ότι δεν χρειάζονται παρά ελάχιστα κονδύλια (2-3 εκατ. ευρώ σε πρώτη φάση).
Το τρίτο και ουσιαστικότερο θέμα είναι να γίνει κατανοητό ότι η υπόθεση δημιουργίας εθνικής Αρχής κυβερνοάμυνας απαιτεί μία σύνθετη προσέγγιση και τη συνεργασία της ΔΙΚΥΒ (η οποία ως ο μόνος φορέας με εμπειρία και εξειδικευμένη γνώση θα πρέπει να αποτελέσει τον πυρήνα του εγχειρήματος), με αρκετούς άλλους φορείς και πανεπιστήμια, τα οποία μπορούν να συμβάλουν τόσο σε θεωρητικό επίπεδο όσο -και κυρίως- σε επίπεδο έρευνας.
Το βασικότερο, όμως, θέμα είναι να γίνει κατανοητό ότι με καταστάσεις εκ των ενόντων και αποσπασματικές μεταθέσεις στελεχών των ΕΔ για μικρές περιόδους δύο ή τριών ετών, δουλειά στον άκρως εξειδικευμένο αυτό τομέα – που απαιτεί αφοσίωση, τεράστια επένδυση σε χρόνο και συνεχή εκπαίδευση και κυρίως εμπειρία υπό πραγματικές και όχι θεωρητικές συνθήκες – δεν γίνεται.
Φυσικά, λύσεις για όλα αυτά, υπάρχουν, αρκεί κάποιος να ασχοληθεί με τον τομέα αυτό με την ανάλογη σοβαρότητα που έχει η σημασία του για την ασφάλεια της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, η στήλη εύχεται «καλή αρχή».
Του Μάνου Ηλιάδη – Ο Κόσμος του Επενδυτή
http://gdailynews.wordpress.com/