Διαχρονικό είναι το πρόβλημα της τεχνικής υποστήριξης των μονάδων των Ενόπλων Δυνάμεων με την πολιτική της συρρίκνωσης του μόνιμου τ...
Διαχρονικό είναι το πρόβλημα της τεχνικής υποστήριξης των μονάδων των Ενόπλων Δυνάμεων με την πολιτική της συρρίκνωσης του μόνιμου τεχνικού προσωπικού και των επιλογών των κυβερνήσεων ιδιαίτερα τα τελευταία δέκα χρόνια.
Σήμερα το σοβαρό αυτό πρόβλημα βρίσκεται στην κορύφωσή του αφού μεγάλοι σχηματισμοί στερούνται έμπειρου τεχνικού προσωπικού. Κύρια αιτία είναι η κυβερνητική πολιτική, της τελευταίας δεκαετίας, που αφορά την τακτική της απαξίωσης...
της συρρίκνωσης του δημόσιου χαραχτήρα των οργανισμών και γενικότερα των παραγωγικών μονάδων ακόμη και των επισκευαστικών βάσεων που παρέχουν τεχνική υποστήριξη στους στρατιωτικούς σχηματισμούς. Με αυτόν τον τρόπο οδηγούν στην ιδιωτικοποίηση και στους εργολάβους την συντήρηση και την επισκευή πολεμικών πλοίων, αεροσκαφών, τροχοφόρου υλικού κ.λπ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατάσταση στους Ναυστάθμους Σαλαμίνας και Κρήτης ενώ ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι λοιποί επισκευαστικοί φορείς του ΠΝ και όχι μόνον φυσικά. Η δραματική μείωση του προσωπικού χωρίς την ανάλογη αντικατάστασή του, η πολιτική της κατάργησης των συμβάσεων ειδικών κατηγοριών εργαζομένων, που να καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες της τεχνικής υποστήριξης των πολεμικών πλοίων, η απώλεια της συσσωρευμένης τεχνογνωσίας τόσον χρόνων οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε σοβαρές επιπτώσεις ως προς την επιχειρησιακή ετοιμότητα των μονάδων, τόσο σε καιρό ειρήνης, αλλά πιο τραγικές αναμένεται, να είναι οι συνέπειες σε καιρό κινητοποιήσεων.
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την έλλειψη ανταλλακτικών που πολλά από αυτά είναι και κρίσιμα, που έχουν δηλαδή επίπτωση στη επιχειρησιακή ετοιμότητα των μονάδων κρούσεως, ιπταμένων και πλοίων, του ΠΝ, καθώς και ο δραστικός περιορισμός των πιστώσεων που διατίθεντο στις μονάδες αυτές για την βελτίωση της αυτοεπισκευαστικής τους ικανότητας επιτείνουν περαιτέρω τις επιπτώσεις που προαναφέρθηκαν.
Δεν απαξιώνουμε, στο σύνολό τους, τους ιδιωτικούς φορείς που σε πολλές περιπτώσεις ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις του ΠΝ και είναι αυτοί που κέρδισαν τις μόνιμες εργολαβίες με διαφανείς διαδικασίες διαγωνισμών, σπάνιο μεν υπαρκτό δε.
Η απαράδεκτη όμως ολιγωρία, για την έγκαιρη σύναψη συμβάσεων, που πολλές φορές είτε προέρχεται από συμφέροντα των εκάστοτε ημετέρων ή οφείλεται σε σκοπιμότητες υπόπτου, ως επί το πλείστον, χαρακτήρα, είναι σχεδόν πάγια πολιτική των κυβερνώντων, οι οποίοι αναθέτουν την συντήρηση και την επισκευή σε ιδιώτες εργολάβους, χωρίς τα απαιτούμενα προσόντα και τεχνογνωσία, που λυμαίνονται τον κρατικό προϋπολογισμό με πολύ μεγαλύτερο οικονομικό κόστος, τόσο για την επισκευή και συντήρηση όσο και για την προμήθεια ανταλλακτικών και αναλωσίμων υλικών.
Τους αναθέτουν έργα με κόστη «κατ’ αποκοπή», χωρίς μελέτη και αξιολόγηση, που να διασφαλίζει τα συμφέροντα του δημοσίου. Πολλά παραδείγματα έχουν δει το φώς της δημοσιότητας, για τεράστιες διαφορές κοστολόγησης σε ομοειδείς περιπτώσεις συντήρησης και επισκευής, βέβαια υπάρχουν και παραδείγματα εργολάβων που δεν επιθυμούν να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς, διότι αποδεδειγμένα, κατά την άποψή τους, είναι αδιαφανείς
Είναι σε όλους γνωστό ότι η Διοικητική Μέριμνα δηλαδή η τεχνοεφοδιαστική υποστήριξη των στρατιωτικών μονάδων είναι το Άλφα και το Ωμέγα μιας πολεμικής μηχανής. Απαιτεί γνώση, οργάνωση, εξειδίκευση, σύγχρονο τεχνικό εξοπλισμό, άριστο εφοδιαστικό σύστημα και ταχύτητα, στοιχεία απαραίτητα που ως προϋπόθεση απαιτούν την ύπαρξη του κυρίαρχου μοχλού, που είναι το έμπειρο και άρτια εκπαιδευμένο προσωπικό
Δεν είναι δυνατόν μια επισκευαστική μονάδα όπως ένας Ναύσταθμος να έχει εκχωρήσει σε ιδιώτες τα θαλάσσια μέσα μεταφοράς, τα ρυμουλκά, να σχεδιάζουν την εκχώρηση των πλωτών δεξαμενών, την επισκευή και συντήρηση των υποσταθμών και ηλεκτροπαραγωγικών ζευγών και άλλα αντικείμενα σε ιδιώτες που δεν διαθέτουν την απαιτούμενη τεχνογνωσία και τεχνοεφοδιαστική υποδομή.
Η εκπαίδευση του προσωπικού είναι πολλών ταχυτήτων και όχι πάντα βασισμένη στις πραγματικές ανάγκες μας. Χρειάζεται όμως μία προσαρμογή στις απαιτήσεις του κάθε όπλου να προκρίνεται, να μοριοδοτείται και να επιδοτείται η επιλογή των επιθυμούντων του στρατιωτικού προσωπικού για φοίτηση σε ΑΕΙ και μεταπτυχιακές σπουδές έτσι ώστε να συμπορεύεται με τις προγραμματισμένες ανάγκες που υπάρχουν. Ιδιαίτερα στον χώρο των τεχνικών ειδικοτήτων, εκεί που οι νέες τεχνολογίες δεν επιτρέπουν εφησυχασμό. Οι απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες και τα «μαύρα κουτιά» των εταιριών θέλουν εξαιρετικές δεξιότητες και γνώσεις, ώστε να παρακαμφθούν επ’ ωφελεία μίας οικονομικότερης συντήρησης και όχι πολλαπλάσιας αυξημένης από το κόστος της αρχικής αγοράς του. Αυτό όμως προϋποθέτει και την σωστή στελέχωση ενός συστήματος εφοδιασμού με συνεχή εκπαίδευση του στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού που να συνάδει με το αντικείμενο και όχι με την μέχρι τώρα μπακαλίστικη συνήθεια των προμηθειών του δευτερεύοντος υλικού όπως αυτό αποκαλείται, έτσι ώστε να μειώσουμε δραστικά με τον τρόπο αυτόν μία «συνεχιζόμενη επιδρομή» ανταλλακτικών και υλικών συντηρήσεως.
Η επιλογή οπλικών συστημάτων που θα εξυπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα και η μείωση της πανσπερμίας τους, χωρίς βέβαια μονοπωλικές τάσεις, επιτρέπουν την αύξηση της τεχνογνωσίας και κατά συνέπεια την μείωση του κόστους συντήρησης. Όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι οι επιλογές των στρατιωτικών και αρμόδιων πολιτικών ηγετών γίνονται, σε αρκετές περιπτώσεις, κάτω από πιέσεις που ασκούνται από «άλλα» ενδεχομένως κέντρα αποφάσεων που κανένας δεν γνωρίζει αλλά όλοι αντιλαμβανόμαστε. Αυτή η τακτική δεν εξυπηρετεί τις εθνικές ανάγκες και την προάσπιση της άμυνας της χώρας από την μία και η αδιαφανής προμήθεια των οπλικών συστημάτων οδήγησε στην τραγική οικονομική κατάσταση της σήμερα.
Η ίδια τραγική κατάσταση επεκτείνεται σε ότι αφορά και την αμυντική βιομηχανία γενικότερα με την ίδια πολιτική κατεύθυνση τις δήθεν αποκρατικοποίησης της ΕΑΒ, των ΕΑΣ και της ΕΛΒΟ που στην ουσία αυτό σημαίνει πως η πολιτική βούληση είναι αυτοί οι στρατηγικοί τομείς της αμυντικής βιομηχανίας να παραδίδονται στο μεγάλο κεφάλαιο και τις ξένες πολεμικές βιομηχανίες και τους μεγαλοεπιχειρηματίες του κλάδου, που ως αποτέλεσμα έχει να χάνονται χιλιάδες θέσεις εργασίας, υψηλή τεχνική κατάρτιση αλλά και η εθνική αυτονομία στους ευαίσθητους αυτούς τομείς.
Η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία φιλέτο για πολλούς ξένους επενδυτές, που έχει αναλάβει την συντήρηση των αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας, αποτελεί ¨στόχο για τα αμερικάνικά και γερμανικά συμφέροντα αφού δύναται να εξυπηρετήσει την αναβάθμιση αμερικανικών F-16, την συντήρηση των C-130 και την κατασκευή ατράκτου του τύπου αυτού καθώς και την παραγωγή μέρους της ατράκτου των F-16. βέβαια οι δυνατότητες της ΕΑΒ είναι πολύ μεγαλύτερες. Παρ’ όλα αυτά οδηγείται στην απαξίωση ώστε να αποτελέσει «εύκολη λεία» για τα δόντια των στρατηγικών επενδυτών.
Για τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα έχει «ανοίξει» η όρεξη της αμερικανικής εταιρείας ΑΤΚ που εδρεύει στην Αίγυπτο και επιθυμεί να βάλει «πόδι» στην Ευρώπη. Ενδιαφέρον έχουν εκδηλώσει αντίστοιχες εταιρείες από την Γερμανία και το Ισραήλ για παραγωγή πυρομαχικών για τα ελληνικά άρματα μάχης Leopard.
Όσο για την Ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων η υπονόμευση της έχει ξεκινήσει χρόνια πριν αφού δεν υποστηρίχτηκε από την ελληνική πολιτεία για κατασκευή λεωφορείων για την κάλυψη εγχώριων αναγκών αλλά προτιμήθηκε η Πολωνία, οδηγήθηκε σε ναυάγιο η προμήθεια από την Ρωσία 450 οχημάτων μάχης BMP-3 καθώς και γερμανικές σφήνες που αφορούν τα TOMA Marder.
Δεν είναι δυνατόν ένα εθνικό αμυντικό δόγμα που πρέπει να είναι ανεξάρτητο, αυτοδύναμο, να εξυπηρετεί και να διαφυλάττει την εθνική κυριαρχία να παραδίδεται σε ξένα, ως προς το εθνικό χρέος, συμφέροντα.
Θα πρέπει να γνωρίζει ο ελληνικός λαός πως δεν είναι δυνατόν να αποσυνδεθεί από το γεγονός ότι αυτή η κατάσταση έχει να κάνει άμεσα με την πρόσδεση της χώρα μας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ευρωατλαντιστών , την άμεση εξάρτηση της σε αυτούς και σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της.