AΣΚΗΣΗ ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΉΣ ΧΩΡΙΣ ΜΠΟΥΣΟΥΛΑ Του Μάνου Ηλιάδη Την στιγμή που οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας πιέζονται αφόρητα από μία άνευ προη...
AΣΚΗΣΗ ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΉΣ ΧΩΡΙΣ ΜΠΟΥΣΟΥΛΑ
Του Μάνου Ηλιάδη
Την στιγμή που οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας πιέζονται αφόρητα από μία άνευ προηγουμένου συμπίεση του προϋπολογισμού τους, με αποτέλεσμα την κάθετη πρώτη της μαχητικής τους ισχύος, καθώς επίσης και από φήμες περί επικείμενης μειώσεως της αριθμητικής τους ισχύος σε προσωπικό και μέσα, η πολιτική ηγεσία φαίνεται να επιμένει προς την κατεύθυνση, αυτή, παρά τις πλείστες ενημερώσεις της στρατιωτικής ηγεσίας περί της καταστάσεως.
Το λυπηρό είναι ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας φαίνεται να είναι προσκεκολλημένη σε μία λογιστικο-οικονομική προσέγγιση του αμυντικού προβλήματος της χώρας, υποκαθιστώντας την έλλειψη αμυντικής πολιτικής με καινοφανή, για την στρατιωτική τουλάχιστον λογική, επιχειρήματα και αγνοώντας όλα τα σημάδια της συνεχώς επιδεινούμενης καταστάσεως σε όλα τα επίπεδα. Το τελευταίο και πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η απροθυμία των αξιωματικών να φοιτήσουν στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, που ανέφερε ο ΚτΕ στο προηγούμενο φύλλο του, αν και η φοίτηση στην Σχολή αυτή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να προαχθούν από στον βαθμό του συνταγματάρχη στους επόμενους βαθμούς.
Η κατάσταση αυτή φυσικά δεν δημιουργήθηκε ούτε σήμερα ούτε χθες και -όπως θα δούμε παρακάτω- δεν είναι ούτε άγνωστη. Είναι το αποτέλεσμα μίας προϊούσης πορείας που ξεκίνησε προ αρκετών ετών, απόρροια μίας παντελούς ελλείψεως πολιτικής στον τομέα της άμυνας χώρο, η οποία συνεχίζεται με αυτοσχεδιασμούς των διάφορων κατά καιρούς υπουργών άμυνας. Οι τελευταίοι, κατά κανόνα νομικοί ή πτυχιούχοι πολιτικών επιστημών και ως εκ τούτου χωρίς καμία γνώση για τον τομέα που τους ανετέθη, λαμβάνουν σημαντικές αποφάσεις για την άμυνα κατά το δοκούν, είτε θεωρώντας εαυτούς εξυπνότερους παντός άλλου, είτε διότι έχουν δικές τους απόψεις περί των «πραγματικών» αμυντικών αναγκών της χώρας ή των απειλών που αντιμετωπίζει. Όπως δε προκύπτει από μια απλή αναδρομή στο παρελθόν, όλα αυτά γίνονται σχεδόν πάντα χωρίς καμία μελέτη ή σχέδιο και χωρίς να προβαίνουν σε μία στοιχειώδη έστω έρευνα με συλλογή στοιχείων από το ίδιο το στράτευμα, εάν δεν θέλουν να δεχθούν τις απόψεις της στρατιωτικής ηγεσίας. Το χειρότερο δε είναι ότι ακόμη και όταν ακόμη υπάρχουν στοιχεία από σχετικές έρευνες, τούτα ουδόλως λαμβάνονται υπ’ όψιν. Και ιδού, παρακάτω, τι εννούμε.
Το 2001, ο Ελληνικός Στρατός διεξήγαγε μία «Στατιστική Έρευνα Απόψεων των Στελεχών για το Στρατιωτικό Επάγγελμα», με ένα ιδιαίτερα μεγάλο στατιστικό δείγμα 2073 στελεχών του Σ.Ξ. που, για λόγους ελεύθερης εκφράσεως των απόψεών τους, απήντησαν ανώνυμα στα ερωτήματα που τους ετέθησαν. Οι απαντήσεις σε όλα σχεδόν τα ερωτήματα (εντάσσονταν στις ενότητες: Μεταθέσεις-Ηθικό- Πειθαρχία, Στέγαση, Οικονομικά, Εκπαίδευση, Στολή, Ναρκωτικά στον Σ.Ξ.) ήταν αρνητικές. Αν αφαιρέσουμε τα θέματα αξιοκρατίας και οικονομικών, τα πλέον ανησυχητικά στοιχεία ήταν:
· Η αμφισβήτηση από το 53,4% των στελεχών ότι οι ιεραρχικά ανώτεροί τους θα μπορούσαν να επιτύχουν στο έργο τους σε περίοδο επιχειρήσεων.
· Η αμφισβήτηση από το 52,6% των στελεχών ότι οι κατώτεροί τους ιεραρχικά θα επιτύχουν στο έργο τους σε περίοδο επιχειρήσεων.
· Την αμφιβολία του 73% των στελεχών για την αξιοπιστία των οπλικών συστημάτων των μονάδων τους σε περίοδο έντασης.
Η ηγεσία του Στρατού συνήγαγε τότε (Ιούλιος 2001) τα αναγκαία συμπεράσματα και αποφάσισε την καλύτερη επιλογή διοικητών, την οργάνωση των Μονάδων σύγχρονης δομής, την καλύτερη εκπαίδευση του προσωπικού στα οπλικά συστήματα που θα χρησιμοποιεί στον πόλεμο κ.λπ. Για την αξιοπιστία των οπλικών συστημάτων δεν ελήφθη καμία απόφαση, προφανώς διότι τούτο ήταν συνάρτηση των κονδυλίων για ανταλλακτικά και της εν γένει υποστηρίξεώς τους, για τα οποία αρμόδια ήταν η πολιτική ηγεσία. Τι έκανε η τελευταία όταν φυσικά έλαβε γνώση όλων αυτών των άκρως ανησυχητικών συμπτωμάτων; Αντί να λάβει, ως έδει, τα αναγκαία μέτρα για την θεραπεία τους, φρόντισε απλώς να κρύψει τα αποτελέσματα της έρευνας και να θάψει τελείως το θέμα.
Πέντε χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2006, έγινε μία ακόμη έρευνα μεταξύ των στελεχών του Στρατού προκειμένου να μελετηθεί το επίπεδο του ηθικού των. Στο πλαίσιο της εν λόγω έρευνας, το Γραφείο Έρευνας και Πληροφορικής κάθε Σχηματισμού συγκέντρωσε σε κατάλληλους χώρους το 1/5 των στελεχών κάθε μονάδας, από κάθε κατηγορία υπηρετούντων σε αυτές, ήτοι κατώτερους αξιωματικούς, ανθυπασπιστές, μόνιμους υπαξιωματικούς, εθελοντές μακράς θητείας και ΕΠΟΠ που επελέγησαν με κλήρωση καθώς και το σύνολο των ανώτερων αξιωματικών. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα της έρευνας αυτής, σύμφωνα με στοιχεία που αποκάλυψαν με ερώτησή τους στην τότε κυβέρνηση, δέκα βουλευτές της τότε μείζονος αντιπολιτεύσεως υπό τον Μιχάλη Καρχιμάκη;
· Άνω του 60% των στελεχών απήντησαν ότι η αξιοκρατία στον στρατό ευρίσκεται σε βαθμό απογοητευτικό και κακό.
· Το 100% σχεδόν των στελεχών απήντησαν ότι θεωρούσαν τον μισθό τους μικρό έως πολύ μικρό.
· Άνω του 80% απήντησαν ότι το ηθικό τους κυμαίνεται από χαμηλό έως μέτριο.
· Άνω του 70% των στελεχών εύρισκαν επίσης ότι οι προσπάθειες που κατέβαλλε η Υπηρεσία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους ήταν λίγες έως ελάχιστες.
Τι έγινε μετά την έρευνα αυτή από πλευράς της διαφορετικής τότε πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΘΑ, δεν χρειάζεται να απαντηθεί γιατί υπουργός Εθνικής Άμυνας τότε ήταν ο κ. Ε. Μεϊμαράκης.
Πέντε χρόνια αργότερα, με τους μισθούς των αξιωματικών και το συνταξιοδοτικό τους θέμα στην γνωστή κατάσταση, με το υλικό των Ενόπλων Δυνάμεων στο σύνολό του κακοσυντηρημένο λόγω της συνεχούς περικοπής του λειτουργικού τους προϋπολογισμού και της αξιοκρατίας στα γνωστά πάντα επίπεδα, θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να γίνει μία ακόμη έρευνα για να δούμε αν τα συμπεράσματά της θα ήταν συμβατά ότι όλα αυτά γίνονται «χωρίς να μειωθεί καθόλου το αξιόμαχο και η μαχητική ισχύς της χώρας» όπως, όλως παραδόξως, επιμένει να υποστηρίζει ο διάδοχος του κ. Ε. Μεϊμαράκη, σημερινός ΥΕΘΑ κ. Ε. Βενιζέλος.
Εδώ βέβαια τίθεται το θέμα πώς ασκεί κάποιος την εξουσία και την εν γένει διοίκηση του τομέα που του ανετέθη. Στην Αμερική, για παράδειγμα, ο στρατός πραγματοποιεί παρόμοιες έρευνες, γνωστός ως Climate Survey, κατ’ ελάχιστον κάθε εξάμηνο και κατά μέγιστο κάθε δύο χρόνια. Σκοπός τους είναι η ενημέρωση της στρατιωτικής και της πολιτικής ηγεσίας για τα αναφυόμενα εκάστοτε προβλήματα και η λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή τους. Και τούτο προφανώς διότι, κατά την άσκηση κάθε εξουσίας και διοικήσεως, η πλήρης γνώση ενός προβλήματος αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την επίλυσή του.
Στην Ελλάδα, αυτές οι αυταπόδεικτες έννοιες όχι μόνο ελλείπουν τελείως, αλλά έχουμε το φαινόμενο να λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις για την άμυνα της χώρας, με πλήρη άγνοια του προβλήματος. Ένα δε από τα σημαντικότερα από αυτά είναι ο ανθρώπινος παράγοντας και κυρίως το ηθικό των μονίμων στελεχών που αποτελούν την ραχοκοκαλιά του συστήματος, το οποίο εδόθη συνοπτικώς παραπάνω.
Με την πρακτική που ακολουθείται εδώ, να γίνεται δηλαδή μία έρευνα κάθε πέντε χρόνια και τα ευρήματά της στην συνέχεια να αγνοούνται και τώρα να μη γίνεται καν έρευνα, ώστε να δουν αυτοί που ασκούν την εξουσία πού διάβολο είμαστε και πού πάμε, ο καθένας μας μπορεί να μαντέψει ποια θα είναι η τελική κατάληξη.
Κόσμος του Επενδυτή