Αποτελεί πρόσωπο ανεπιθύμητο για τον τουρκικό εθνικισμό. Διακηρυγμένος αντικεμαλιστής, ο Χαλίλ Μπερκτάι γεννήθηκε για να λέει ιστορίες. Ο χε...
Αποτελεί πρόσωπο ανεπιθύμητο για τον τουρκικό εθνικισμό. Διακηρυγμένος αντικεμαλιστής, ο Χαλίλ Μπερκτάι γεννήθηκε για να λέει ιστορίες. Ο χειμαρρώδης καθηγητής έσπασε το ταμπού της Γενοκτονίας του 1915 και τεκμηρίωσε ιστορικά, αυτό που όλοι αρνούνταν στην Τουρκία. Ότι, δηλαδή, η Γενοκτονία των Αρμενίων, των Ποντίων και των Ασσυρίων αποτέλεσε ενιαίο σχέδιο εθνοκάθαρσης και εκτουρκισμού της Ανατολίας. Το «Βήμα» συνάντησε τον κ. Μπερκτάι στη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν προσκεκλημένος του Κέντρου για την Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
«Αποφάσισα να εμπλακώ στο Αρμενικό ζήτημα, όταν είδα για πρώτη φορά φωτογραφίες από την Γενοκτονία. Έκλαιγα για αρκετή ώρα» διηγείται. Ο κ. Μπερκτάι μεγάλωσε στην εποχή του Μακαρθισμού, με τον κομουνιστή πατέρα του, Ερντογάν Μπερκτάι, να ανήκει στους πλέον σοβαρούς διανοητές της εποχής του. «Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο από Μαρξισμό, δικαιοσύνη, τιμιότητα και ισότητα. Ωστόσο, ήταν έναν καταπιεστικό κλίμα. Πάντα μου έλεγαν να προσέχω τι λέω και να μην μιλώ για τα πολιτικά. Η νιότη μου δημιούργησε συμπάθεια σε όποιον υποφέρει» λέει.
Κατά την διάρκεια του σπουδών του στις ΗΠΑ, έγινε Μαοϊκός, αντιδρώντας στην Σοβιετική εισβολή της Πράγας. «Τότε, ήμουν 21 ετών και διένυα μία αναζήτηση αγνότητας. Βρέθηκα σε μία αμόλυντη μορφή του Μαρξισμού, αν και αργότερα αναγνώρισα ότι επρόκειτο για ψευδαίσθηση. Η αγνότητα και το αμόλυντο αποτελούν τα υλικά κάθε διδακτορίας!» εξομολογείται. Το 1969 επέστρεψε στην Τουρκία και έγινε λέκτορας στο πανεπιστήμιο της Άγκυρας. «Το 1971 ήρθε η χούντα. Μας συνέλαβαν, βασανίστηκα και πέρασα 2,5 χρόνια στη φυλακή. Βγήκα έξω με την γενική αμνηστία του 1974. Δίδαξα οικονομική ιστορία, η οποία, όμως, γινόταν όλο και λιγότερο οικονομία και όλο περισσότερο ιστορία» τονίζει. Την δεκαετία του 1980 είχε πια αποστρατευθεί από τον ακτιβισμό της Αριστεράς. «Διατηρώ την αριστερή μου προέλευση και είμαι αντιεθνικιστής, αντιμιλιταριστής, και αντικεμαλιστής και γενικά «αντί» σε πολλά πράγματα» σχολιάζει. Ακάματος εργάτης της Ιστορίας, εισήλθε στα ενδότερα της τουρκικής εθνικιστικής ιστοριογραφίας και εξοικειώθηκε με τον «εσωτερικό κόσμο του τουρκικού εθνικισμού», ο οποίος, όπως παρατηρεί, έχει πολλά παρατσούκλια: «Μαύρο Κουτί, Άγιος των Αγίων και άλλα πολλά!»
Η αποκάλυψη της Γενοκτονίας
Ο κ. Μπερκτάι διέκρινε το αποτύπωμα της Γενοκτονίας μέσα στις εσωτερικές δομές της εθνικιστικής ιστοριογραφίας και το 2000 παρουσίασε την έρευνά του στις ΗΠΑ. «Ήξερα ότι αυτό που θα έλεγα, θα είχε επίπτωση. Ο αρνητισμός έσπασε και δημιούργησε μία ακαδημαϊκή σχολή ειλικρινείας και διαλόγου. Όταν γύρισα στην Τουρκία, η κοινή γνώμη είχε μετατραπεί σε σιδηρούν παραπέτασμα. Όλοι επαναλάμβαναν τα ίδια κλισέ για την «αρμενική συκοφαντία» και την «δήθεν γενοκτονία» και έλεγαν ότι «δεν μπορούν να προσβάλλουν την καθαρή παιδεία του έθνους μας»» διηγείται. «Το τουρκικό κατεστημένο μέχρι τότε μπορούσε να ανεχτεί πράγματα που λέγονταν στο περιθώριο, όχι όμως στο προσκήνιο. Έγινα ο πιο διαβόητος εγκληματίας. Η διάλυση του μύθου της «Άσπιλης Σύλληψης» του τουρκικού έθνους – κράτους δεν ήταν ΟΚ! Δημιουργήθηκε μία τρέλα, με καμπάνιες για την απόλυσή μου από το πανεπιστήμιο. Έλαβα απειλητικά email και παράλογα μηνύματα για την καταγωγή της μητέρας μου. Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να βγάλει το μυαλό ενός ακραίου» σημειώνει ο καθηγητής.
Όπως λέει, η ομαλοποίηση της συζήτησης για την Γενοκτονίας, θα επιλύσει οριστικά το αρμενικό ζήτημα. «Η αλήθεια δεν είναι διαπραγματεύσιμη, όμως μπορεί να διδαχθεί. Τα τελευταία 10 χρόνια η συμπεριφορά γύρω από την Γενοκτονία έχει μαλακώσει» εξηγεί. Ωστόσο, σημειώνει ότι η κατάχρηση της λέξης Γενοκτονίας, την αποδυναμώνει και προκαλεί αγανάκτηση. «Ο όρος είναι δύσκολος και επικίνδυνος» σχολιάζει. «Πιστεύω ότι υπήρχε μόνο μία Γενοκτονία και δεν εννοώ ότι αυτό που συνέβη στον Πόντο δεν ήταν Γενοκτονία. Αντίθετα, λέω ότι οι Ενωτικοί, δηλαδή η ηγεσία της επιτροπής Ένωσης και Προόδου, κυρίως δε ο Ταλάτ, είχαν ένα μαζικό σχέδιο για τον εκτουρκισμό της Ανατολίας. Και αυτό εφαρμόστηκε στους Αρμενίους, τους Ποντίους και τους Ασσυρίους. Προτιμώ να το βλέπω ως ένα ενιαίο σχέδιο, που και το κάνει και πιο εύκολα συζητήσιμο και κατανοητό» υπογραμμίζει.
Με παππού και γιαγιά από την Κρήτη
«Υπάρχει ένα οικογενειακό ιστορικό,
για το οποίο, όμως, έχω αμφιβολίες και ερωτήματα. Η οικογένεια ήρθε στη Σμύρνη από την Άνω και την Κάτω Βιάννο. Η παράδοση λέει ότι όταν οι Οθωμανοί ξεκίνησαν την κρητική εκστρατεία το 1645, οι πρόγονοί μας ήταν σπαχήδες τιμαριώτες από το Ικόνιο και την Καππαδοκία και συμμετείχαν στον πόλεμο. Η οικογενειακή μυθολογία λέει ότι ο πρόγονός μας ερωτεύτηκε μία ντόπια Κρητική, παντρεύτηκαν και έκαναν δύο γιούς, τον Μεχμέτι Τσελεμπί και τον Γέρος Τσελεμπί. Σύμφωνα με αυτή την ιστορία, ερχόμαστε από την πλευρά του Γέρος Τσελεμπί» διηγείται. Όπως εξιστορεί, λίγο πριν την Κρητική επανάσταση του 1896, η οικογένεια έφυγε στην Τουρκία. Με τη λήξη του ατυχούς πολέμου του 1897, γύρισαν πίσω στην Κρήτη, όμως το 1900 επέστρεψαν οριστικά στη Σμύρνη. Ο κ. Μπερκτάι αμφισβητεί την «ευγενή» καταγωγή της οικογένειας. «Το σίγουρο είναι ότι οι θείοι μου είχαν εμπλακεί στον πόλεμο και είχαν επιτεθεί σε ένα ελληνικό χωριό, όπου σκότωσαν γυναικόπαιδα. Υπάρχουν και φονιάδες στην οικογένειά μου. Ποιος ξέρει πόσοι τέτοιοι σκελετοί κρύβονται στις ντουλάπες μας;» λέει.
«Να γράψουμε μαζί την Ιστορία»
Τι θα γινόταν εάν γράφαμε από κοινού τα βιβλία ιστορίας; «Αν γράφαμε όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια και αλλάζαμε την διδασκαλία της ιστορίας, η επίπτωση θα ήταν τεράστια! Η αλλαγή στην τουρκική κουλτούρα και παιδεία, στον εθνικό χαρακτήρα, την κοινωνία, θα ήταν ευρεία. Εγώ συμφωνώ με τον Κέυνς, ο οποίος μίλησε για το βάρος των παλιών ιδεών. Υπάρχει αυτό το νεκρό φορτίο του παρελθόντος που κρατά ομήρους πολλές κοινωνίες» παρατηρεί. Όπως σημειώνει, η Τουρκία έχει ένα διαφορετικό είδος ιστορίας, που δεν εστιάζει στην ιστορική γνώση, αλλά στην κατήχηση και ερμηνεία των εθνικών μύθων. «Εάν τα παιδιά δεν μάθαιναν ότι έχουμε εχθρούς, ότι ήμασταν πάντοτε σωστοί, δίκαιοι και ένδοξοι, ότι ποτέ δεν θέλαμε να καταπιέσουμε κανέναν και ότι πολεμούσαμε μόνο για άμυνα, θα ήταν αλλιώς. Μία ιστορία αποεθνικοποιημένη θα απελευθερωνόταν από την αιώνια υποδούλωσή της στους εσωτερικούς» εχθρούς» σημειώνει. Όπως συμπεραίνει ο κ. Μπερκτάι, η αλλαγή του βιβλίου και της διδασκαλίας της Ιστορίας θα οδηγούσε αδιαμφισβήτητα σε μία κοινωνία, ειρηνική, λιγότερο επιθετική, πιο ανεκτική, πολυπολιτισμική και δημοκρατική
ΤΟ ΒΗΜΑ