«Μακαριότατε, Κύριε Αρχηγέ του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας,
Σεβασμιότατοι, Πανιερότατε, Θεοφιλέστατε, Ελογιμότατοι κύριοι συνάδελφοι στο Πανεπιστήμιο, Πανοσιολογιότατοι και Αιδεσιμολογιότατοι στρατιωτικοί ιερείς,
ευχαριστώ θερμά τον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και Πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για την πρωτοβουλία αυτή της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ευχαριστώ θερμά τον Πρόεδρο και τα μέλη της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής. Ο Άγιος Ναυπάκτου συντόνισε, όπως είδα, με δεξιοτεχνία τις προετοιμασίες αυτής της σύναξης.
Ευχαριστώ εκ προοιμίου τους εισηγητές και όλους εσάς για την διαθεσιμότητά σας να είστε σήμερα εδώ σε αυτό το forum επικοινωνίας της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, με το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας, στο οποίο ανήκει ως κοινό σώμα το σώμα των στρατιωτικών ιερέων, το θρησκευτικό σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων.
Όπως εύστοχα τόνισε ο Μακαριότατος, ο στρατιωτικός ιερέας είναι διφυής και δισυπόστατος. Είναι ιερέας της Εκκλησιάς της Ελλάδος, χειροτονημένος κατά την κανονική τάξη, είναι και αξιωματικός των Ενόπλων Δυνάμεων. Έχει όλα τα προνόμια και κυρίως όλες τις υποχρεώσεις του Έλληνα αξιωματικού. Ταυτόχρονα, πρέπει να είναι μια πνευματική προσωπικότητα. Πρέπει να λειτουργεί μέσα στο στράτευμα και μέσα στην κοινωνία κατά τρόπο υποδειγματικό. Για την ακρίβεια, ο στρατιωτικός ιερέας υπόκειται σε δύο διαφορετικές πειθαρχίες: στην πειθαρχία της Εκκλησίας και στην πειθαρχία των Ενόπλων Δυνάμεων. Μπορεί όμως τα πράγματα να αντιστρέφονται και επειδή υπάγεται σε δύο πειθαρχίες, μπορεί να διαφεύγει και από τις δύο πειθαρχίες, καμία να μην ασκείται πλήρως. Η κανονική αρμοδιότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος να μην ασκείται είτε γιατί είναι απόμακρος και απών ο Επίσκοπος και η πειθαρχική δικαιοδοσία των Ενόπλων Δυνάμεων να μην ασκείται λόγω του σχήματος. Και το αποτέλεσμα μπορεί να είναι αποκαρδιωτικό, ενώ θα έπρεπε –και αυτός είναι ο στόχος μας- το σώμα των στρατιωτικών ιερέων να λειτουργεί υποδειγματικά και κατά την εκκλησιαστική και κατά την στρατιωτική τάξη.
Αυτό οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στο ότι οι παραδόσεις στην χώρα μας δεν τηρούνται και δεν αφομοιώνονται. Πράγματι υπάρχει μια λαμπρή παράδοση των στρατιωτικών ιερέων σε δύσκολες συνθήκες, αλλά τώρα δεν είναι εθναρχούσα και εμπερίστατη η Εκκλησία. Το έθνος μπορεί να διέρχεται δύσκολες περιστάσεις δημοσιονομικά, αλλά η Ελλάδα δεν παύει να είναι μία πλούσια αναπτυγμένη χώρα, να μετέχει στη ζώνη του ευρώ, να είναι 22η με βάση τους δείκτες κοινωνικής ανάπτυξης στον κόσμο και 27η σε όγκο οικονομία παγκοσμίως.
Άρα απευθυνόμαστε σε μία κοινωνία η οποία είναι βεβαίως πιεσμένη και ανασφαλής, αλλά κινείται παρόλο αυτά σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο. Και σε μία κοινωνία η οποία έχει εσωτερικές αντιφάσεις, διαφορές κολοσσιαίες εισοδηματικές, μορφωτικές, πολιτισμικές. Και ως προς το μόνιμο προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων υπάρχει μια σταθερή ομάδα αναφοράς αλλά ως προς τους στρατευμένους, τους κληρωτούς που είναι περίπου 50.000, υπάρχει μία μεταβατικότητα και μία εσωτερική διαφοροποίηση τεράστια. Το σώμα αυτό είναι διαβατικό, χάνεται.
Και επιπλέον υπάρχει και ένα εκκλησιολογικό πρόβλημα γιατί το στρατιωτικό σώμα υπάρχει αλλά η εκκλησία συγκροτείται περί τον επίσκοπο, έχει τοπικά χαρακτηριστικά. Άρα ανήκετε στους κατά τόπους επισκόπους τους οποίους και μνημονεύετε. Αυτοί όμως διστάζουν πολλές φορές να ασκήσουν τα πνευματικά και άλλα καθήκοντά τους. Αυτή είναι η σύγκρουση των δικαιοδοσιών. Ίσως εάν αποδεχόμασταν ένα μοντέλο γνώριμο στη δυτική εκκλησία να μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε και στην Ορθόδοξη εκκλησία προσωπικές δικαιοδοσίες, αλλά ευτυχώς επειδή η Ορθόδοξη εκκλησία έχει εντονότερη συνείδηση της ιστορίας και της εκκλησιολογίας αυτό δεν αναγνωρίζεται. Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα. Μόνο έκτακτες καταστάσεις επεδίωξαν να αντιμετωπίσουν διαφορετικά το ζήτημα αυτό.
Λόγω προσωπικής σχέσης πάντα μνημονεύω τον Παντελεήμονα Φωστίνη, ο οποίος επέστρεψε μετά τον πόλεμο ως Μητροπολίτης Ενόπλων Δυνάμεων, μεταξύ της Καρυστίας και της Χίου και επί δικτατορίας εγκαθιδρύθηκε ο Μητροπολίτης Νέας Πελαγωνίας και Ενόπλων Δυνάμεων. Αλλά ήταν και αυτά εκκλησιολογικά παράδοξα τα οποία προφανώς και τα λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη μας και εμείς, όχι μόνο η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αυτά είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να φτάσουμε στην ουσία. Ο στρατιωτικός ιερέας στην εποχή μας δεν απευθύνεται σε ακροατήρια υποχρεωμένα να μετάσχουν σε λατρευτικές πράξεις, να ακούν κηρύγματα ή να υφίστανται χωρίς τη θέληση τους τη συμμετοχή στο μυστήριο της εξομολόγησης. Όλα πλέον κινούνται σε ένα περιβάλλον συνταγματικά και διεθνώς κατοχυρωμένης θρησκευτικής ελευθερίας. Ο καθένας μετέχει επειδή το θέλει και όχι επειδή είναι υποχρεωμένος και στη λειτουργία και στις ακολουθίες και στην εξομολόγηση και μπορεί να μην είναι παρών καν στο κήρυγμα, μπορεί εύκολα δε να κλείνει τα αυτιά του ή και να το χλευάζει και να το απαξιώνει όταν αυτό δεν του λέει κάτι, όταν είναι στερεότυπο, όταν είναι η εκφορά ενός λόγου τυπικού, ρουτίνας, που δεν εκπέμπει κανένα ουσιαστικό μήνυμα, δηλαδή δεν εκπέμπει κανένα μήνυμα κατανόησης, καταλλαγής και αγάπης, όταν δεν καταλαβαίνεις το πρόβλημα του άλλου. Και για να καταλάβεις το πρόβλημα του άλλου πρέπει να καταλάβεις τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζει. Γιατί το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σε σχέση με τους κληρωτούς στις Ένοπλες Δυνάμεις είναι η έλλειψη μιας αγάπης για τη ζωή που εκδηλώνεται στα τροχαία ατυχήματα, στο υψηλό ποσοστό αυτοκτονιών. Εκδηλώνεται με την είσοδο στον χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων του προβλήματος της χρήσης ναρκωτικών και άλλων ουσιών.
Σε μια Μητρόπολη έχεις ορισμένα πάγια χαρακτηριστικά, έχεις μια αστική, μια ημιαστική Μητρόπολη, έχεις έναν πληθυσμό με τον οποίο έρχεσαι σε επαφή, σε παρακολουθεί, υπάρχει μια μαρτυρία, μια σχέση. Στις Ένοπλες Δυνάμεις τι υπάρχει; Υπάρχει μια μονάδα, μια προσωρινή διοίκηση πάντα γιατί όλα είναι περιορισμένα χρονικά. Υπάρχει ένας οπλίτης ή ένας δόκιμος αξιωματικός ο οποίος θα μείνει κάποιους μήνες, θα φύγει, θα έρθει… Ποια είναι η ουσιαστική επαφή; Μήπως τελικά όλα γίνονται τελετουργικά; Μήπως αυτό είναι η χειρότερη μορφή εκκοσμίκευσης; Μήπως τελικά δεν έχουμε πεδίο για τη δράση της θρησκευτικής υπηρεσίας και πρέπει να το ξαναδιαμορφώσουμε, να το επανεπινοήσουμε αυτό το πεδίο δραστηριότητας της θρησκευτικής υπηρεσίας, με σεβασμό στο Σύνταγμα, με σεβασμό στη θρησκευτική ελευθερία, με σεβασμό στην προσωπικότητα του άλλου, με σεβασμό στις ανάγκες ενός σύγχρονου πολίτη χριστιανού ο οποίος έχει αξιώσεις γιατί θέλει από τον κληρικό να διαθέτει προσόντα πνευματικά και κοινωνική αντιληπτικότητα προσαρμοσμένη στα δεδομένα του 21ου αιώνα. Δηλαδή προσαρμοσμένη σε όσα συμβαίνουν στην κοινωνία, στο διαδίκτυο, στην τεχνολογία, στην επιστήμη, στα μέσα ενημέρωσης, στην πολιτική και οικονομική ζωή;
Αυτό είναι μια πολύ κρίσιμη και δύσκολη αποστολή. Θέλει μεγάλα προσόντα, γνώσεις, αγωνία, ενασχόληση, μελέτη, τριβή και ταπεινοφροσύνη βεβαίως. Και από την άλλη μεριά, πρέπει να είστε και αξιωματικοί, υποδειγματικοί, πειθαρχημένοι, να φέρετε το σχήμα με υπερηφάνεια και καθ’ον τρόπο επιβάλλεται κατά την κανονική τάξη. Η συμπεριφορά σας να είναι υποδειγματική από κάθε άποψη. Να μην αναγκαζόμαστε να ανοίγουμε πειθαρχικού και διοικητικού χαρακτήρα διαδικασίες, να υπάρχει μια σχέση πραγματικής πνευματικής επικοινωνίας με την τοπική Εκκλησία και με την Ιερά Σύνοδο βεβαίως στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, αλλά και εκεί όπου στην πράξη ασκείτε το έργο σας.
Αυτά όλα είναι πολύ σημαντικά και ανοιχτά θέματα, των οποίων έχουμε πλήρη συνείδηση και ο κ. Αρχηγός στον οποίον υπάγεστε από στρατιωτικής πλευράς και εγώ αλλά βεβαίως όπως καταλάβατε από τον λιτό αλλά ουσιαστικό λόγο του Αρχιεπισκόπου, και η Εκκλησία και η Ιερά Σύνοδος έχουν πλήρη συνείδηση όλων αυτών των θεμάτων.
Η σημερινή ημερίδα είναι μια καλή ευκαιρία αυτά να τεθούν επί τάπητος, να συζητηθούν ουσιαστικά και όχι με έναν λόγο επιδερμικό. Πρέπει να θέσετε τα θέματα, να μετάσχετε ουσιαστικά στη συζήτηση και στην τελική σύσκεψη που θα γίνει ώστε να μπορέσει η Εκκλησία, αλλά και η Πολιτεία, να βοηθηθεί στο έργο της, να ασκήσει δηλαδή τα καθήκοντά της τα εποπτικά και τα διοικητικά με αποτελεσματικότητα προς όφελος της κοινωνίας και προς όφελος του πληρώματος.
Σας ευχαριστώ πολύ».