ΣΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ Γράφει ο Ανχης (ΤΘ) Κούφας Παναγιώτης Στην μνήμη σου, ανάξιο χέρι τολμάει σήμερα να θέσει την γραφίδα τ...
ΣΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ
Γράφει ο Ανχης (ΤΘ) Κούφας Παναγιώτης
Γράφει ο Ανχης (ΤΘ) Κούφας Παναγιώτης
Στην μνήμη σου, ανάξιο χέρι τολμάει σήμερα να θέσει την γραφίδα του, να γράψει για σένα Κωνσταντίνε, τολμώντας να αφηγηθεί την ιστορία σου.
Σαν πρωτοείδες το φώς του ήλιου, μαζί με το ουράνιο τόξο που βγαίνει μόνο στον καθρέφτη του Βόσπορου, στις 9 του Φλεβάρη του 1404, η μάνα σου, η αρχοντοπούλα Ελένη, κόρη του Σέρβου άρχοντα Δραγάτση που διαφέντευε τις Σέρρες, δισεγγόνα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου, αναθάρρησε ευτυχισμένη, πως θα ΄χε επιτέλους ένα γιό ολόδικό της, μιας και τα τρία μεγαλύτερα αδέρφια σου, ο Ιωάννης, ο Θεόδωρος κι ο Αντρόνικος είχανε γράψει την μοίρα τους δίπλα στον άρχοντα πατέρα σου, τον αφέντη Μανουήλ που καθότανε στον πολύπαθο θρόνο της Βασιλεύουσας.
Μάταιη η ελπίδα της αποδείχτηκε ύστερα.
Αφού οι μοίρες, την μέρα που γεννήθηκες, σου κλήρωσαν αγκάθινο στεφάνι.
Μήτε τα μικρότερα αδέρφια σου που ακολούθησαν, ο Δημήτρης κι ο Θωμάς, θα παρηγορούσαν την έρμη την μάνα σου, μιας και αυτοί φοβισμένοι από την μοίρα της γενιάς τους τράβηξαν δρόμο με τους ισχυρούς της Δύσης και τους κατακτητές της Ανατολής.
Η κυρά Ελένη, που η τύχη της την έφερε στο θρόνο της Πόλης πλάϊ στον σώφρονα πατέρα σου τον κυρ Μανουήλ, θα τέλειωνε την ζωή της χήρα και καλόγρια, να διακονεύει γηροκομείο στο μοναστήρι του Αη Γιάννη στις 23 Μαρτίου 1450, αγιασμένη από την εκκλησία μας με τ΄ όνομα «Αγία Υπομονή».
Ο σοφός και ικανός πατέρας σου Μανουήλ Β΄ των Παλαιολόγων, κατάφερε να ανατρέψει το πραξικόπημα του εξαδέλφου του Ιωάννη Ζ΄ Καντακουζηνού και να κρατήσει το βυζαντινό θρόνο ζωντανό, κάνοντας στην αρχή ειρήνη με τον Βαγιαζήτ.
Κι όταν ο καιρός ήρθε κι ο Βαγιαζήτ έπεσε από το σπαθί του Ταμερλάνου, πρόβλεψε και στήριξε τον γιό του Μωάμεθ Α΄ και κράτησε ειρήνη.
Είχε κι αυτός καταλάβει ότι η αυτοκρατορία θα κρατιότανε μόνο στην ελληνική χερσόνησο και στήριξε τα δεσποτάτα της Πελοποννήσου και της Θεσσαλονίκης, βάζοντας άρχοντες εκεί τα αδέρφια σου Θεόδωρο και Ανδρόνικο.
Αλλά στα ύστερά του, νικημένος από την υγεία και τα γηρατειά του, επέτρεψε στον φιλοπόλεμο αδερφό σου τον Ιωάννη να διαφεντεύει το βασίλειο στο όνομά του και μόλις πριν πεθάνει, πρόλαβε ν΄ αποτρέψει τον πόλεμο με τον Μουράτ που πολιόρκησε την Πόλη και δόξα τω Θεώ που τον έπλασε ανυπόμονο ώστε να τα παρατήσει μπρός στα τείχη της.
Είχε σοφία ο πατέρας σου και πρόλαβε να σου την περάσει.
Με διαμελισμένο το βασίλειό του, σου έδωσε ορθά να καταλάβεις πως μόνο η ένωση των εκκλησιών θα έσωνε το λιγοστό Βυζάντιο.
Λόγιος βαθυστόχαστος, αναζήτησε να βρει το ήθος της επερχόμενης δύναμης των Οθωμανών και μέχρι σήμερα τα λόγια του προκαλούν αναταραχή στον κόσμο:
“…Δείξε μου τι νέο έφερε ο Μωάμεθ και εκεί θα βρεις μόνον πράγματα διαβολικά και απάνθρωπα, όπως η διαταγή του να διαδοθεί η πίστη που κήρυττε με το σπαθί. Ο Θεός δεν ευχαριστείται με το αίμα – και το να μην πράττεις λογικά είναι αντίθετο με τη φύση του Θεού.
….Η πίστη γεννιέται από την ψυχή, όχι από το σώμα.
Όποιος θα οδηγήσει κάποιον στην πίστη χρειάζεται την ικανότητα να μιλά καλά και να επιχειρηματολογεί κατάλληλα, χωρίς βία και απειλές.
Για να πείσει κανείς μια λογική ψυχή, δεν χρειάζεται ισχυρό χέρι, όπλα οποιουδήποτε είδους, ή άλλους τρόπους για να απειλεί κάποιον με θάνατο….”
Ο Θεός να τον αναπαύσει, συγχωρέθηκε νικημένος από εγκεφαλικό στις 14 Ιουλίου 1425, ησυχασμένος καλόγερος με το όνομα «Ματθαίος».
Ο αδερφός σου Ιωάννης, που τον διαδέχτηκε στον θρόνο, είχε την πρόθεση του πατέρα σου μα δεν είχε την δύναμη του λόγου του.
Εσύ όμως Κωνσταντίνε, είχες από μικρός την πείρα και την σύνεση να διαφεντεύεις.
Κι ενώ εκείνος πάλευε στη Φερράρα να πείσει της Δύσης τους αφέντες να ενώσουν τις προσπάθειες σε μια σταυροφορία σωτηρίας του Βυζάντιου, προσφέροντας ακόμα και τα πρωτοτόκια της ορθοδοξίας, εσύ έβλεπες τον κίνδυνο μπροστά σου, διαφεντεύοντας ήδη στο όνομά του τις υποθέσεις του κράτους στην Πόλη.
Είχες μια δύναμη παράξενη.
Κάποια από τις μοίρες που σου τάξανε αγκάθινο στεφάνι, στην έδωσε αντίδωρο στο δράμα που σε περίμενε.
Το νιώθανε όλοι δίπλα σου.
Εκεί στην Πάτρα που πολέμησες και την λευτέρωσες μετά από πολιορκία, εκεί που νεαρός διαφέντεψες τα Καλάβρυτα, εκεί που με τ΄ αδέρφια σου λευτερώσατε την Πελοπόννησο.
Στήριγμα του πατέρα σου από μικρός και τώρα του αδερφού σου, απέτρεψες δίκαια τον μικρό σας αδερφό Δημήτριο που πήγε να εκμεταλλευτεί την απουσία σας και να σηκώσει κίνημα στην Πόλη για να προσκυνήσει τον Σουλτάνο το 1442. Αυτά τα δύο μικρά αδέρφια σας, ο Δημήτρης κι ο Θωμάς, θες γιατί ήτανε οι μικρότεροι της γενιάς σας, θες γιατί ζήλευαν, θες γιατί δεν ένιωσαν του ελληνισμού τον κίνδυνο, μίσησαν και μισήθηκαν στο έρμο βασίλειο που πασχίζατε να ορθοποδήσετε.
Κι όταν ο αυτοκράτορας αδερφός τον Οκτώβρη του 1443, σου ανάθεσε να διαφεντέψεις στον Μυστρά, εκεί στο κάστρο της οικογενειακής σου ρίζας, εκεί που έβγαινε το φάντασμα του σπαρτιάτη Λεωνίδα και σε τρόμαζε μικρό τις νύχτες αλλά τις συντρόφευε πιστά σαν αντρώθηκες, δεν δίστασες να δώσεις σχεδόν όλη σου την περιουσία για να περιχαρακώσεις τον Μοριά με τείχος στο Εξαμίλι.
Ούτε δίστασες να προχωρήσεις ως την Βοιωτία και την Φωκίδα.
Έστω κι αν ήξερες πως έβαζες αγκάθι στο μάτι του Μουράτ, που γρήγορα κατέβασε στρατό και σας περιόρισε πάλι στον Μοριά με υποτελή συνθήκη που μοιραία την δέχτηκες.
Μα βλέπεις, είναι της μοίρας τα γραμμένα που δεν ξεγράφουν ότι κι αν κάνεις στην ζωή σου.
Και από μικρός, αν και αφέντης, μόνο και άκληρο σε θέλησαν αυτές.
Να αγαπήσεις και να ερωτευτείς βαθιά κι απελπισμένα, μα απόγονο παιδί να μην χαρείς.
Κι ότι κι αν προσπαθήσεις, στο τέλος να χάνεται στα μάτια σου μπροστά κι εσύ να πονάς μονάχος βλέποντάς το.
Έτσι έγινε και με την Μανταλένα, την πρώτη σου αγάπη.
Κόρη του Τόκκο, του άρχοντα της Ηπείρου και των Ιονίων, την γνώρισες στα 24 σου χρόνια εκεί στα 1428, και σε μάγεψε.
Έζησες μαζί της την αγάπη για δύο χρόνια, στεφανωμένη και βαφτισμένη «Θεοδώρα» στο κάστρο στην Γλαρέντζα και στο Χλεμούτσι.
Και πάνω που ονειρεύτηκες ένα παιδί να σας χαρίσει ο Θεός, ήρθε πάνω στην γέννα της η μοίρα σου η κακιά να την κλέψει κι αυτήν και το παιδί μες στην κοιλιά της.
Εκεί στον τάφο της στο Σαντομέρι της Ωλενίας κοντά στην Αχαΐα, έθαψες μαζί της και της αγάπης το φτερούγισμα.
Έτσι έγινε και δέκα χρόνια αργότερα, όταν υπέκυψες στην πίεση του φίλου σου –κι έπειτα χρονογράφου σου- Γεώργιου Σφραντζή να σε προξενέψει με την αρχοντοπούλα Κατερίνα, την θυγατέρα του φράγκου Ντορίνο που διαφέντευε την Λέσβο και την Λήμνο, τους προμαχώνες της Προποντίδας.
Από το χέρι σε πήρε με το ζόρι ο «καλαμαράς» και πήγατε στης Μυτιλήνης το λιμάνι στου Άγιου Νικολάου την γιορτή μέσα στο καταχείμωνο του 1440 για να ζητήσεις το χέρι της.
Και έδειξε πρόσκαιρα να σου χαμογελάει η τύχη Κωνσταντίνε, σαν την αντίκρισες, διψασμένος από το δεκάχρονο πένθος σου.
Στο ίδιο κάστρο της Μυτιλήνης την παντρεύτηκες τον επόμενο Αύγουστο, εκεί την άφησες να διαφεντεύει δίπλα στον πατέρα της, ενώ εσύ αρμένιζες μια κατά τον Μυστρά και μια κατά την Πόλη, να στηρίξεις το βασιλιά και αδερφό σου.
Μα δεν ήτανε γραφτό…
Στον χρόνο επάνω, αφού χάρηκες το μαντάτο της εγκυμοσύνης της, κίνησες με λαχτάρα να την παραλάβεις από την Μυτιλήνη και να την πάς στην Πόλη να γεννήσει το παιδί σας.
Μα μόλις έβαλες πλώρη με την συνοδεία σου, του Μουράτ ο στόλος που παραμόνευε, σας έσπρωξε στης Λήμνου το απάγκιο, αφού σας έβαλε μπροστά με τα κανόνια του.
Λαχτάρησε η πριγκίπισσα κι αρρώστησε.
Και εκεί όπου την άφησες να αναρρώσει στο Παλιόκαστρο της Λήμνου, φεύγοντας για την Πόλη, εκεί απέβαλλε και άφησε την στερνή της πνοή λίγες μέρες μετά.
Η άδικη μοίρα σου, σ΄ έντυνε χήρο για δεύτερη φορά με τον ίδιο τραγικό τρόπο, μόλις στα 38 σου χρόνια.
Αυτή η κακορίζικη η μοίρα, που πρόσκαιρα έκανε πως σε ξεχνούσε, μα πάντα έβρισκε τρόπο να σου θυμίζει με πόνο το ριζικό που έμελλε στην ζωή σου…...
Κι έτσι, αφού απόσωσες του αδερφού σου το βασίλειο που κινδύνεψε από το χέρι το αδερφικό, γύρισες πίσω στο Μυστρά, μόνος όσο ποτέ, να αφιερωθείς στου κλήρου σου το πρόσταγμα και να κρατήσεις όρθια την Πελοπόννησο, με σπαρτιάτικη γενναιότητα και απόκοσμη σωφροσύνη.
Κι εκεί, στο Μυστρά, περιορισμένος από του Μουράτ τα λεφούσια, αναθάρρησες. Πήρες την δύναμη να αναστήσεις τον τόπο.
Να ενώσεις χωριά και πόλεις, να σμιλέψεις των φράγκων αρχόντων της Κορώνης και την Μεθώνης τις σκληρόκαρδες βουλές και να κρατήσεις τα πόδια του Βυζάντιου όρθια, σε πείσμα των άσχημων καιρών που βίωνε η πατρίδα σου.
Εκεί στον Μυστρά σε βρήκε το μαντάτο, η γραφή του φίλου σου Φραντζή.
Ο αδερφός σου πέθανε από την λύπη του στις 31 Οκτωβρίου 1448, μόλις έμαθε πως οι σταυροφορίες που τόσο αγωνίστηκε να γίνουν για να σώσουν το Βυζάντιο, εισέπραξαν την χαριστική βολή στο Κοσσυφοπέδιο.
Ο Ούγγρος Ουνιάδης είχε ηττηθεί στην Βάρνα το 1444 και εκεί στο στενό οροπέδιο ο Σέρβος Μπράνκοβιτς υπέκυπτε οριστικά στις ορδές των Οθωμανών κι άφηνε εκτεθειμένη όλη την Ανατολή της αυτοκρατορίας.
Ο Ιωάννης δεν το άντεξε.
Χήρος κι αυτός, που έχασε στην πανούκλα του 1439 την αγαπημένη του Μαρία την Μεγαλοκομνηνή, την τρίτη του γυναίκα και παρηγοριά του αφού οι δύο προηγούμενες αποδείχτηκαν πιότερο ξένες και παντρεμένες στα συμφέροντα των οίκων που κατάγονταν.
Κι έτσι μονάχος, απογοητευμένος, άφησε το στέμμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, το σκήπτρο του Ιουστινιανού και το δακτυλίδι του Θεοδόσιου, καυτά στα χέρια σου.
Στον Μυστρά, στην Λακωνική γη που γέννησε μόνο ορκισμένους στον τιμημένο θάνατο βασιλιάδες, ανήμερα των Φώτων του 1449, μέσα στην πετρόχτιστη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, πάνω στον σμιλεμένο πέτρινο δικέφαλο του Οίκου των Παλαιολόγων, γονάτισες και χρίστηκες ως «Κωνσταντίνος ΙΑ’ ελέω Θεού Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων».
Το ακάνθινο στεφάνι φορέθηκε βαθιά στην κεφαλή σου και ο Γολγοθάς σου έδειχνε πλέον ρότα για την Πόλη, σηκώνοντας, σταυρό αβάσταχτο, το ίδιο σου το σκήπτρο.
Στην Βασιλεύουσα, στερνό προμαχώνα μιας Αυτοκρατορίας που κάποτε διαφέντευε ορίζοντες, μα στα στερνά της όριζε με το ζόρι λίγες φλούδες ελληνικής γης, το μεγαλείο είχε δώσει τόπο στην διαφθορά, η δόξα στην ίντριγκα και η αρχοντιά στον ξεπεσμό.
Με την ύστερη συμφωνία της Φερράρας, εκείνη που απεγνωσμένα υπέγραψε ο αδερφός σου, ο ξακουστός Πάπας της Ρώμης Νικόλαος όρισε τον εαυτό του μόνο απόστολο επί της γης και όλες τις εκκλησίες του Χριστού και τα βασίλεια τους υποτακτικές στο θέλημά του.
Την ίδια τη βασιλική της Αγίας Σοφίας, την όριζαν τώρα παπικοί.
Όλοι οι άρχοντες που τόλμησαν να υψώσουν ανάστημα στην περίφημη ένωση, εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν ή εξουδετερώθηκαν χαρακτηρισμένοι ως ανθενωτικοί. Το ίδιο και οι πατριάρχες κι οι δεσπότες της ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ειρωνικά ο πάπας, στην πρώτη –και όχι στερνή- σου έκκληση για βοήθεια, έστειλε τον πρώην μητροπολίτη της Ρωσίας και τώρα χρισμένο καρδινάλιο, τον Ισίδωρο, με μόνο διακόσιους πολεμιστές.
Σ΄ αντάλλαγμα στον όρισε Πατριάρχη Κωσταντινούπολης, σπιούνο επίσημο μέσα στον κόρφο σου.
Μα εσύ Κωνσταντίνε, που ανατράφηκες στα δύσκολα, δεν λύγισες από αυτά.
Θαρρείς κι η Μεγαλόχαρη σου έδινε δύναμη κάθε φορά που προσκυνούσες στις Βλαχέρνες την εικόνα Της.
Θαρρείς, σε μια δραματικά ρομαντική σου σκέψη, θεώρησες πως η Πόλη θα κρατήσει όρθια την Ιστορία που κληρονόμησε.
Πάσχισες πολύ για να την αναστήσεις.
Με τα στερνά αργυρά «υπέρπυρα» που έκοψες σαν νόμισμα με τ΄ όνομά σου, έκανες όλους τους κάτοικους της βασιλεύουσας να σε μάθουν με το μικρό σου όνομα.
«Κυρ-Κωνσταντή» σε αποκαλούσανε στα γιαπιά που έστησες στα τείχη για να τα αναστυλώσεις.
Το ίδιο σε φώναζαν κι οι ψαράδες με τους μούτσους που διόρθωσαν και σήκωσαν την αλυσίδα του Βοσπόρου για να φυλάξει το λιμάνι.
Έτσι σε έμαθαν κι οι επτακόσιοι Γενουάτες του άρχοντα Τζιουστινιάνη που σύντρεξε πιότερο από την λεβεντιά του παρά από την προσταγή του πάπα να στηρίξει την άμυνα της Πόλης.
Κι όταν απέναντι στην Ανδριανούπολη, ανέβηκε στο θρόνο ο φιλόδοξος γυιός του Μουράτ, ο βαφτισμένος στ΄ όνομα του παππού του Μωάμεθ ο Β΄, στα 1451, ήξερες πολύ καλά πως η αναμέτρηση πλησίαζε.
Κι αν κάτι σ΄ έκανε να αμφιβάλλεις, σαν σήκωσε ο έφηβος Οθωμανός το κάστρο Ρούμελι Χισάρ στο Βόσπορο μέσα σ΄ ένα χειμώνα, σιγούρεψε τον κίνδυνο που πλέον απειλούσε την ύστερη φλούδα γης των Ελλήνων μοιραίων απογόνων του Βυζαντίου.
Στην Δύση, στ΄ αρχοντικά των ισχυρών όλοι σε γνώρισαν και όλοι σε κολάκεψαν. Μα λόγια παχιά δεν χόρτασαν ποτέ κανέναν.
Με άδεια χέρια γονάτισες παρακαλώντας να προστρέξουν στο ύστατο φρούριο της Χριστιανοσύνης που βασίλευες.
Με άδεια χέρια επέστρεψες, με παραφουσκωμένες κι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις.
Και για άλλη μια φορά η μοίρα σου, θα σε ξεγελούσε με ένα στερνό προξενιό, με την αρχόντισσα Μάρα, την χήρα του Μουράτ και θυγατέρα του Γιώργη Μπράνκοβιτς των Σέρβων, που οι ψίθυροι έλεγαν πως επηρέαζε τον νεαρό γυιό του Μωάμεθ υπέρ των Χριστιανών.
Μα ή ίδια απέρριψε το προξενιό, θεωρώντας πως μια και είχε περάσει τα πενήντα της χρόνια, δεν θα έδινε στον αυτοκράτορα παιδιά.
Κι έτσι γύρισε και καλογέρεψε δίπλα στον πατέρα της, στερώντας ίσως την τελευταία ελπίδα για διάσωση της Πόλης.
Ήσουν ο πρώτος των στερνών, που έμελλαν να γεύονται της Δύσης τις υποσχέσεις και της Ευρώπης τα φιλέματα.
Όλοι οι απόγονοι που ορκίστηκαν στο έθνος που παρέδωσες, τα ίδια εισέπραξαν και με όμοια άδεια χέρια βρεθήκανε στο τέλος.
Κληρονομιά από την μοίρα σου την κακορίζικη Κωνσταντίνε, που μέχρις σήμερα μας βασανίζει.
Όμως, εκεί που η νομοτέλεια των ισχυρών ορίζει τον αφανισμό, εκεί η αντρειοσύνη δίνει σ΄ αυτόν που θα χαθεί το μεγαλείο να μείνει αθάνατος μέσα από το χαμό του.
Κι αυτή κληρονομιά από παππούδες βασιλιάδες, που έμαθαν να στέκονται σε Θερμοπύλες και να χαρίζουν αιώνια δόξα κι ατέρμονη ιστορία στο έθνος που υπηρέτησαν.
Μ΄ αυτό το θάρρος, την σιγουριά του απελπισμένου και του Χάρου την κρύα πνοή, αντίκρισες τα στίφη του μελλούμενου πορθητή, να πλησιάζουν τα τείχη της Κωσταντινούπολης εκείνο το ψυχρό πρωινό στις 6 Απριλίου του 1453.
(Το έχει η μέρα φαίνεται, στην ίδια ημερομηνία, αυτής της πατρίδας να της χτυπούν την πόρτα οι εχθροί της, ζητώντας γη και ύδωρ, κληρονομιά κι αυτή από την μοίρα του στερνού αυτοκράτορά της).
Με την ίδια ψυχραιμία είδες τον στόλο του Μωάμεθ να κάνει «υπερνεώλκηση» και να περνάει στον Κεράτιο 70 καράβια για να σου πάρει τις πλάτες του Βόσπορου. Με την ίδια ελπίδα χάρηκες που έφερνε εκείνο το τρελόπαιδο ο Φλαντανελάς τρία Γενουάτικα πλοία στις 20 Απριλίου, σαν πέρασε αλώβητος τον στόλο των Οθωμανών.
Με την ίδια απελπισμένη σιγουριά αλλά και πίστη, στάθηκαν δίπλα σου 3000 ρωμιοί πολεμιστές, αντάμα με 700 Γενουάτες και 1200 ξένους, που προστρέξανε βλέποντας την ανάγκη σου, φτηνό κι ειρωνικό αντάλλαγμα των δυτικών στις παρακλήσεις σου.
Μα το ήξερες.
Μοναδικός σου σύμμαχος ήταν τα αρχαία τείχη του Θεοδόσιου, με τον περίβολο και τις πολεμίστρες.
Αυτά που κράτησαν πολλούς επίβουλους κατακτητές στο παρελθόν.
Με σύνεση και περισσή στρατιωτική πείρα, έταξες τους λιγοστούς στις θέσεις τους.
Στην πύλη των Πηγών έβαλες τον Θεόφιλο τον ξάδερφό σου με τους γενναίους του.
Δίπλα του τον Φίλιππο Κονταρίνι να φυλάει την Χρυσή Πύλη.
Από δίπλα τον Γενοβέζο Μανουήλ με τους δικούς του μέχρι τα θαλάσσια τείχη.
Σ΄αυτά όρισες το στερνοπούλι των Καντακουζηνών τον Δημήτριο, να αποτρέψει τον εμβολισμό.
Στο Μιρίανδρο έταξες τον Τζιουστινιάνι με τους Γενουάτες του να σου συντρέξει άμεσα και αυτούς να τους συντρέξουν οι αδερφοί Μπογκιάρντι.
Στις Βλαχέρνες έβαλες τον Βενετό βάΐλο Μιννότο και δίπλα του ο Τεόντορο Καρίστο, στρατοπέδευσε μαζί με τους άντρες του στο τμήμα των τειχών μεταξύ της πύλης Καλιγαρίας και του Θεοδοσιανού τείχους.
Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος μαζί με τους αδελφούς Λανγκάσκο ήταν πίσω από την τάφρο στο σημείο που κατέληγε στον Κεράτιο.
Τα θαλάσσια τείχη φυλάσσονταν από την πλευρά της Προποντίδας από τον Τζιάκομο Κονταρίνι, ο οποίος αμυνόταν στην περιοχή του Στουδίου.
Δίπλα του υπήρχε ένα τμήμα από Έλληνες καλόγερους.
Στο λιμάνι του Ελευθερίου ήταν ο πρίγκιπας Ορχάν με τους Τούρκους του, ενώ στο ανατολικό παράλιο της Προποντίδας εγκαταστάθηκαν άντρες της καταλανικής παροικίας υπό τον Περέ Χούλια.
Ο καρδινάλιος Ισίδωρος με 200 τοξότες υπεράσπιζε το ακρωτήριο της ακρόπολης. Τις ακτές του Κερατίου κόλπου φύλασσαν 700 Βενετοί και Γενοβέζοι ναύτες υπό τον Γκαμπριέλε Τρεβιζάνο.
Στον Αλβίζο Ντιέντο παραχωρήθηκε η διοίκηση των πλοίων που ήταν στον κόλπο.
Μέσα στην πόλη υπήρχαν δύο αποσπάσματα ως εφεδρεία:
ένα υπό τον Λουκά Νοταρά, που στάθμευε στην συνοικία της Πέτρας, και το άλλο, υπό τον Νικηφόρο Παλαιολόγο, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.
Για σένα Κωνσταντίνε, κράτησες το πιο αδύναμο σημείο.
Με την φρουρά των ανακτόρων στάθηκες στο Μεσοτοίχιο, μπροστά στο ρέμα του Λύκου κι έκανες βίγλα την πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Απέναντί σου στήθηκε κι ο γόνος του Οθωμανικού θρόνου με τους γενίτσαρούς του και την μπομπάρδα του Ουρβανού.
Για 6 μέρες έριχνε κανονιές ο Μωάμεθ και γκρέμισε την Χαρίσια Πύλη.
Την νύχτα όμως, οι πολεμιστές σου Κωνσταντίνε έβαζαν πηλοφόρι στην πλάτη και γίνονταν κτιστάδες κι εσύ πρωτομάστορας.
Και το πρωί έβρισκε τα τείχη σηκωμένα και τον πολιορκητή να ουρλιάζει.
Στις 12 Απριλίου, έφεραν το στόλο τους από την Καλλίπολη και τον αγκυροβόλησαν απέναντι από το Διπλοκιόνιο.
Τα βυζαντινά κανόνια δεν τα έφταναν στις βολές τους.
Αυτό είδε κι αναθάρρησε ο Μωάμεθ και διέταξε επίθεση το βράδυ στις 18 Απρίλη μπροστά σου στο Μεσοτοίχιο.
Αλλά ο Τζιουστινιάνης στάθηκε γερά και στήριξε την άμυνά σου.
Το πρωί βρήκε πάνω από 200 νεκρούς και άθικτους τους υπερασπιστές της Πόλης.
Κι έβαλε να πάρουν πλάτες στην θάλασσα, στις 22 Απριλίου, περνώντας τα καράβια με τροχούς στην όχθη του Βοσπόρου, κάτω από τα τείχη.
Αλλά κι εκεί γευτήκανε το υγρό πύρ –παλιά συνταγή βυζαντινή- και κλείστηκαν απέναντι.
Μα ότι δεν καταφέρνει του εχθρού το όπλο, το καταφέρνει η απελπισία του αποκλεισμένου.
Ξέχασες Κωνσταντίνε, πως την Πόλη σου υπεράσπιζαν ξένοι, αλλόφυλοι, που είχαν πατριώτες απέναντι που στήριζαν τον εχθρό σου.
Κι έτσι ξέσπασαν σε καυγάδες κατηγορώντας ο ένας τον άλλον για προδότη.
Ξέχασες στον αχό της καθημερινής μάχης, πως τα ίδια ταλαίπωρα κορμιά πολεμούσαν ακάματα το πρωί και έχτιζαν το βράδυ.
Ξέχασες πως η πείνα δεν περιφρονείται από τους απελπισμένους και γονατίζει τους θαρραλέους.
Αλλά, δεν ξέχασες πως η πίστη χαλυβδώνει τους ανίσχυρους.
Κι ήξερες πως η πίστη όλων είχε κλονιστεί, με κείνες τις έριδες που θέλανε πιστούς της χριστιανικής εκκλησίας χωρισμένους σε στρατόπεδα.
Πάνω στα τείχη, σαν από θαύμα απόκοσμο, ενωμένοι οι οπαδοί των φράγκων και του πάπα, ενώσανε την ύστατη ώρα την προσευχή τους με τους μέχρι πριν λίγο άσπονδους εχθρούς της ορθοδοξίας.
Με δακρυσμένα μάτια, λιτανεύουν τις εικόνες των Αγίων και τα λάβαρα της δοξασμένης αυτοκρατορίας.
Και είναι τόσο ισχυρή η φωνή τους, που δίνει μια δύναμη παράξενη σε όσους πήγαν να λυγίσουν.
Και ήταν αρκετή για σε χαλυβδώσει Κωνσταντίνε, στον τελευταίο πειρασμό σου.
Αυτόν τον πειρασμό, που ο αντίχριστος τόλμησε ακόμη και στον ίδιο Τον Θεάνθρωπο να δοκιμάσει.
Για σένα διάλεξε ένα χρυσόβουλο, από τον ίδιο τον Μωάμεθ, να σου χαρίζει πλούτη, εξουσία και σιγουριά για το βιός και την οικογένειά σου.
Μα ποιό βιός?
Αυτό που κουτσουρέψανε οι Φράγκοι άρχοντες που βύζαξαν τον Μοριά?
Ποιά οικογένεια?
Αυτήν που πένθησε πριν καλά γιορτάσει?
Ποιά αρχοντιά?
Σε πόλη φάντασμα ενός παραμυθιού με σκλάβους κάτοικους?
Ήτανε περιττός για σένα ο πειρασμός.
Ίσα για να σου δώσει την ευκαιρία, να γράψεις με την σειρά σου ξανά την ίδια απάντηση που έδωσε ο πρόγονός σου στον Ξέρξη, εκεί στις Θερμοπύλες, για να περάσει κι αυτή στην ανεξίτηλη γραφή της Ιστορίας:
“Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.”
Στις 28 του Μάη, τα νταούλια χτύπησαν ασταμάτητα στου Μωάμεθ το στρατόπεδο. Οι ιμάμηδες αλάλαζαν στα στίφη των Οθωμανών νηστεία, λουτρό και προσευχή. Ζύγωνε η μεγάλη ώρα.
Το βράδυ, μετά τον εσπερινό, λαός πολύς μαζεύτηκε στην Αγιά Σοφιά κι οι δεσποτάδες λειτούργησαν δέηση παρακλητική στην Θεοτόκο.
Ανάμεσά τους κι εσύ, χωρίς τα διακριτικά του αξιώματός σου, ίσος στον ίσο, στάθηκες στο πλατύσκαλο της ωραίας πύλης και ζήτησες συγχώρεση από όλους. Ψύχωσες με τα λόγια σου και τον πιο απελπισμένο εκείνης της νύχτας, θυμίζοντας σαν παραμύθι την κληρονομιά που έσερνε το γένος από αιώνες και κάθε τόσο ζήταγε εξόφληση.
Κι ύστερα φόρεσες την πανοπλία σου, καβάλησες την άσπρη σου φοράδα και χάθηκες στο σκοτεινό μονοπάτι που οδηγεί στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Πριν ξημερώσει η αποφράδα μέρα, οι μπασιμπουζούκοι σκαρφάλωναν τα τείχη.
Κι ακάματο σε βρήκε το ξημέρωμα της 29ης Μαΐου, να γκρεμίζεις ασταμάτητα εχθρούς.
Μέχρι που, με ειρωνεία, η μοίρα που έγραψε την τύχη σου σ΄ αυτόν τον μάταιο κόσμο, χάραξε στην ιστορία την στερνή της γραφή.
Πίσω από την παραβιασμένη Κερκόπορτα λίγοι γενίτσαροι αναστάτωσαν τους συμπολεμιστές σου.
Κι ένα βέλος βρήκε στο στήθος τον Τζιουστινιάνη και σύγχυσαν τους Γενουάτες που τον απέσυραν από την μάχη τραυματισμένο.
Ήτανε αρκετά για να κλονίσουν το ηθικό όλων αυτών που επί 54 μερόνυχτα υπεράσπιζαν τα τείχη της βασιλεύουσας.
Η μια φωνή έφερε την άλλη πάνω στα τείχη κι ο πανικός μεταδόθηκε στους ξενυχτισμένους υπερασπιστές.
Στο ξημέρωμά της εκείνη η γρουσούζα Τρίτη, άφηνε μια κραυγή που πάγωνε την ίδια την Ιστορία στο άκουσμά της: «Η Πόλις εάλω».
Ήταν εκείνο το ξημέρωμα, που άφηνες την ύστατη πολεμική κραυγή σου, χωμένος μέσα στα στίφη των γενίτσαρων, ζητώντας κάποιον χριστιανό να σου πάρει το κεφάλι.
Δεν ξέρω ποιόν αντίκρισαν τα μάτια σου Κωνσταντίνε την στερνή σου ώρα.
Ποια λεπίδα λύτρωσε το μαρτύριο της ζωής σου και τι είδαν τα μάτια σου πριν σφαλίσουν.
Στην στερνή ώρα του ανθρώπου, μόνο ο Θεός που απολογείται η ψυχή του, γνωρίζει, κρίνει και δικαιώνει.
Γνωρίζω μόνο αυτό που έγραψε ο Σφραντζής στην γλώσσα της εποχής σου, χρονογραφώντας τις δραματικές ώρες της Άλωσης:
«Ο βασιλεύς οὖν ἀπαγορεύσας ἐαυτόν, ἰστάμενος βαστάζων σπάθην και ἀσπίδα, είπε λόγον λύπης άξιον: "οὐκ έστί τις τῶν χριστιανῶν τοῦ λαβεῖν τήν κεφαλήν μου ἀπ΄ ἐμοῦ;" ἦν γάρ μονώτατος ἀπολειφθείς….
Τότε είς τῶν Τούρκων δούς αὐτῷ κατά πρόσωπον καί πλήξας, καί αὐτός τῷ Τούρκῳ ἐτέραν ἐχαρίσατο'
τῶν ὁπισθεν δ΄ἐτέρος, καιρίαν δούς πληγήν, ἔπεσε κατά γῆς' οὐ γάρ ῄδεισαν ὃτι ὁ βασιλεύς ἐστιν, ἀλλ΄ ὡs κοινόν στρατιώτην τοῦτον θανατώσαντες ἀφῆκαν…..
Πλείονας κεφαλάς τῶν άναιρεθέντων ἔπλυναν, εἰ τύχοι καί τήν βασιλικήν γνωρίσωσι, καί οὐκ ἡδυνήθησαν γνωρίσαι αὐτήν, εἰ μή τό τεθνεώς πτῶμα τοῦ Βασιλέως εὐρόντες, ὄ ἐγνώρισαν ἐκ τῶν βασιλικῶν περικνημίδων, ή και πεδίλων ένθα, χρυσοί ἀετοί ἦσαν γεγραμμένοι, ὡs ἔθος ὑπῆρχε τοῖς βασιλεύσι».
Μα πάνω από όλα, ας μου συγχωρέσει η σεπτή σου μνήμη, να πιστέψω κι εγώ τον θρύλο που σε τύλιξε στην δόξα της τραγικότερης ώρας του γένους που έπεσε στους ώμους σου.
Αυτό τον θρύλο, που γλύκανε στην παρηγοριά του, γενιές αμέτρητες ως σήμερα και κράτησε ζωντανό το καντήλι στον άγνωστο τάφο σου.
Εκεί που σε ασφάλισε μαρμαρωμένο ένας άγγελος Κυρίου, με την προσταγή πως σαν σημάνει η ώρα να σε ξυπνήσει.
Να σταθείς και πάλι στην καβάλα στην φάρα σου την ασπροποδαράτη και κτύπο – κτύπο ν΄αποδιώξεις το άπιστο μιλέτι ως την Κόκκινη Μηλιά.
Στις 29 Μαΐου 1453, ένας κεραυνός σταμάτησε το χρονόμετρο του γένους.
Χιλιάδες γεννήθηκαν και πέθαναν, παντρεύοντας την απελπισία με την μάταια προσμονή.
Και άλλες τόσες χιλιάδες έζησαν του γένους την ανάσταση, πλασμένη μέσα από την ιστορία που άφησες και γιγαντωμένη από τον θρύλο που σε κράτησε ζωντανό. Και άλλοι τόσοι, έπεσαν στα τείχη που τους όρισε η μοίρα του καθενός, παραδειγματισμένοι στ΄ όραμα της δικής σου θυσίας, Κωνσταντίνε.
Οι σύγχρονοι και ίσως έσχατοι καιροί, μας επιφύλαξαν ξανά προκλήσεις.
Ίσως να στάθηκες τυχερότερος στου χρόνου το διάβα, Κωνσταντίνε, να τελειωθείς σε μια εποχή που άρχιζε η σήψη των εθνών.
Και ίσως να είσαι ευλογημένος, που δεν βίωσες τριγμούς λαών και συνειδήσεων.
Στις μέρες σου οι άρχοντες ζούσαν και πέθαιναν για την πίστη τους και την επικράτηση της φυλής που ηγούνταν.
Σ΄ αυτές που ακολούθησαν το θάνατό σου, οι λαοί πλανεύτηκαν από ιδέες και οι άρχοντες ξέπεσαν.
Οι βαριές πανοπλίες των ιπποτών της εποχής σου, αντικαταστάθηκαν από ελαφρύτερες.
Στις μέρες μας, οι ηγήτορες φτάσανε να μην υπάρχουν ή τουλάχιστον να μην διακρίνονται.
Μα το χειρότερο, στις μέρες μας, ακόμη κι όσοι μπαίνουν μπροστά και κάνουν τον ηγέτη, άλλον έχουν αφέντη, πέρα από το θεό που προσκυνάνε.
Τις γραφές αντικατέστησαν εικόνες άϋλες και πλάνες.
Τις σχέσεις των ανθρώπων τις καθορίζουν σύρματα και κεραίες.
Τη δύναμη των ισχυρών ζυγιάζουν νούμερα λογιστικά και χάρτινο χρυσάφι.
Κι οι πόλεμοι πια δεν γίνονται για φλούδες γης προγονικές, να τις εξουσιάσουν άνθρωποι, μα για τα σπλάχνα της που ξερνάνε καύσιμο για τις μηχανές, που εξουσιάζουν τους ανθρώπους.
Και η δική σου ιστορία Κωνσταντίνε, πέρασε σε κιτάπια, που τα σύγχρονα χέρια βαριούνται να φυλλομετρήσουν κι ίσως ραθυμούν να εκτιμήσουν την αξία της.
Μόνο σε τούτη την γωνιά της γης, κάτι σμιλεμένα αγάλματα με την μορφή σου, κάποια καντήλια που ακόμη ανάβουν σε πείσμα των ψυχρών ανέμων, κάποια γεροντικά στόματα που ακόμη λένε παραμύθια στα παιδιά, συνεχίζουν να την θυμούνται και να προσεύχονται.
Σ΄ αυτό τον τόπο, που οι απόγονοί σου Κωνσταντίνε, συνεχίζουν να αντιμάχονται το δίκαιο των ισχυρών, στοιχειώνει ακόμη το παράδειγμά σου.
Μαζί μ΄ άλλα παλιότερα, κοινών προγόνων προσταγές, πυρώνουν τις καρδιές, στην παγωμάρα ενός χειμώνα των ψυχών σ΄ όλο τον κόσμο.
Και οι γενιές που ανατρέφονται,
όσο αδύναμες κι αν τις ορίζουν οι λογικές εκτιμήσεις της σύγχρονης εποχής,
όσο και αν διατηρούνε σίγουρη την νάρκη που επέβαλλαν οι μοντέρνες μηχανές που παράγουν ηγέτες και όχλους,
γνωρίζουνε καλά το συστατικό που κυλάει στις φλέβες τους,
γιατί το μπόλιασες και συ με το δικό σου αίμα.
Γνωρίζουν, άρχοντα Κωνσταντίνε, πως όταν η περίσταση το απαιτήσει, η επιλογή στον πειρασμό θα είναι αρνητική.
Λακωνική όπως τα λόγια σου στον αλαζόνα εισβολέα, μοιραία περήφανη κι η πράξη που θα τα ακολουθήσει.
Κι ίσως αυτό να πρότρεψε και μένα αυτή την ανοιξιάτικη μέρα του Μάη, μετά από πεντακόσια εξήντα πέντε χρόνια, να τολμήσω να ιστορήσω τούτη την γραφή στο όνομά σου.
Χοή, σπονδή, μνημόσυνο, μα πάνω απ΄ όλα χρέος ανεξόφλητο, τάμα στην μνήμη της θυσίας σου και αναπαμός στην δίκαιη ψυχή σου, που έπραξε τα οφειλόμενα της φυλής στην ώρα που η μοίρα της το ζήτησε.
Με μιαν ευχή κι μιαν υπόσχεση λακωνική, κλίνω το γόνυ ευλαβικά στην σεπτή μορφή σου, Κωνσταντίνε Δραγάτση των Παλαιολόγων, όπως την έμαθα στα παραμύθια που γέμισαν τα παιδικά μου όνειρα, από το στόμα των γερόντων που μου την διηγήθηκαν: «Του χρόνου, στην Κόκκινη Μηλιά….!!!»