Ἐνθυμοῦμαι τοὺς σεισμοὺς τοῦ ᾽57-᾽58 στὰ νησιὰ τοῦ Ἀρχιπελάγους. Πεντέμιση ἡ ὥρα τὸ πουρνό-πουρνὸ ἦρθε ἀνήκουστος θόρυβος. Οἱ μεγάλοι ἔλεγαν «Χριστὸς ἀνέστη». Ἔτσι ἔμαθαν νὰ προϋπαντοῦν τὸν σεισμό. Τὰ μοσχάρια μούγκριζαν ἄναρθρα καὶ σπαρακτικά. Ὅλοι ἀφήσαμε τὴν στρωμνή μας καὶ βγήκαμε στοὺς δρόμους. Χωρὶς νὰ τὸ καλοσκεφτοῦμε, ἄρχισε νὰ σείεται ἡ γῆ καὶ νὰ φουσκώνη ἡ θάλασσα. Φόβος καὶ τρόμος ἦρθε στὴν καρδιά μας καὶ σὲ μᾶς τὰ μικρὰ παιδιά. Ἤρξατο νὰ σείεται ἡ γῆ ὅπως τῆς καλαμιᾶς τὰ φύλλα. Χωρὶς νὰ λέγη κανένας τὴν λέξη σεισμός, μᾶς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὰ κτίσματα. Ράγισε ἡ γῆ, ράγισαν τοιχοποιΐες παλιὲς καὶ νέες πιὸ πολύ, καὶ ὅλοι περιμέναμε τὸ ἀποβησόμενο. Κι ἡ γιαγιὰ θυμήθηκε τὸν σεισμὸ τοῦ ᾽32 καὶ ἄρχισε νὰ λέγη τὸν στίχο «Ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν».