Μᾶς προανήγγειλαν πὼς ἄθεοι εἶναι· δὲν πιστεύουν στὸν Χριστό, δὲν πιστεύουν στὴν ἁγία Τριάδα, δὲν ἀναγνωρίζουν τὴν Παναγία, δὲν δέχονται τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, τοὺς Μάρτυρες καὶ τοὺς Ἁγίους. Αὐτὸ τὸ τήρησαν ἐπακριβῶς. Καὶ τὸ τηροῦν ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας. Ὅ,τι μυρίζει λιβάνι καὶ κερί, προμελετημένα τὸ μάχονται. Μάχονται τὴν Ἐκκλησία καὶ προσπαθοῦν αὐτὸν τὸν «μπελὰ» νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τὸν δρόμο τους. Μάχονται λυσσαλέα νὰ μὴν ὑπάρχη σταυρός, νὰ μὴ χτυποῦν καμπάνες, νὰ μὴν ἀνάβη καντήλι. Τὶς ἐρημιὲς καὶ τ᾽ ἀκρογιάλια νὰ μὴ τὰ στολίζουν ἐκκλησιδάκια, ἀλλὰ μπαράκια καὶ καφετέριες. Καὶ τὸ ράσο, τὸ φλάμπουρο τῆς πίστης καὶ τοῦ Γένους, νὰ μὴν ἀνεμίζη στοὺς δρόμους. Ἀφήνουν τὰ χωριά μας χωρὶς παπᾶ, γιατὶ δὲν φτάνουν τὰ λεφτά! Τί νὰ θέλουν τὰ γεροντάκια, οἱ ἀπόμαχοι τῆς ζωῆς; Δάσκαλο καὶ πρόεδρο; Παπᾶ γυρεύουν, λειτουργιὰ ν᾽ ἀκούσουν, καμπάνα νὰ χτυπήση. Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα νὰ ζῆς σ᾽ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς μηδὲ ψάλτη μηδὲ παπᾶ. Γιὰ ὅλα ἔχουν χρήματα. Γιὰ νὰ βοηθήσουν ἕνα παπᾶ νὰ μείνη στὸ φτωχὸ χωριό, ἔχουν ἀνεπάρκεια, ἔχουν δυστυχία. Τοὺς τρώει ἡ ἀνέχεια καὶ ἡ κακομοιριά.